Ομιλία της Μερόπης Τζούφη, αναπλ. τομεάρχη Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, για τον προϋπολογισμό του 2020:
O προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση για το 2020 επιβεβαιώνει το πραγματικό πολιτικό σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας. Ένα σχέδιο που επιμελώς αποσιωπήθηκε προεκλογικά και που σήμερα, ωραιοποιείται εντέχνως από τα μέλη της κυβέρνησης και τον πρωθυπουργό.
Ωστόσο, πέρα από τις αόριστες θριαμβολογίες των υπουργών, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και το νεοφιλελεύθερο πολιτικό σχέδιο συγκεκριμένο, δίνοντας πολλά στους λίγους και λίγα στους πολλούς.
Πιο ειδικά, φαίνεται πως η ΝΔ θεωρεί πως επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έγιναν όλα όσα έπρεπε για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Δεν εξηγείτε διαφορετικά πως πέραν του μέτρου των 2.000 ευρώ για κάθε παιδί, οι δαπάνες για την υγεία και την παιδεία παραμένουν καθηλωμένες, ενώ μειώνονται για την πρόνοια και την κοινωνική προστασία.
Ενδεικτικά αναφέρω πως σε σύνολο 1.2 δις θετικών μέτρων, η αύξηση των δαπανών για το κοινωνικό κράτος είναι της τάξης των 120 εκατομμυρίων (10%). Τα υπόλοιπα κατευθύνονται στη μείωση της φορολογίας, με τρόπο που ευνοεί την αποφορολόγηση της οικονομικής ελίτ και όχι των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων.
Όσον αφορά την παιδεία, η κυβέρνηση υπερθεματίζει για αύξηση της χρηματοδότησης. Η αρμόδια υπουργός κατανάλωσε τη χθεσινή της ομιλία σε εξιδανικευμένες αοριστολογίες, αποφεύγοντας να επικεντρωθεί στην πραγματικότητα των αριθμών που καταδεικνύει πως ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης για την Παιδεία, αποτελεί σαφή δημοσιονομική υποχώρηση.
Ακόμη και μετά την απόσχιση της Έρευνας, η αύξηση είναι αναιμική, διαψεύδοντας τις όποιες προσδοκίες της μετα-μνημονιακής εποχής και παραβλέποντας τις τεράστιες ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ανάγνωση των οικονομικών της παιδείας από το 2009 έως σήμερα φανερώνει τη μεγάλη οικονομική περιπέτεια της χώρας μας συνολικά. Από το 2009 έως το 2015 οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 34%, ενώ το Μεσοπρόθεσμο της κυβέρνησης Σαμαρά προέβλεπε μειώσεις κατά 1 δις.
Το 2015 παραλάβαμε το εκπαιδευτικό σύστημα σε συνθήκες ασταθούς ισορροπίας με κύρια στοιχεία την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση. Με κοπιώδεις προσπάθειες καταφέραμε να αποτρέψουμε τα συμφωνηθέντα της προηγούμενης κυβέρνησης με τους δανειστές, ενώ από το 2016 και έπειτα, αυξάναμε τον προϋπολογισμό για την Παιδεία κατά περίπου 200 εκατ. το χρόνο.
Η πολιτική μας αποτυπώνεται πιο έντονα στον προϋπολογισμό του 2019, στον πρώτο μετα-μνημονιακό προϋπολογισμό. Η αύξηση σε σχέση με το 2018 είναι της τάξης του 6.2%, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες του κεκτημένου δημοσιονομικού χώρου προς όφελος της εκπαίδευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, δρομολογήσαμε 15.000 μόνιμες προσλήψεις – μετά από 10 χρόνια συνεχούς αδιοριστίας, ενώ μεριμνήσαμε για 2.000 θέσεις μελών ΔΕΠ και 5.200 νέων ερευνητών στα πανεπιστήμια. Παράλληλα, εγκαθιδρύσαμε τον κανόνα 1:1 στις αποχωρήσεις-προσλήψεις ώστε να επιταχύνουμε την κάλυψη των κενών.
Την ίδια στιγμή, η μεγάλη μεταρρύθμιση της κυβέρνησής μας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η συγκρότηση του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης & Έρευνας και οι συνέργειες μεταξύ πανεπιστημίων και ΤΕΙ, συνοδεύτηκε από οικονομικές ενισχύσεις στα ιδρύματα και επιπρόσθετες επιχορηγήσεις για υποδομές και προσωπικό.
Στην ίδια κατεύθυνση, η στοχευμένη χρήση χρηματοδοτικών εργαλείων μας έδωσε τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε κρίσιμους τομείς της εκπαίδευσης και να αναπτύξουμε σημαντικά προγράμματα για την Ειδική Αγωγή και την Επαγγελματική Εκπαίδευση.
Είμαστε ευχαριστημένοι; Όχι όσο θα θέλαμε. Ωστόσο, καταφέραμε να τερματίσουμε τις διαρκείς μειώσεις, αλλά και αντιστρέψαμε την εικόνα, παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και τις συνεχείς διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Η στόχευσή μας ήταν και παραμένει να προσεγγίσουμε το 4% του ΑΕΠ, συγκλίνοντας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για τη χρηματοδότηση της Παιδείας.
Το σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας για την παιδεία δε συνιστά απλώς δημοσιονομική υποχώρηση, αλλά αποτυπώνει τη μετατόπιση των πολιτικών προτεραιοτήτων.
Αν και η δαπάνη μισθοδοσίας παρουσιάζει αύξηση κατά 3.6%, ο συνολικός αριθμός του τακτικού προσωπικού παραμένει σχεδόν αμετάβλητος. Συνεπώς, η εν λόγω αύξηση αποτυπώνει τις προβλεπόμενες μισθολογικές ωριμάνσεις και ίσως τις ευνοϊκές παροχές των υπηρετούντων στα γραφεία των υπουργών και των γενικών γραμματέων.
Η υπουργός Παιδείας μίλησε εχθές για νέες προσλήψεις που εγγράφονται στον κωδικό της τακτικής μισθοδοσίας, δημιουργώντας εύλογα ερωτήματα. Η εισηγητική έκθεση δεν περιγράφει τίποτα σχετικό και δεν αποσαφηνίζει το χρονοδιάγραμμα.
Πιο ειδικά, οι πιστώσεις του κωδικού 21 είναι αυξημένες κατά περίπου 100 εκατ. ευρώ για την πρωτοβάθμια, την δευτεροβάθμια, την ανώτατη και την ειδική αγωγή. Όμως η αύξηση αυτή καλύπτει οριακά τη μέση τάση των μισθολογικών ωριμάνσεων και δεν αφήνει περιθώριο για τη μισθολογική κάλυψη των νέων προσλήψεων.
Επιπλέον, η προβλεπόμενη δαπάνη των 22 εκατ. του περσινού προϋπολογισμού χάθηκε, καθώς οι 4.500 προσλήψεις στην ειδική αγωγή δεν ολοκληρώθηκαν εντός του 2019. Αντίθετα, η κα Κεραμέως με την έκτακτη επιχορήγηση των πανεπιστημίων με 22 εκατ. ευρώ επιδιώκει να θολώσει το τοπίο. Το ποσό φυσικά δεν είναι τυχαίο. Είναι η προϋπολογισμένη δαπάνη για τις προσλήψεις της ειδικής αγωγής, που η πολιτική ηγεσία του υπουργείου δεν κατάφερε να αξιοποιήσει.
Αν πάλι αναζητήσουμε τις προσλήψεις στον κωδικό 29 με τίτλο «Πιστώσεις υπό κατανομή» του υπουργείου οικονομικών, το νέο Πρόσθετο Ειδικό Αποθεματικό, διαπιστώνουμε πως η σχετική δαπάνη για το 2020 είναι περίπου η μισή σε σχέση με αυτή του 2019. Την ίδια στιγμή, η μέριμνα εξασφάλισης κονδυλίων είναι γενικόλογη και εσκεμμένα ασαφής.
Σε πρόσφατη συνεδρίαση της επιτροπής Οικονομικών, ο υφυπουργός κος Σκυλακάκης ανέφερε πως οι 4.500 μόνιμες προσλήψεις της ειδικής αγωγής πρόκειται να καλυφθούν από το ειδικό αυτό αποθεματικό. Εύλογα ρωτάμε. Τα 11 εκατ. που αφορούν το υπουργείο Παιδείας επαρκούν για τις προσλήψεις 4.500 εκπαιδευτικών, ειδικού επιστημονικού και βοηθητικού προσωπικού; Για πόσο; Για 2 μήνες; Σκέφτεστε να ολοκληρώσετε τη διαδικασία τον Απρίλιο του 2020, ένα χρόνο μετά την προκήρυξη;
Επίσης, παρά τη θετική εξαγγελία για 5.200 μόνιμες προσλήψεις στη γενική εκπαίδευση το 2020, το μέλλον τους είναι αβέβαιο, όπως και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους, καθώς δεν υπάρχει καμία σαφής καταγραφή.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών, οι πιστώσεις έχουν συρρικνωθεί στα 338 εκατ. Μείωση καταγράφεται και στις μεταβιβαστικές δαπάνες κατά 36% (-118 εκατ.), όπως και στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών κατά 33% (-41 εκατ.).
Οι μειώσεις αυτές οφείλονται στην πολιτική που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση για εξεύρεση πόρων με σκοπό να χρηματοδοτήσει τις φοροελαφρύνσεις, προδιαγράφοντας παρεμβάσεις περιοριστικού χαρακτήρα, όπως στο πεδίο της διανομής των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων.
Ο προϋπολογισμός λοιπόν προδιαγράφει με σαφήνεια, τη μείωση ζωτικών πιστώσεων για τη λειτουργία των σχολείων και των πανεπιστημίων. Τη σταδιακή απόσυρση του κράτους από την υποχρέωση χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης και διαμορφώνει συνθήκες όπου η ιδιωτικοποίηση και τα δίδακτρα θα παρουσιάζονται ως η αναγκαία και σωτήρια επιλογή.
Αναφορικά με τα πανεπιστήμια, η μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης έχει ήδη εξαγγελθεί με την επικείμενη αξιολόγηση και τη συγκρότηση της νέας κομματικοκρατούμενης ΑΔΙΠ, η οποία θα κάνει τη δύσκολη δουλειά αντί της κυβέρνησης, αλλά για λογαριασμό της κυβέρνησης.
Η αξιολόγηση που ετοιμάζει η κυβέρνηση για τα πανεπιστήμια θα οδηγήσει πολλά περιφερειακά τμήματα στο μαρασμό και το κλείσιμο, στην εισαγωγή διδάκτρων, την αναζήτηση πόρων εκτός του δημόσιου κορβανά, την οργάνωση ακριβών μεταπτυχιακών, και τελικά, στη μεθόδευση της έμμεσης ιδιωτικοποίησή τους.
Την ίδια στιγμή, το σάλπισμα για υποχώρηση της πολιτείας από τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης εκφράζεται ως σχέδιο απελευθέρωσης του πανεπιστημίου, με στόχο την αυτοδυναμία και την εξωστρέφεια που θα στηρίζει τους νέους ανθρώπους.
Είμαστε βέβαιοι πως η δέσμευση αυτή συνεχίζει το “θετικό έργο” του υπουργείου Παιδείας που περιλαμβάνει την ισοτίμηση των πτυχίων με αυτά των κολλεγίων, την κατάργηση των διετών προγραμμάτων σπουδών για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ, την αναστολή των 37 νέων πανεπιστημιακών τμημάτων, τη μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ, τις διαγραφές των φοιτητών.
Το έργο αυτό είναι φυσικά θετικό για τους λίγους. Για αυτούς που κερδίζουν από την απαξίωση και την υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, για αυτούς που συγκροτούν το παράλληλο, ανταγωνιστικό και σκιώδες σύστημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Των ιδιωτικών συμφερόντων που κατά την περίοδο της κρίσης απώλεσαν 5 δις ευρώ. Περίπου όσο ο κρατικός προϋπολογισμός για τη δημόσια παιδεία.
Στα αυτιά των κυβερνώντων, όλα αυτά ακούγονται ως αριστερή κινδυνολογία. Ωστόσο η διεθνής εμπειρία και ειδικά το παράδειγμα των αγγλικών πανεπιστημίων επιβεβαιώνει το αληθές σενάριο. Μέχρι το 1998 όλα τα ιδρύματα ήταν δημόσια. Τότε ξεκίνησε η εισαγωγή διδάκτρων 1.000 λιρών. Το 2010, οι συντηρητικοί μείωσαν τον προϋπολογισμό για ανάγκες διδασκαλίας κατά 1/3, εξαναγκάζοντας τα πανεπιστήμια να εισάγουν δίδακτρα 9.000 λιρών και μετατρέποντας τους φοιτητές σε πελάτες.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να κάνω μια μικρή αναφορά στη χρηματοδότηση της Έρευνας. Από το 2015 καταγράφεται διαρκής αύξηση και το 2018 υπήρξε διπλασιασμός των δαπανών, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το 1% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, ιδρύθηκε το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας με στόχο την υποστήριξη των νέων επιστημόνων με δράσεις που ξεπέρασαν τα 300 εκατ. Επίσης, δημιουργήθηκαν 10.000 νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, ενώ παράλληλα ενισχύθηκαν οι ερευνητικές υποδομές με 463 εκατ και της καινοτομίας με 860 εκ ευρώ, οδηγώντας την Ελλάδα στη θέση 62 από τη θέση 80, στην καινοτομία (Eurostat).
Η αποκοπή της Έρευνας από το υπουργείο Παιδείας και η υπαγωγή της στο υπουργείο Ανάπτυξης αποτελεί μια οπισθοδρομική πρωτοτυπία, δίχως καμιά διαβούλευση με την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα. Διασπά το ερευνητικό σύστημα της χώρας, παραδίδει την ερευνητική δραστηριότητα στα ιδιωτικά συμφέροντα, υποβαθμίζει τη βασική έρευνα και θέτει σε άμεση αμφισβήτηση το μέλλον των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών. Επίσης, μετά τη μεταφορά της στο υπουργείο Ανάπτυξης, ο προϋπολογισμός της μειώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά του 2017, χωρίς καμιά σαφή εξήγηση.
Το δικό μας στρατηγικό σχέδιο βρίσκεται στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υλοποιεί η κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία αντιλαμβάνεται την εκπαίδευση ως εμπόρευμα, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια σαν επιχειρήσεις, τους μαθητές και τους φοιτητές σαν πελάτες.
Στην παιδεία-εμπόρευμα της ελεύθερης αγοράς, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπαραθέτει την παιδεία-αγαθό της ελεύθερης και δια-βίου επιλογής.
Για το ΣΥΡΙΖΑ, η εκπαίδευση και η έρευνα που συντελείται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και στα δημόσια ερευνητικά κέντρα της χώρας αποτελούν βασικό μοχλό για την ανάπτυξη της χώρας. Η αύξηση των δαπανών επομένως για την εκπαίδευση και την έρευνα, τουλάχιστον στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., αποτελεί άμεση αναγκαιότητα και διεκδικητικό πλαίσιο πάλης, στην πορεία της χώρας για την οριστική έξοδο από την οικονομική κρίση.
Στην κατεύθυνση αυτή θα κινηθούμε αναζητώντας συνοδοιπόρους και συμπαραστάτες τους μαθητές, τους φοιτητές, τους γονείς, τους εργαζόμενους, τους ερευνητές και τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων.
Γιατί για εμάς το κοινωνικό κράτος και τα δικαιώματα αποτελούν την καρδιά του οράματος και του πολιτικού μας προγράμματος. Σε αυτό θα αντιπαρατεθούν η προοδευτική και η συντηρητική αντίληψη για τον 21ο αιώνα και είμαστε πεπεισμένοι πως ο κόσμος της εργασίας και η νέα γενιά θα κινητοποιηθούν για την ανατροπή των πολιτικών που εισηγείστε και που έχουν ολέθρια αποτελέσματα για την πλατιά κοινωνική πλειοψηφία.