Το ζήτημα της βίας και του εκφοβισμού αποτελεί ένα ανησυχητικά εντεινόμενο φαινόμενο που αργά αλλά σταθερά αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του σύγχρονου σχολείου. Κι αυτό γιατί η παρατεταμένη κοινωνική και οικονομική κρίση έχουν ήδη διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης και ευδοκίμησης παρόμοιων φαινομένων.
Πέρα από τις πολλές εννοιολογικές προσεγγίσεις, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ορισμένα βασικά σημεία, τα οποία μας δίνουν μια σαφή εικόνα τού τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στο φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού. Πρόκειται για καταστάσεις οι οποίες εκδηλώνονται μεταξύ των μαθητών σε λεκτικό, σωματικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι πιο συνηθισμένες είναι οι φραστικές επιθέσεις, οι απειλές και οι προσβολές, οι χειρονομίες, οι εκβιασμοί, οι ξυλοδαρμοί, οι κλοπές και οι καταστροφές προσωπικών αντικειμένων, ο αποκλεισμός και η απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο και τις παρέες, πράξεις «θυματοποίησης» των μαθητών, που μπορούν να φτάσουν μέχρι και τη σεξουαλική παρενόχληση ή την κακοποίηση, αλλά και τον εκφοβισμό ή την παρενόχληση μέσω Διαδικτύου.
Πρόσφατες έρευνες στην Ελλάδα δείχνουν ότι 1 στους 4 μαθητές έχει υποστεί κάποια μορφή εκφοβισμού εντός του σχολικού περιβάλλοντος με συχνότητα δύο ώς τρεις φορές το μήνα ή και περισσότερο (ΕΨΥΠΕ, ΑΠΘ). Τα αγόρια κατά κανόνα εμπλέκονται σε μεγαλύτερο ποσοστό σε περιστατικά σωματικής βίας, ενώ τα κορίτσια σε μεγαλύτερα ποσοστά λεκτικής βίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά κρουσμάτων εμφανίζονται στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, ενώ κυριαρχεί ένα γενικό κλίμα αποσιώπησης και ανοχής στο φαινόμενο, αφού μόνο οι περίπου μισοί μαθητές αναφέρουν τα συμβάντα βίας σε φίλους, εκπαιδευτικούς ή συγγενείς.
Σε άλλη ευρωπαϊκή έρευνα σε έξι χώρες, με συντονιστή το «Χαμόγελο του Παιδιού»: 31,98% των ερωτηθέντων μαθητών στην Ελλάδα απάντησαν ότι έχουν πέσει θύμα σχολικού εκφοβισμού, 46% των μαθητών έχουν χτυπήσει άλλα παιδιά, 30% των μαθητών έχουν εκφοβίσει άλλα παιδιά, ενώ 36,78 % των μαθητών έχουν ζητήσει βοήθεια από φίλους για να αντιμετωπίσουν παρόμοια περιστατικά.
Επιχειρώντας μια σύντομη ερμηνευτική προσέγγιση, τα φαινόμενα βίας και εκφοβισμού στο ελληνικό σχολείο εντείνονται σταδιακά λόγω των κοινωνικών και πολιτισμικών μεταβολών που έχουν συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες. Φαινόμενα όπως η αύξηση του βαθμού της πολυπολιτισμικότητας στις σχολικές τάξεις, οι αλλαγές στη μορφή, τη σύνθεση, τη δομή και τον τρόπο ζωής της ελληνικής οικογένειας, η διεύρυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και των οικονομικών ανισοτήτων, η ένταση των φαινομένων φτώχειας, ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισμού, συγκροτούν ένα ιδιαίτερα δυσμενές περιβάλλον, το οποίο συμβάλλει στην κοινωνική αλλοτρίωση, ευνοώντας την ευδοκίμηση φαινομένων βίας και διαφόρων μορφών εκφοβισμού.
Σύμφωνα και με παλαιότερες έρευνες (ΕΚΚΕ, ΑΠΘ), το ελληνικό σχολείο αποδεικνύεται αδύναμο να παρέμβει για να αντιμετωπίσει εκείνα τα στερεότυπα που αναπαράγουν και νοηματοδοτούν τη βία, εμφανίζοντας μια «ενοχική ανοχή» σε φαινόμενα ξενοφοβίας, ρατσισμού, επιθετικότητας. Ταυτόχρονα, καθίσταται αδύναμο να διαχειριστεί καταστάσεις όπως συγκρούσεις Ελλήνων μαθητών με αλλοδαπούς και αντίστροφα, νεανικές συμμορίες με παραβατική συμπεριφορά εντός και εκτός του σχολείου, περιστατικά καθημερινής ψυχολογικής και λεκτικής βίας, εκβιασμούς στο Διαδίκτυο και προσβολές, άσκηση σωματικής βίας, ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές κ.ο.κ.
Είναι σαφές ότι η συνολικότερη κοινωνική αποδιοργάνωση αντανακλάται στην καθημερινότητα του σχολείου, με συνέπεια την υποβάθμιση, την αποστροφή για το σχολικό περιβάλλον, την απομάκρυνση από τις αξίες και τα ιδεώδη του σχολείου. Σε επίπεδο εκπαιδευτικής πραγματικότητας, όλες οι εκτιμήσεις τείνουν στο συμπέρασμα ότι οι συγχωνεύσεις των σχολείων, τα «σχολεία – μαμούθ», οι περισσότεροι μαθητές ανά τάξη, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, η απουσία εξειδικευμένων επιστημόνων, η ελλιπής επιμόρφωση, η ανυπαρξία ενταξιακών διαδικασιών των αλλοδαπών μαθητών ή μαθητών με ειδικά χαρακτηριστικά, θα συμβάλουν ενισχυτικά στη διόγκωση των φαινομένων βίας, εκφοβισμού και επιθετικότητας μέσα στο ελληνικό σχολείο. Σε συνδυασμό με την όξυνση της οικονομικής κρίσης και τις επώδυνες συνέπειές της, τη φτωχοποίηση και την εξαθλίωση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού, το μέλλον μάλλον προβλέπεται δυσοίωνο για την καθημερινότητα του ελληνικού σχολείου.
Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να αναπτυχθούν τόσο η πρόληψη όσο και η άμεση ενεργοποίηση μηχανισμών παρέμβασης με στόχο την προώθηση ενός νέου αξιακού συστήματος, το οποίο θα διαπερνά τη δομή και τη λειτουργία του σχολικού περιβάλλοντος. Αξίες όπως η ετερότητα, η αλληλεγγύη, η ανεκτικότητα, η ισοτιμία, η κατανόηση της διαφοράς απαιτείται να επανατοποθετηθούν στο προσκήνιο της σχολικής ζωής σε μια προσπάθεια να επαναθεμελιωθεί ο κριτικός λόγος ενάντια στο μίσος, τη βία, την ξενοφοβία, το δογματισμό, το ρατσισμό, τους σκοταδισμούς, που εν μέσω κρίσης και αξιακής σύγχυσης δηλητηριάζουν τις σχέσεις των παιδιών και των εφήβων μας.
Το σχολείο σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται να αντισταθεί σε τέτοια φαινόμενα. Παράλληλα, η πολιτεία οφείλει, εκτός από το να αναγνωρίσει το πρόβλημα, να παράσχει τα εργαλεία που απαιτούνται στους εκπαιδευτικούς, τους γονείς, αλλά και στους ίδιους τους μαθητές, για τη δραστική αντιμετώπισή του. Η ευαισθητοποίηση, η επιμόρφωση, η παιδαγωγική, επιστημονική και θεσμική στήριξη των εκπαιδευτικών, αποτελούν αναγκαίες και αυτονόητες προϋποθέσεις. Σημαντικό όμως μερίδιο ευθύνης αναλογεί στην ελληνική οικογένεια, αλλά και στους φορείς της τοπικής κοινωνίας, που οφείλουν να στηρίξουν τη λειτουργία των σχολείων και το έργο των εκπαιδευτικών.
Ωστόσο κρίσιμο ζητούμενο παραμένει η δημιουργία ενός σχολείου που θα ενεργοποιεί την κριτική σκέψη, θα σφυρηλατεί το κοινοτικό αίσθημα, θα καλλιεργεί την ανθρωποκεντρική παιδεία, τη συλλογική συνείδηση, το δικαίωμα στο διαφορετικό, την άρνηση του μίσους και του ρατσισμού. Εν κατακλείδι, συλλογικό χρέος αποτελεί η αντίσταση στην κουλτούρα της βίας, του φόβου και της αποξένωσης μέσα στο ελληνικό σχολείο, σε μια συγκυρία κατά την οποία η ελληνική κοινωνία, εκ των πραγμάτων, οφείλει να αφυπνιστεί και να αναμετρηθεί με τα γενεσιουργά αίτια των δομικών της παθογενειών.
Του ΝΙΚΟΥ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, κοινωνιολόγου
……………………………………………………………………………
ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ
H κρίση, νέος «Καιάδας» για τα κακοποιημένα παιδιά |
Σε έναν ιδιότυπο Καιάδα για τα κακοποιημένα παιδιά φαίνεται πως τείνει να μετατραπεί η Ελλάδα, κατά τους παρόντες καιρούς κρίσης. |
Του ΓΙΩΡΓΟΥ Σ. ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ |
Αυτό, δυστυχώς, προκύπτει από μαρτυρίες προσώπων που εκ της θέσεώς τους μεριμνούν για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου το οποίο δείχνει να προσλαμβάνει την τελευταία περίοδο ανησυχητικά μεγάλες διαστάσεις.
«Βρισκόμαστε σε πολύ έντονο πόλεμο. Μιλάω με διαφόρους ανθρώπους μέσα σε υπουργεία, οι οποίοι μου λένε: «Εξυπηρετούμε αυτή τη στιγμή την τρόικα για το πώς θα γίνει εκείνο και το άλλο. Αρα, δεν έχουμε χρόνο να ασχοληθούμε τώρα με τέτοια θέματα!», είπε χαρακτηριστικά μεταφέροντας στη Βουλή την εμπειρία του από τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την προστασία των παιδιών ο πρόεδρος του «Χαμόγελου του Παιδιού» κ. Κ. Γιαννόπουλος. Η τοποθέτηση αυτή έγινε κατά την διάρκεια ειδικής συνεδρίασης της Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην οποία προσήλθαν να ενημερώσουν σχετικά με το ζήτημα εκπρόσωποι τεσσάρων υπουργείων, γιατροί και στελέχη φορέων και υπηρεσιών.
Οι προσκληθέντες ανέδειξαν ορισμένα από τα βασικά προβλήματα, μεταξύ των οποίων η έλλειψη πόρων και εξειδικευμένου προσωπικού, καθώς και η γραφειοκρατία. Για ένταση στην εμφάνιση μορφών βίας και εκφοβισμού στα σχολεία τα τελευταία χρόνια, μίλησε ο υφυπουργός Παιδείας κ. Θ. Παπαθεοδώρου. «Είναι συχνά απροετοίμαστα τα στελέχη της εκπαίδευσης» ν’ αντιμετωπίσουν κρούσματα παιδικής κακοποίησης, είπε η κα Βασιλική Αρτινοπούλου – πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής του Παρατηρητηρίου Πρόληψης Σχολικής Βίας και Εκφοβισμού. «Στη χώρα μας υπάρχουν πολλά προβλήματα τα οποία έχουν επιδεινωθεί πάρα πολύ εξαιτίας της κρίσης», σημείωσε η γ.γ. δημόσιας υγείας κ. Χρ. Παπανικολάου. «Τα τελευταία δύο χρόνια τα περιστατικά που έρχονται με τη μεσολάβηση του εισαγγελέα ανηλίκων έχουν αυξηθεί κατά 60% σε σύγκριση μα τη διετία 2009-2010», τόνισε ο κ. Γερ.Κολαΐτης, πρόεδρος της Εταιρίας Ψυχοκοινωνικής Υγείας Παιδιού.
«Νοιώθω μεγάλη αδυναμία εξαιτίας της διαπιστωμένης συστημικής ασυνέπειας απέναντι στα παιδιά. Ασυνέπεια που έχει να κάνει με τους εύκολους λόγους που ακούγονται σε αίθουσες, σε κοινοβούλια, σε υπουργεία με εύκολες διακηρύξεις», παρενέβη με τη σειρά του ο κ. Γ. Μόσχος, βοηθός Συνήγορος του Πολίτη. Τα λόγια, καταγράφηκαν στα πρακτικά της συνεδρίασης. Ευτυχώς, αφού έτσι θα μπορέσουν να γίνουν κοινωνοί τους –εκτός των άλλων- και τα μέλη της 13μελούς Επιτροπής που πέραν της Προέδρου κας Αικατερίνης Παπακώστα και δύο βουλευτών, απουσίαζαν απ’ τη συγκεκριμένη συνεδρίαση!