«Τομή, που θα δώσει τη δυνατότητα αναστροφής στην μαζική απώλεια του πνευματικού κεφαλαίου του τόπου» χαρακτήρισε η Υφυπουργός Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων Μερόπη Τζούφη το νομοσχέδιο του ΥΠΠΕΘ «, και άλλες διατάξεις». Από το βήμα της Ολομέλειας της Βουλής, η Υφυπουργός ανέπτυξε τα οφέλη που προκύπτουν από την υλοποίηση της μεταρρύθμισης τόσο για την επιστημονική/ακαδημαϊκή κοινότητα, όσο και για την ευρύτερη περιοχή.

Ειδικότερα, η Υφυπουργός ξεκίνησε μιλώντας για την ανείπωτη τραγωδία των τελευταίων ημερών, σημειώνοντας ότι «είναι πράγματι πολύ δύσκολο, αλλά ακόμη και σε τέτοιες στιγμές συνταρακτικής απώλειας, οφείλουμε από τη μια μεριά να υποστηρίζουμε τους ανθρώπους που έχασαν τα πάντα» και «από την άλλη να ανασυγκροτούμε τις δυνάμεις μας και να συνεχίζουμε».

Αφόρου αναφέρθηκε συνοπτικά στα μέτρα υποστήριξης των πυρόπληκτων, ευχαρίστησε ιδιαιτέρως την «αλληλέγγυα προσπάθεια της εκπαιδευτικής κοινότητας», που ανέλαβε το άνοιγμα των σχολείων στην περιοχή με στόχο τη δημιουργική απασχόληση των παιδιών, καθώς και το Σύλλογο Εργαζομένων του Υπουργείου για την παραχώρηση του χώρου της κατασκήνωσης για χρήση από τους πληγέντες.

Όσον αφορά το νομοσχέδιο, η κ. υπογράμμισε ότι «ο Ενιαίος Χώρος Εκπαίδευσης και Έρευνας» αποτελεί ένα στοίχημα της εποχής μας, καθώς συνιστά πεδίο εφαρμογής μιας νέας μεταρρυθμιστικής πολιτικής, που καλείται να αντιμετωπίσει χρόνια προβλήματα στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό περιβάλλον. Υπό την έννοια αυτή», σημείωσε, «καλούμαστε να υπερβούμε συνθήκες, όπως η γεωγραφική απομόνωση, ο κατακερματισμός και οι αλληλοεπικαλύψεις, τα ελλείματα προσωπικού, η σχετικά περιορισμένη αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, η αδυναμία ενσωμάτωσης νέων επιστημόνων και η μαζική φυγή τους σε χώρες και ιδρύματα του εξωτερικού».

Η Υφυπουργός τόνισε ότι το νομοσχέδιο ήταν προϊόν μιας «εξαντλητικής και γόνιμης διαδικασίας διαλόγου με τους εμπλεκόμενους φορείς. Όλες και όλοι μας μετακινηθήκαμε από τις αρχικές μας θέσεις και απόψεις και μέσω του συνθετικού χαρακτήρα του δημόσιου και διεπιστημονικού διαλόγου καταλήξαμε σε ευρύτατες συναινέσεις που αντιμετωπίζονται θετικά και από τις τοπικές κοινωνίες, ξεκινώντας ‘από τα κάτω προς τα πάνω», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ασκώντας κριτική στις αιτιάσεις μερίδας της αντιπολίτευσης, η κ. Τζούφη είπε ότι στη βάση της διαφωνίας είναι η κατάρρευση του παλαιότερου σχεδίου ‘Αθηνά’, το οποίο προέβλεπε συγχωνεύσεις και καταργήσεις Τμημάτων, ΤΕΙ και Πανεπιστημίων. Έκανε λόγο για «αφοριστικά, δηλητηριώδη και απαξιωτικά σχόλια κατά πάντων» (πρυτανικές αρχές, μέλη ΔΕΠ, δήμαρχοι, υπουργοί), χωρίς ωστόσο να διατυπώνεται μια εναλλακτική πρόταση.

Κατά την τοποθέτησή της, η Υφυπουργός υπερασπίστηκε το δημόσιο Πανεπιστήμιο, μιλώντας για «Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στην πρόοδο της επιστήμης και που αξιώνουν να προσφέρουν ακόμη περισσότερο, τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα, την ελληνική και τη διεθνή, όσο και στην ευρύτερη περιοχή που τα φιλοξενεί». Σε αυτό το πλαίσιο, έκανε ενδεικτικές αναφορές στο παρόν νομοσχέδιο, όπως οι προτάσεις για την Νοσηλευτική και τη Γεωπονική Σχολή, το Πολυτεχνείο και το Ερευνητικό Κέντρο, που αποτελούσαν προτάσεις του στρατηγικού σχεδιασμού του Πανεπιστημίου επί σειρά ετών και ως εκ τούτου αξιολογήθηκαν θετικά σε εσωτερικές και εξωτερικές αξιολογήσεις.

Χαρακτήρισε «απολύτως ώριμη τη συνθήκη» για την υλοποίηση μιας κατεύθυνσης που να «συνδέεται με την ανάπτυξη της περιοχής και εντάσσεται στον ευρύτερο αναπτυξιακό σχεδιασμό, με εξωστρεφείς και διασυνοριακές δράσεις, κάτι μάλιστα που αποτελεί όραμα της ευρύτερης κοινωνίας». Ιδιαίτερη μνεία έκανε η κ. Τζούφη και στην ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, με τη δημιουργία των διετών προγραμμάτων σπουδών σε ΑΕΙ.

Μιλώντας ειδικότερα για το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το ΤΕΙ Ηπείρου, δήλωσε εμφατικά ότι αποτελούν μέρος της «βαριάς βιομηχανίας της περιοχής». Όπως επεσήμανε, «ειδικά την περίοδο που διανύουμε, με περιοχές όπως η Ήπειρος -που αποτελεί την ορεινότερη και πιο αραιοκατοικημένη περιφέρεια της χώρας, με ένα από τα χαμηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση-, το νομοσχέδιο αυτό μπορεί να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα απαντήσουν σε προκλήσεις του άμεσου, αλλά και του απώτερου μέλλοντος – ένα σχεδόν πλήρες ίδρυμα με 35.000 φοιτητές».

Ιδιαιτέρως στάθηκε η Υφυπουργός στη διεθνοποίηση των ΑΕΙ, όπως προβλέπεται στο νομοσχέδιο, χαρακτηρίζοντας αυτήν την προοπτική ως «νευραλγικής σημασίας». Όπως τόνισε, τα ΑΕΙ μπορούν να «καταγραφούν στον διεθνή ακαδημαϊκό χάρτη και να συμβάλουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας» και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων», συγκεκριμένα, «μπορεί να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στη Βορειοδυτική Ελλάδα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων».

Καταλήγοντας, η κ. Τζούφη υπογράμμισε ότι η μεταρρύθμιση αυτή αποτελεί «τομή, που θα δώσει τη δυνατότητα αναστροφής στην μαζική απώλεια του πνευματικού κεφαλαίου του τόπου, δίνοντας ευκαιρίες απασχόλησης, προόδου και παραγωγής στους νέους επιστήμονες της χώρας. Οι νέοι και οι νέες αυτού του τόπου, να μπορούν να αξιοποιούν και να θέτουν σε εφαρμογή της ιδέες, τις ικανότητες και την υψηλή τους κατάρτιση εδώ, στο ελληνικό, δημόσιο Πανεπιστήμιο».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025