«Συνέχεια και συμπλήρωση των προηγούμενων μεταρρυθμιστικών νομοσχεδίων στον τομέα της παιδείας», δήλωσε ότι αποτελεί το νομοσχέδιο για την «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», η Υφυπουργός Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων Μερόπη Τζούφη, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στην Ολομέλεια της Βουλής.
Η Υφυπουργός υπογράμμισε σε όλους τους τόνους ότι τα τα κύρια νομοθετήματα του Υπουργείου Παιδείας έτυχαν εξαντλητικού διαλόγου και αντιπαραθέσεων, σε μία προσπάθεια να υπάρχει σύγκλιση, ευρύτερος διάλογος και οι μέγιστες δυνατές συναινέσεις.
Σημείωσε δε ότι για το παρόν σχέδιο νόμου κατατέθηκαν τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια σχόλια και μάλιστα εδώ συμμετείχε και η Ομοσπονδία των Γονέων Παιδιών με Αναπηρία. Όπως επεσήμανε, έγινε παραγωγική διαβούλευση με γονείς, με επισκέψεις σε σχολεία, με ανοιχτές παρεμβάσεις σε αναπτυξιακά συνέδρια, καθώς και με συναντήσεις με πλήθος φορέων και ομοσπονδιών.
Μιλώντας ειδικότερα για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση (ΕΑΕ), τόνισε ότι στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, ο τομέας αυτός επηρεάζεται πολύ περισσότερο, διότι έχει μεγαλύτερη ευαλωτότητα. «Κατέρρευσαν οι λίγες δομές του κοινωνικού κράτους που υπήρχαν, διότι στην περίοδο της ευμάρειας αυτοί που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο έδωσαν τη δυνατότητα σε μια επέλαση στην ιδιωτική πρωτοβουλία να πλήξει αυτούς τους δύο κύριους τομείς, την παιδεία και την υγεία, όπως και τις δομές της κοινωνικής προστασίας», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Τούτων δοθέντων, υπογράμμισε ότι τα προβλήματα του χώρου της ΕΑΕ δεν είναι αποσυνδεδεμένα από τα γενικότερα προβλήματα της υγείας, της οικογένειας με την αναπηρία, που απαιτούν δομές από τη γέννηση των παιδιών με πολύ περισσότερες δυνατότητες πρώιμης διάγνωσης.
Κατόπιν, η Υφυπουργός σημείωσε ότι σε περιβάλλον δημοσιονομικής ασφυξίας έγινε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να ιδρυθούν νέες δομές: 36 σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, 570 τμήματα ένταξης στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, 38 λειτουργούντα σχολεία υπό διαφορετικό πλαίσιο, τα οποία αυτήν τη στιγμή είναι τα ειδικά επαγγελματικά γυμνάσια και λύκεια. Όλα, λοιπόν, στελεχώθηκαν έγκαιρα και λειτούργησαν την τρέχουσα σχολική χρονιά.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε και στις προσλήψεις που έχουν γίνει σε αυτό το χρονικό διάσυημα: Από 6.000 προσλήψεις το 2014-2015 φτάσαμε στις 10.000 προσλήψεις το 2017-2018, ενώ για πρώτη φορά πήγαν ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί σε γενικά σχολεία, σε σχολεία επαγγελματικής εκπαίδευσης και υλοποιήθηκε στα γενικά σχολεία η αποστολή σχολικών νοσηλευτών.
Αναφερόμενη στο νομοσχέδιο, είπε, μεταξύ άλλων: «Θεωρώ ότι είναι τελείως λαθεμένη η προσέγγιση ότι το ΚΕΣΥ στενεύει τον ρόλο των ΚΕΔΔΥ. Διευρύνει αυτόν τον ρόλο, τον εξασφαλίζει και, ταυτόχρονα, με τις δομές, δηλαδή με τα σχολικά δίκτυα και με τις Επιτροπές Διεπιστημονικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης, καταφέρνει να πετύχει τη διασύνδεση με την τάξη. Επιπλέον, σε αριθμό ιδρύουμε εννέα επιπλέον ΚΕΣΥ κυρίως εκεί που υπήρχαν πολύ μεγάλες ανάγκες του μαθητικού πληθυσμού, δηλαδή στα μεγάλα αστικά κέντρα».
Τέλος, η κ. Μερόπη Τζούφη κάλεσε όλους σε «ευρύτερο δυνατό συναινετικό κλίμα, όχι αντιπαραθέσεις και σε αυτά τα στοιχήματα να προσπαθήσουμε όλοι να δώσουμε στο μέτρο του δυνατού τις απαντήσεις μας, να πάμε δηλαδή πέρα από την ποσοτική αποτίμηση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και είναι θετική, σε μια ποιοτική αποτίμηση της μεταρρύθμισης που προχωρούμε. Και σε αυτό θα χρειαστεί πολλή προσπάθεια».
Ολόκληρη η ομιλία της Υφυπουργού:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ξεκινώ και εγώ με τις αυτονόητες ευχές μου για τα παιδιά που μπήκαν σήμερα στη μάχη των πανελλαδικών εξετάσεων για ψυχραιμία, δύναμη και αντοχή σ’ αυτά και στους γονείς τους, αλλά και στους εκπαιδευτικούς που θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία. Το Υπουργείο είναι εδώ για να εξασφαλίσει το αδιάβλητο και την ομαλή τους διεξαγωγή.
Ειπώθηκαν πολλά πράγματα σήμερα. Θα ήθελα να πω ότι αυτό το νομοσχέδιο είναι συνέχεια και συμπλήρωση των προηγούμενων μεταρρυθμιστικών νομοσχεδίων στον τομέα της παιδείας και γι’ αυτό ενοχλεί, όπως και όλα τα προηγούμενα. Σε όλα είχαμε οξύτατες αντιδράσεις, με έκδηλη συχνά τη λεκτική βία. Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι και οι λέξεις είναι καρφιά, όπως λέει ο Μανώλης Αναγνωστάκης. Αίμα βγάζουν. Η βία μάλιστα πολλές φορές –και το ακούσαμε και σήμερα- γίνεται προσωποποιημένη, εκτρέπεται σε μία προσπάθεια απαξίωσης των αντιπάλων και όχι των επιχειρημάτων που διατυπώνουν.
Επιτρέψτε μου να σας πω, από τη βραχύβια εμπειρία μου αυτά τα τριάμισι χρόνια ως μέλος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, ότι δεν είναι αλήθεια. Όλα τα κύρια νομοθετήματα του Υπουργείου Παιδείας έτυχαν εξαντλητικού διαλόγου και αντιπαραθέσεων και μάλιστα υπάρχουν στην Αίθουσα συνάδελφοι άλλων κομμάτων, των οποίων οι παρεμβάσεις και οι τροπολογίες, παρά τις διαφωνίες που είχαν με τα νομοσχέδια της Κυβέρνησης, από αυτόν τον Υπουργό έγιναν δεκτές σε μία προσπάθεια να υπάρχει σύγκλιση, ευρύτερος διάλογος και οι μέγιστες δυνατές συναινέσεις. Το κατέθεσα και χθες και δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν.
Συζητούν ότι δεν μπήκαν όλα τα άρθρα έγκαιρα στη διαβούλευση. Σε ποια άρθρα, όμως, αναφερόμαστε; Στα άρθρα αυτά που έχουν να κάνουν με την αναδιοργάνωση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, που όλοι θεωρούμε ότι είναι ένας χρησιμότατος θεσμός που μας χρειάζεται για να προχωρήσουμε στην επιμόρφωση; Στα άρθρα αυτά που έχουν να κάνουν με προβλήματα στα οποία οι ίδιοι ζητούσαν ικανοποίηση, όπως, παραδείγματος χάρη, τη ρύθμιση των απουσιών των αθλητών μαθητών, το σημαντικό ζήτημα της κατ’ εξαίρεση εισαγωγής παιδιών με προβλήματα υγείας στην ανώτατη εκπαίδευση, που δίνουμε τώρα τη δυνατότητα να μην χρειάζεται κάθε φορά για καθένα ξεχωριστό νόσημα ξεχωριστή ρύθμιση, αλλά να γίνεται με κοινή υπουργική απόφαση; Για τα άρθρα αυτά που είχαν επείγοντα χαρακτήρα, αυτά και άλλα πολλά που απαιτούσαν άμεση θετική λύση πριν από την έναρξη της καινούργιας ακαδημαϊκής χρονιάς;
Όσον αφορά τα άλλα, η πλειοψηφία τους δηλαδή και ειδικά αυτά στα οποία θα ήθελα να αναφερθώ, που αφορούν την ειδική αγωγή και εκπαίδευση έχουν βγει στη διαβούλευση επί μακρόν.
Πρέπει να σας πω εδώ ότι κατατέθηκαν τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια σχόλια και μάλιστα εδώ συμμετείχε και η Ομοσπονδία των Γονέων Παιδιών με Αναπηρία και τα λάβαμε πολύ σοβαρώς υπόψη. Έγινε παραγωγική διαβούλευση με γονείς, με επισκέψεις σε σχολεία, με ανοιχτές παρεμβάσεις σε αναπτυξιακά συνέδρια, καθώς και με συναντήσεις με πλήθος φορέων και ομοσπονδιών. Ενδεικτικά αναφέρω συναντήσεις με την ΠΕΣΕΑ, με την ΠΟΣΕΕΠΕΑ, αλλά όπως κατέθεσα και πριν και σε ανοιχτές εκδηλώσεις δημόσιου διαλόγου και με την ΕΣΑΜΕΑ, αξιοποιώντας και τη μακρά διαχρονική συνεργασία η οποία υπήρχε. Επομένως, δεν προσπαθούμε να αιφνιδιάσουμε κανέναν.
Απόψεις, όπως ότι η Κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει μία αντιεκπαιδευτική πολιτική σ’ αυτόν τον πολύπαθο χώρο με περικοπές δαπανών, μείωση δομών, ανακάτωμα των ρόλων στο ΚΕΣΥ, να φορτώσει στις πλάτες των οικογενειών τη διάγνωση, να τους καθυστερεί για να αναγκαστούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη ή να καταργηθεί η παράλληλη στήριξη, είναι ένα αναληθές και τρομοκρατικό αφήγημα.
Οφείλω σήμερα να απαντήσω με στοιχεία στην αγωνία των ανθρώπων του χώρου, που τον υπηρετούν με πίστη και κάτω από δύσκολες συνθήκες και οι οποίοι δικαιολογημένα, όταν υπάρχουν αλλαγές, έχουν αγωνία και άγχος.
Βεβαίως, με τον ίδιο τρόπο και πολύ περισσότερο θα πρέπει να απαντήσω στις οικογένειες αυτές που πολλά χρόνια ταλαιπωρούνται σε ένα κλίμα ανασφάλειας και φόβου, αφού είναι δεδομένο ότι όταν υπάρχει κοινωνική κρίση, όπως βίωσε όλη η ελληνική κοινωνία, σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια ο τομέας αυτός επηρεάζεται πολύ περισσότερο, διότι έχει μεγαλύτερη ευαλωτότητα.
Κατέρρευσαν οι λίγες δομές του κοινωνικού κράτους που υπήρχαν, διότι στην περίοδο της ευμάρειας αυτοί που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο δεν φρόντισαν να κάνουν τίποτα σ’ αυτήν την κατεύθυνση κι έδωσαν τη δυνατότητα σε μια επέλαση στην ιδιωτική πρωτοβουλία να πλήξει αυτούς τους δύο κύριους τομείς, την παιδεία και την υγεία, όπως και τις δομές της κοινωνικής προστασίας.
Επομένως, τα προβλήματα του τι κάνουμε στον χώρο της ειδικής εκπαίδευσης δεν είναι αποσυνδεδεμένα από τα γενικότερα προβλήματα της υγείας, της οικογένειας με την αναπηρία, που απαιτούν δομές -για να μην πω προγεννητικά- από τη γέννηση των παιδιών με πολύ περισσότερες δυνατότητες πρώιμης διάγνωσης και, φυσικά, παρέμβασης και, βεβαίως, μακράν από το απαρχαιωμένο μοντέλο που τροφοδοτεί τον διαχωρισμό, την περιθωριοποίηση, το στίγμα, την υποστελέχωση, η οποία ήδη υπήρχε σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Να πω ένα ενδεικτικό παράδειγμα: Δεν υπάρχουν στη χώρα μας ακόμη επίσημες καταγραφές των παιδιών με αναπηρία, ώστε να ξέρουμε και να σχεδιάσουμε πόσα βρίσκονται στις εκπαιδευτικές δομές και τι δομές πραγματικά χρειαζόμαστε.
Προσπαθήσαμε να δώσουμε δείγματα γραφής σ’ αυτήν την κατεύθυνση; Νομίζω αναντίρρητα. Τα έχω καταθέσει και τις προηγούμενες μέρες. Σε περιβάλλον δημοσιονομικής ασφυξίας έγινε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να ιδρυθούν νέες δομές: τριάντα έξι σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, πεντακόσια εβδομήντα τμήματα ένταξης στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τριάντα οχτώ λειτουργούντα σχολεία υπό διαφορετικό πλαίσιο, τα οποία αυτήν τη στιγμή είναι τα ειδικά επαγγελματικά γυμνάσια και λύκεια. Όλα, λοιπόν, στελεχώθηκαν έγκαιρα και λειτούργησαν την τρέχουσα σχολική χρονιά.
Eρωτηθήκαμε γιατί δεν καλύψαμε όλα τα αιτήματα για παράλληλες στηρίξεις. Πράγματι, δεν τα καταφέραμε. Πολλαπλασιάσαμε, όμως, αυτήν τη δυνατότητα -σχεδόν τη διπλασιάσαμε- από τα προηγούμενα χρόνια, διότι, όπως είχα τη δυνατότητα να πω, τα αιτήματα αυτά πολλαπλασιάζονται, γιατί έχουμε πολύ μεγάλη αύξηση των παιδιών με διαταραχές του αυτιστικού φάσματος. Όμως, οι εκπαιδευτικοί -όπως είπα, διπλάσιοι, αλλά μισοί από τα αιτήματα- βρέθηκαν από την αρχή, στην έναρξη της σχολικής χρονιάς, και γι’ αυτό δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία.
Επίσης, έχουν γίνει σ’ αυτό το χρονικό διάστημα περισσότερες προσλήψεις από ποτέ στο ειδικό εκπαιδευτικό και στο ειδικό βοηθητικό προσωπικό. Από έξι χιλιάδες προσλήψεις το 2014-2015 φτάσαμε στις δέκα χιλιάδες προσλήψεις το 2017-2018, ενώ για πρώτη φορά πήγαν ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί σε γενικά σχολεία, σε σχολεία επαγγελματικής εκπαίδευσης και υλοποιήθηκε στα γενικά σχολεία η αποστολή σχολικών νοσηλευτών. Όσα αιτήματα είχαμε καταφέραμε να τα υλοποιήσουμε.
Βεβαίως, προσπαθήσαμε και σε άλλα σχολεία με προβλήματα, όπως είναι τα διαπολιτισμικά σχολεία, τα σχολεία με μαθητές Ρομά, να στείλουμε κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους στα μέτρα των δυνατοτήτων και με τα προβλήματα της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής, την οποία καλούμαστε να υλοποιήσουμε.
Επί του νομοσχεδίου τώρα. Θεωρώ ότι είναι τελείως λαθεμένη η προσέγγιση ότι το ΚΕΣΥ στενεύει τον ρόλο των ΚΕΔΔΥ. Διευρύνει αυτόν τον ρόλο, τον εξασφαλίζει και, ταυτόχρονα, με τις δομές, δηλαδή με τα σχολικά δίκτυα και με τις Επιτροπές Διεπιστημονικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης, καταφέρνει να πετύχει τη διασύνδεση με την τάξη. Επιπλέον, σε αριθμό ιδρύουμε εννέα επιπλέον ΚΕΣΥ κυρίως εκεί που υπήρχαν πολύ μεγάλες ανάγκες του μαθητικού πληθυσμού, δηλαδή στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Θέλω να σας πω κάποια πράγματα σε σχέση με κάποια θέματα που μπήκαν στον διάλογο, όπως ότι εδώ καταρρέουν δομές και αν χρειαζόμαστε παιδοψυχίατρους και γιατί έφυγαν οι παιδοψυχίατροι από το ΚΕΣΥ.
Θα μου επιτρέψετε εδώ να καταθέσω την άποψη της Ελληνικής Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας που με λίγα λόγια λέει το εξής: Οι λίγοι υπηρετούντες παιδοψυχίατροι -παιδονευρολόγοι δεν υπήρξαν ποτέ σ’ αυτά τα κέντρα, ένα πράγμα που λέει το ΚΚΕ και το επαναλαμβάνει, ενώ είναι λάθος- είναι θεράποντες ιατροί και, κατά συνέπεια, δεν μπαίνουν σ’ αυτές τις δομές. Η μέχρι τώρα παρουσία παιδοψυχίατρου στα ΚΕΔΔΥ, αυτών των ελάχιστων περιπτώσεων, είχε περιοριστικό χαρακτήρα και, όταν υπήρχε πρόβλημα, τα παιδιά αυτά παραπέμπονταν στις αντίστοιχες δημόσιες δομές.
Επομένως, τέτοιου τύπου λύσεις δεν μπορούν να δώσουν απάντηση. Θεωρεί ότι οι Επιτροπές Διεπιστημονικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης στελεχωμένες με τους ψυχολόγους μπορούν να παίξουν αυτόν τον βασικό ρόλο και εκείνο που τονίζει είναι τη διασύνδεση των Υπηρεσιών ψυχικής υγείας με τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας.
Το καταθέτω, για να τελειώνει αυτό το αφήγημα.
Επίσης, υπάρχει και το αφήγημα ότι αποκλείονται οι γονείς από την άμεση πρόσβαση στα ΚΕΣΥ. Είναι το άρθρο 11.3.δ΄. Δεν υπάρχει. Θέλω να ξέρουν οι γονείς ότι έχουν τη δυνατότητα άμεσα να απευθύνονται, όπως και πριν, σ’ αυτές τις δομές.
Επίσης, ο συνάδελφος του ΚΚΕ μίλησε για ένα σοβαρό πρόβλημα στο Σχολείο του Αγίου Αθανασίου στη Θεσσαλονίκη. Θέλω να πω εδώ ότι είχα τη δυνατότητα να πάω εκεί, να επισκεφθώ αυτό το Σχολείο. Είναι σε ένα καινούργιο κτήριο. Εκεί, μέσα σε αυτές τις δομές, θα ιδρυθεί ειδικό νηπιαγωγείο. Είναι καλά στελεχωμένο.
Βεβαίως, τα προβλήματα των οικογενειών είναι πολλαπλά και για αυτό προσπαθήσαμε σε αυτή την Κυβέρνηση με προηγούμενα νομοσχέδια να πριμοδοτήσουμε τους γονείς αυτών των παιδιών, ώστε να προσλαμβάνονται σε κοινωνικές δομές, αλλά να τους δίνουμε και τη δυνατότητα για περισσότερη άδεια, ώστε να μπορούν να φροντίσουν τα παιδιά τους.
Προφανώς, δεν θέλω να περιγράψω μια ιδανική κατάσταση και αυτό το ξέρει πολύ καλύτερα όλος ο κόσμος που βρίσκεται σε αυτόν τον πολύπαθο χώρο. Πολλά είναι τα ανοιχτά ζητήματα, ελλείψεις κτηρίων, τεχνολογικού εξοπλισμού, θέματα με τα προγράμματα σπουδών, θέματα με την πρώιμη παρέμβαση, θέματα με την αποκατάσταση, τα οποία απαιτούν μια ολιστική προσέγγιση από όλα τα συναρμόδια Υπουργεία σε συνεργασία με το αναπηρικό κίνημα, τους φορείς, τους γονείς και τις οικογένειες.
Και θέλω να καλέσω όλους εδώ, σε αυτά τα κρίσιμα στοιχήματα, να βρεθεί το ευρύτερο δυνατό συναινετικό κλίμα, όχι αντιπαραθέσεις και σε αυτά τα στοιχήματα να προσπαθήσουμε όλοι να δώσουμε στο μέτρο του δυνατού τις απαντήσεις μας, να πάμε δηλαδή πέρα από την ποσοτική αποτίμηση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και είναι θετική, σε μια ποιοτική αποτίμηση της μεταρρύθμισης που προχωρούμε. Και σε αυτό θα χρειαστεί πολλή προσπάθεια.