13-01-17 : Χαιρετισμός του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Κ. Γαβρόγλου για το συνέδριο «Χίλια χρόνια ελληνορωσικές σχέσεις».
Κύριε Πρύτανη, κυρία Κοσμήτορα, κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί και αγαπητές σύνεδροι, κυρίες και κύριοι,
Χίλια χρόνια ελληνορωσικές σχέσεις έχει τίτλο το συνέδριο που ξεκινά σήμερα, αποτυπώνοντας με τον πιο εύστοχο τρόπο την ιστορικότητα της σχέσης των δύο λαών. Σχέση πολύπλευρη, που αφορά τον πολιτισμό, την πολιτική αλλά και την ιδεολογική συγκρότηση των δύο λαών.
Οι στενές σχέσεις μεταξύ ελληνικού και ρωσικού πολιτισμού ανιχνεύονται ήδη από τον 10ο αιώνα, όταν οι Ρώσοι ασπάστηκαν τον χριστιανισμό μέσω του Βυζαντίου. Πρόκειται για μείζονα αλλαγή, που επηρέασε τόσο τον ρωσικό όσο και τον βυζαντινό πολιτισμό. Οι ανταλλαγές μεταξύ Βυζαντίου και Ρωσίας ήταν στο εξής πυκνές, κυρίως στο πεδίο της εκκλησίας και του μοναχισμού, αλλά και σε αυτό της πολιτικής και του πολιτισμού. Πάνω σε αυτό το δίκτυ των στενών σχέσεων που είχαν εγκαθιδρυθεί και στην οικειότητα που προσέφερε το ομόθρησκο στηρίχθηκε άλλωστε και η αντιστροφή της πορείας της πολιτιστικής μεταφοράς, όταν, μετά την πτώση του Βυζαντίου, Έλληνες λόγιοι κατευθύνθηκαν όχι μόνο στη Δύση, αλλά και στη Ρωσία. Πρόκειται για ένα καινούργιο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο λαών, που διακρίνεται τόσο από την καθοριστική συμβολή βυζαντινών λογίων που βρέθηκαν στην τσαρική αυλή στη διαμόρφωση της πνευματικής ελίτ της Ρωσίας όσο και από την άνθηση ελληνικών παροικιών στη Ρωσία. Αλλά και αντίστροφα, η Ρωσία αποτέλεσε την ελπίδα των Ελλήνων για διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική στήριξη – η Μεγάλη Δύναμη από τον βορά, που θα στήριζε τους ομόδοξους Έλληνες στον νότο. Και αν από την πλευρά του ελληνικού κράτους η ανάγκη δημιουργούσε μια ρομαντική εικόνα της πραγματικότητας, από την πλευρά της Ρωσίας, η μόνιμη αναζήτησης διεξόδου προς το Αιγαίο την οδηγούσε να συμπεριλαμβάνει με έναν τρόπο την Ελλάδα στα σχέδιά της. Ας μην λησμονούμε άλλωστε ότι και αυτή η ίδια η ελληνική επανάσταση, στη Ρωσία ήταν που σχεδιάστηκε και οργανώθηκε, από επιφανείς Έλληνες λόγιους εγκατεστημένους στις παροικίες.
Το άλλο μεγάλο κεφάλαιο στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών αφορά την σοβιετική περίοδο. Είναι άλλωστε επίκαιρη η αναφορά σε αυτήν, αφού φέτος είναι η εκατονταετηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η παρουσία και η ζωή του ελληνισμού στη σοβιετική Ρωσία την περίοδο αυτή γνωρίζει αυτονόητα διακυμάνσεις, που ακολουθούν εν πολλοίς τις αλλαγές της πολιτικής σκηνής στην ΕΣΣΔ αλλά και τις μείζονες αλλαγές σε διεθνές επίπεδο, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο τρόπος που εντάσσονται οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς στη σοβιετική πραγματικότητα, τα όρια αυτονομίας και οι προσπάθειες αφομοίωσης, οι σχέσεις –δύσκολες πολλές φορές– τόσο με την σοβιετική όσο και με την ελληνική κυβέρνηση είναι όψεις των σχέσεων των δύο λαών που δεν έχουν ίσως μελετηθεί επαρκώς. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που η ΕΣΣΔ και οι ανατολικές χώρες εν γένει γίνονται ‘δεύτερη πατρίδα’ για πολλούς από τους ηττημένους του ελληνικού εμφυλίου – πατρίδα που όμως παραμένει πάντα φορτισμένη συναισθηματικά ως εξορία. Στο μεταίχμιο αυτό μεταξύ της νοητής και της βιωμένης πατρίδας, οι Έλληνες είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν και να καλλιεργήσουν την εθνική τους ταυτότητα, διαμορφώνοντας μια ελληνικότητα μπολιασμένη τόσο από τον ελληνικό πολιτισμό όσο και από την κοινωνική και ιδεολογική πραγματικότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Πρόκειται για τους ανθρώπους που, όταν σταδιακά άρχισαν να παλιννοστούν από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, όχι μόνο ενίσχυσαν τον παραγωγικό μηχανισμό, αλλά μετέφεραν τη γνώση και το βίωμα ενός κόσμου που για πολύ καιρό αποτελούσε το «αντίπαλο δέος», καθιστώντας στην πράξη ανοικτότερους και ανεκτικότερους τους ορίζοντες της ελληνικής κοινωνίας.
Με τη βεβαιότητα ότι οι διαδρομές μέσα από τις οποίες εξελίχθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών είναι πολύ πιο πολύπλοκες και με πολύ περισσότερες διακλαδώσεις από αυτές στις οποίες πολύ σχηματικά αναφέρθηκα, και με την ελπίδα ότι το συνέδριο θα αποτελέσει ευκαιρία να φωτιστούν νέες πτυχές τους, εύχομαι κάθε επιτυχία στις εργασίες σας.