Τον τελευταίο καιρό δεν υπάρχει καμία εκπομπή δημοσιογραφικού χαρακτήρα που να μην ασχολείται με κάποιο περιστατικό βίας στους χώρους των σχολείων της χώρας.
Ηλίας Ν. Γουβέλης Δ/ντης 2ου Γυμνασίου Μεσολογγίου
Το ίδιο συμβαίνει συχνά-πυκνά και στα δελτία ειδήσεων. Δυστυχώς η προσέγγιση όλων όσων προσπαθούν να αναφερθούν σε τέτοιου είδους γεγονότα είναι επιφανειακή και επιπόλαιη. Δεν τους ενδιαφέρει η ανάλυση του προβλήματος. Αναζητούν εναγωνίως τον εύκολο ένοχο. Αυτόν που εύκολα θα γίνει βορά στο φιλοθεάμον κοινό. Αυτόν που θα αποτελέσει τον εύκολο στόχο στα ταπεινά αυτόματα κοινωνικά αντανακλαστικά.
Το αποτέλεσμα είναι η συνειδητή απόπειρα απαξίωσης και υποβάθμισης του κύρους του εκπαιδευτικού. Του ανθρώπου εκείνου που απαιτούμε να έχει άριστη επιστημονική κατάρτιση, υψηλές και επίκαιρες ήπιες δεξιότητες, ψυχραιμία, συστολή, ευταξία και αψεγάδιαστο κοινωνικό προφίλ. Να έχει δηλ. όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα εμπνεύσουν το μαθητή του ώστε να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Η απόπειρα είναι συνειδητή αφού μια στοιχειώδης δημοσιογραφική έρευνα θα έβγαζε στην επιφάνεια μερικά από τα παρακάτω. Μεγάλο ποσοστό των εκπαιδευτικών που διδάσκουν στα ελληνικά σχολεία είναι αναπληρωτές.
Έχουν διδακτικό ωράριο τουλάχιστον 23 ωρών (οι δάσκαλοι ακόμα μεγαλύτερο), καμία εργασιακή εξασφάλιση, περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα. Κάθε χρονιά πηγαίνουν από τόπο σε τόπο ενώ οι οικονομικές τους απολαβές είναι τόσο πενιχρές ώστε σε μερικές περιπτώσεις εργάζονται μόνο και μόνο για να προσθέσουν τα μόρια της προϋπηρεσίας στο βιογραφικό τους. Ένα άλλο μεγάλο ποσοστό εκπαιδευτικών είναι μεγάλης ηλικίας.
Παραμένουν εγκλωβισμένοι στο μονόδρομο της συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια αφού η είσοδος στην υπηρεσία για πολλούς έγινε με καθυστέρηση, ενώ η σκέψη για πρόωρη έξοδο οδηγεί σε συντάξεις πείνας. Το σύνολο των εκπαιδευτικών της χώρας καθηλώθηκε στα μισθολογικά κλιμάκια από την έναρξη των μνημονίων έως πρόσφατα, ενώ είναι από τους χαμηλότερα αμειβόμενους στην ευρωζώνη. Αλήθεια τι υπηρεσία προσφέρει η δημοσιογραφία εκείνη που αναζητά ευθύνες από τον εκπαιδευτικό όταν στους χώρους του σχολείου διαδραματίζονται πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου (εμπρησμοί, μαχαιρώματα, βιαιοπραγίες); Δεν γνωρίζουν ότι τα σχολεία δεν φυλάσσονται και ως εκ΄τούτου ακόμα και σύγχρονα κτίρια, που αποτελούν περιουσία των δήμων, γίνονται έρμαια σε κάθε είδος βανδαλισμούς;
Δεν γνωρίζουν ότι η καλλιέργεια κλίματος απαξίας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση των φαινομένων βίας; Όποιος αντιλαμβάνεται τα σχολεία ως θεραπευτικούς χώρους που ως δια μαγείας θα καλύψουν τα ελλείματα της πολιτείας και της κοινωνίας δεν έχει ιδέα για το ρόλο τους. Το σχολείο υπάρχει για να εκπαιδεύει και να κοινωνικοποιεί το άτομο. Δεν είναι σωφρονιστικό κατάστημα. Για να ανταποκριθεί όμως στο ρόλο του χρειάζεται να λειτουργήσει ως θεσμικός φορέας μιας ενιαίας και καλά σχεδιασμένης πολιτικής για την παιδεία.
Η άποψη αυτή δεν είναι μια κοινοτυπία που διατυπώνεται ως γενίκευση. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση που χρειάστηκαν προοδευμένα κράτη ώστε να δομήσουν στέρεα εκπαιδευτικά συστήματα παραμερίζοντας στείρες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Κλείνοντας, θα έλεγα ότι όταν όλοι ομνύουν ότι η παιδεία είναι ο σημαντικότερος τομέας για την πρόοδο και το μέλλον μιας κοινωνίας πρέπει να ομνύουν και στο ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει να είναι εκλεκτό μέλος της κοινωνίας αυτής. Ένας λειτουργός αυξημένης ευθύνης από τον οποίο απαιτούμε πολλά, τον κρίνουμε αυστηρά, ταυτόχρονα όμως του αποδίδουμε έμπρακτα την τιμή και τη θέση που του αρμόζει. Θεωρώ ότι με τέτοιου είδους αντιλήψεις και προσεγγίσεις θα αποκατασταθεί η αρμονία στις σχέσεις πολιτείας, εκπαιδευτικού κόσμου και κοινωνίας προς όφελος της νέας γενιάς.