Το μείζον πρόβλημα υποστελέχωσης παραμένει. Ο νόμος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την αυτόματη επαναπροκήρυξη των θέσεων μελών ΔΕΠ μετά από κάθε αποχώρηση/συνταξιοδότηση, αν και δεν έχει καταργηθεί, δεν εφαρμόζεται.
Στην 99η Σύνοδο Πρυτάνεων, η οποία πραγματοποιείται στα Ιωάννινα, συμμετείχε η Μερόπη Τζούφη. Η αναπλ. τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ άσκησε σκληρή κριτική στην κυβέρνηση για την πολιτική που εφαρμόζει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και έρευνα, τονίζοντας πως «το τιμωρητικό μοντέλο χρηματοδότησης που θέσπισε το υπουργείο Παιδείας οδηγεί τα ΑΕΙ σε οικονομική ασφυξία». Παράλληλα, υπογράμμισε πως το μείζον πρόβλημα της υποστελέχωσης παραμένει.
Επίσης, προανήγγειλε την κατάργηση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας από την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση, χαρακτηρίζοντας ως αχρείαστη, παράλογη και επικίνδυνη την απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Παρόμοια, μίλησε για κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, της ισοτιμίας πτυχίων ΑΕΙ – Κολλεγίων και όσων μέτρων δυσχεραίνουν τη φοίτηση.
Αναφορικά με το επερχόμενο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για τα ΑΕΙ (συγχωνεύσεις/καταργήσεις τμημάτων, επαναφορά των ΤΕΙ, ακύρωση του αυτοδιοίκητου και διορισμένα Συμβούλια Διοίκησης, manager), η Μερόπη Τζούφη κατηγόρησε την κυβέρνηση πως «πολιτεύεται με διαρροές στα ΜΜΕ, αντί να συζητά ουσιαστικά με την πανεπιστημιακή κοινότητα». Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «τα αντιδημοκρατικά μέτρα απαιτούν και αντιδημοκρατικό τρόπο για να επιβληθούν».
Ακόμα, τόνισε πως είναι απαραίτητη η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για τη βελτίωση των πανεπιστημιακών υποδομών (εργαστήρια, εξοπλισμός, κτήρια, φοιτητική στέγη), ενώ υποστήριξε πως η μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Έρευνας & Τεχνολογίας από το υπουργείο Παιδείας στο υπουργείο Ανάπτυξης, έχει διαταράξει το οικοσύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας και πλέον απειλεί την εθνική συμμετοχή στα Ευρωπαϊκά προγράμματα.
Τέλος, η αναπλ. τομεάρχης Παιδείας παρουσίασε στους Πρυτάνεις τις θέσεις και προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την έρευνα, υπογραμμίζοντας πως το νέο ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει να είναι ολοκληρωμένο, βιώσιμο, ποιοτικό, δημοκρατικό, αξιοκρατικό, αποτελεσματικό, διεπιστημονικό, συμπεριληπτικό και εξωστρεφές. Στις προτάσεις συμπεριλαμβάνονται:
διπλασιασμός των μελών ΔΕΠ σε βάθος τετραετίας, με νέους 2.000 διορισμούς ανά έτος και τήρηση της νομοθεσίας που προβλέπει την ανανέωση των θέσεων που κενούνται λόγω συνταξιοδότησης,
αύξηση του διοικητικού προσωπικού,
διπλασιασμός της χρηματοδότησης των ΑΕΙ σε βάθος τετραετίας,
πιλοτική καθιέρωση της ελεύθερης πρόσβασης σε Τμήματα – όπου η ζήτηση και οι θέσεις το επιτρέπουν,
ριζικός επανασχεδιασμός των διαδικασιών αξιολόγησης και αλλαγή του θεσμικού πλαισίου της ΕΘΑΑΕ ώστε να μην αποτελεί μηχανισμό κυβερνητικού ελέγχου των ΑΕΙ,
οικονομική ενίσχυση για Μεταπτυχιακά προγράμματα χωρίς δίδακτρα,
διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης σε όλα τα ΑΕΙ για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ έπειτα από συνεργασίες των ΑΕΙ με τοπικούς παραγωγικούς φορείς,
κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, της ισοτιμίας πτυχίων ΑΕΙ-Κολλεγίων και όσων μέτρων δυσχεραίνουν τη φοίτηση,
ενίσχυση και υποστήριξη της διεθνοποίησης των ελληνικών πανεπιστημίων με συμμετοχή στα δίκτυα των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων,
ευελιξία στο πλαίσιο λειτουργίας των ΕΛΚΕ,
ριζική ενίσχυση των υποτροφιών σε νέους επιστήμονες, υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδάκτορες,
θεσμοθέτηση της δυνατότητας εσωτερικής μετακίνησης προπτυχιακών φοιτητών/τριών (κατά το πρότυπο του Erasmus) και μερικής επιλογής περιορισμένου αριθμού μαθημάτων από άλλο Τμήμα/Πανεπιστήμιο,
εθνικό πρόγραμμα Erasmus Εσωτερικού για μεταπτυχιακούς φοιτητές/τριες
ειδική χρηματοδότηση και στελέχωση των Πανεπιστημιακών Ερευνητικών Κέντρων και σύζευξή τους με τα ΑΕΙ,
διαμόρφωση και υλοποίηση Εθνικού Σχεδίου Φοιτητικής Στέγης,
εξοπλισμός και νέα κτήρια Τμημάτων και Πανεπιστημιακών Ερευνητικών Κέντρων.
Σημεία από την τοποθέτηση της Μερόπης Τζούφη:
Η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων με το μοντέλο 80-20, στη βάση αμφιλεγόμενων δεικτών «ποιότητας και επιτευγμάτων», περιορίζει τα πανεπιστήμια από το να καλύψουν βασικές λειτουργικές τους ανάγκες. Το μοντέλο αυτό, που αντλεί την έμπνευσή του από την Αγορά και τις επιχειρήσεις, οδηγεί σε οικονομική ασφυξία μέσω τιμωρητικής αξιολόγησης που στερείται ακαδημαϊκών κριτηρίων. Τα πανεπιστήμια δεν είναι επιχειρήσεις και δεν πρέπει να γίνουν. Όπου έγιναν, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Ειδικά σήμερα, υπό τις συνθήκες εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους, η κυβέρνηση οφείλει τουλάχιστον να αναστείλει τους προγραμματισμούς και τους σχεδιασμούς της.
Το μείζον πρόβλημα υποστελέχωσης παραμένει. Ο νόμος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την αυτόματη επαναπροκήρυξη των θέσεων μελών ΔΕΠ μετά από κάθε αποχώρηση/συνταξιοδότηση, αν και δεν έχει καταργηθεί, δεν εφαρμόζεται.
Η ίδρυση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας ναρκοθετεί την ειρήνη και τη δημοκρατία εντός των ΑΕΙ. Αποτελεί μια αχρείαστη, παράλογη και επικίνδυνη απόφαση, με την οποία η κυβέρνηση της ΝΔ απευθύνεται στο συντηρητικό και ακροδεξιό της ακροατήριο χρησιμοποιώντας τα πανεπιστήμια και τις πρυτανικές τους αρχές. Η συντριπτική πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας είναι απέναντι στη συγκεκριμένη απόφαση. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστηρίζει την ανάγκη στελέχωσης των πανεπιστημίων με μόνιμο διοικητικό προσωπικό φύλαξης που θα ελέγχεται αποκλειστικά από τις πανεπιστημιακές αρχές. Η κατάργηση των ΟΠΠΙ θα αποτελέσει μια από τις πρώτες νομοθετικές πράξεις της επόμενης προοδευτικής διακυβέρνησης.
Η νομοθέτηση της ελεγχόμενης πρόσβασης στις σχολές πρέπει να εξεταστεί ως προς τη διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων εκατοντάδων χιλιάδων φοιτητών, μελών ΔΕΠ, ερευνητών και διοικητικών.
Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε για να αποκλείσει χιλιάδες υποψήφιους από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κατά την πρώτη εφαρμογή της έμειναν εκτός 40.000 υποψήφιοι και υποψήφιες. Παρόμοια επίπτωση αναμένεται και φέτος, με το υπουργείο Παιδείας να αδιαφορεί για τις συνθήκες των τελευταίων δύο ετών στα σχολεία, της πανδημίας, της τηλεκπαίδευσης, των χαμένων ωρών, του εγκλεισμού, της Τράπεζας Θεμάτων και της ολοκλήρωσης της ύλης με διατάγματα. Η κυβέρνηση που εξίσωσε τα πανεπιστήμια με τα ιδιωτικά κολλέγια και επέβαλλε στα Επιμελητήρια την απόδοση ίδιων επαγγελματικών δικαιωμάτων, πρόκειται να κριθεί σύντομα από τους πολίτες. Ωστόσο, αντιμέτωπα με την κοινωνία κινδυνεύουν να βρεθούν και τα ίδια τα ιδρύματα. Η ελληνική κοινωνία εμπιστεύεται το δημόσιο πανεπιστήμιο και κοπιάζει για να στείλει τα παιδιά της να σπουδάσουν. Η σχέση αυτή δεν πρέπει να διαρραγεί, όσο και αν η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να ικανοποιήσει την κοινωνική της βάση, δηλαδή τις επιχειρήσεις.
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και ο Συνήγορος του Πολίτη. Στην έκθεση που κυκλοφόρησε πριν μερικές εβδομάδες κάνει λόγο για αιφνιδιασμό των μαθητών από το υπουργείο Παιδείας, εντοπίζει προβλήματα με τη θέσπιση πρόσθετης ΕΒΕ για τα ειδικά μαθήματα, ενώ ειδική αναφορά γίνεται στον πρωτοφανή αποκλεισμό των μαθητών που φοιτούν σε Εσπερινά Λύκεια.
Αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για τη βελτίωση των πανεπιστημιακών υποδομών. Είναι χρονικά και λειτουργικά απαραίτητο να δρομολογηθούν μια σειρά από δαπάνες στην κατεύθυνση ενίσχυσης των εργαστηριακών υποδομών, της αγοράς εξοπλισμού και της αναβάθμισης των κτηριακών υποδομών. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να συμπεριληφθεί και η φοιτητική στέγη και γενικά η φοιτητική πρόνοια.
Από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και σήμερα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατήργησε τα διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, 38 νέα τμήματα, όπως και το σύστημα των «πράσινων σχολών», δηλαδή της ελεύθερης πρόσβασης των υποψηφίων σε τμήματα που έχουν χαμηλή ζήτηση.
Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έπειτα από χρόνια θεσμικής και οικονομικής υποβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου, σηματοδοτήθηκε από γενναίες και προοδευτικές πρωτοβουλίες όπως την κατάργηση του νόμου 4009/2011 («νόμου Διαμαντοπούλου»), διασφαλίζοντας συνθήκες δημοκρατικής εκπροσώπησης στις διοικήσεις των ΑΕΙ. Επίσης, σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας ανέτρεψε το «πάγωμα» των διορισμών και προχώρησε σε προκηρύξεις 1.700 νέων θέσεων μελών ΔΕΠ, όπως και θέσεων ερευνητών, εξειδικευμένου επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού. Παράλληλα, επανάφερε την τακτική χρηματοδότηση του τακτικού προϋπολογισμού στα επίπεδα του 2012 και για πρώτη φορά οι δαπάνες για την έρευνα άγγιξαν το 1,5% του ΑΕΠ, ενώ ίδρυσε τον ΕΛΙΔΕΚ και επανα-ενεργοποίησε το παροπλισμένο ΙΚΥ, στηρίζοντας τους νέους φοιτητές, τους ερευνητές και τους νέους επιστήμονες.
Η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας εντείνει τις ανισότητες, αυξάνει τους αποκλεισμούς, υποτάσσει τους εκπαιδευτικούς θεσμούς τους «κανόνες της αγοράς». Ταυτόχρονα, ενισχύει την αποδέσμευση του κράτους από τις χρηματοδοτικές του υποχρεώσεις.
Πρέπει να αναρωτηθούμε, αλλά και να επιλέξουμε. Θα επιτρέψουμε την επιβολή μιας τεχνοκρατικής αντίληψης για την εκπαίδευση, σε βάρος των δημοκρατικών κοινωνικών αξιών; Θα αποδεχτούμε να μορφώνονται οι λίγοι, ενώ όλο και μεγαλύτερος αριθμός νέων θα διοχετεύεται προς την αγορά φτηνής και υποβαθμισμένης εργασίας; Θα συνθηκολογήσουμε με τους σκοπούς και τους στόχους, το περιεχόμενο της μόρφωσης, τις παιδαγωγικές πρακτικές και τις διαδικασίες αξιολόγησης που προκρίνουν οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο;
Κάθε νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας αποτελεί ακόμα ένα βήμα προς τον αγοραίο εκφυλισμό και την προσαρμογή του ελληνικού πανεπιστημίου στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιχειρήσεων. Πρόσφατο παράδειγμα τα βιομηχανικά διδακτορικά, όπου ο εκπρόσωπος της επιχείρησης δύναται να είναι μέλος της 3μελούς, αντίθετα σε κάθε έννοια ακαδημαϊκότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστηρίζει πως η μόρφωση αποτελεί δημόσιο αγαθό, κοινωνικό δικαίωμα και συλλογική επένδυση στο «μορφωτικό κεφάλαιο». Όσες και όσοι επιθυμούν να σπουδάσουν θα πρέπει να μπορούν μέσα από τις δημόσιες εκπαιδευτικές δομές. Φυσικά, η ριζική αναβάθμιση αποτελεί και οφείλει να παραμείνει ευθύνη της Πολιτείας.