Ένα βασικό “παράπονο” της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα σήμερα στην περίοδο της κρίσης, είναι ότι δεν τυγχάνει της ανάλογης μέριμνας της πολιτείας, έτσι ώστε να λύνει τα λειτουργικά της προβλήματα και παράλληλα να δέχεται εκείνες τις μεταρρυθμιστικές, προοδευτικές πολιτικές, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες προκλήσεις και ανάγκες των καιρών μας.

Του

Αν δεν υπάρχει ένα συνεχές σχέδιο συνεχούς μετασχηματισμού και αναπροσαρμογής της εκπαίδευσης με βάση τα νέα δεδομένα που θέτουν οι γενικότερες εξελίξεις, τότε αυτή υπολείπεται στο κοινωνικό, πολιτισμικό και εθνικό πεδίο.

Αλλά στις ημέρες μας συμβαίνει και κάτι άλλο επίσης αρνητικό. Επιβάλλεται η θεσμική αποδόμηση της εκπαίδευσης! Το νομοσχέδιο για την και την Κατάρτιση της κυβέρνησης της Ν.Δ. και της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας πλήττει ευθέως τη λειτουργία και την προοπτική της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Με τη διαμόρφωση μεταγυμνασιακής κατάρτισης στομώνει την εκπαιδευτική εξέλιξη των μαθητών.

Είναι δυνατόν σε εποχές κοινωνιών της Γνώσης και της Μάθησης να ωθούνται οι νέοι μας έξω από τους θεσμούς της μόρφωσης και της παιδείας; Ό,τι έχει επιτευχθεί από τη δεκαετία του 1980 με τη μαζικοποίηση και σχεδόν με τη γενίκευση της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επιχειρείται να ανατραπεί.

Σε μια “ημέρα” αλλάζει η νομοθετική οριοθέτηση μεταξύ τυπικής, άτυπης και μη τυπικής εκπαίδευσης, σαν να είναι ένα θέμα μονομερώς και αποκλειστικώς πολιτικό, χωρίς να έχει εκπαιδευτικό περιεχόμενο, χωρίς να έχουν προηγηθεί οι απαραίτητοι μετασχηματισμοί σε αυτές της τρεις όψεις της εκπαίδευσης.

Παράλληλα βαφτίζεται  η αρχική κατάρτιση ως μορφή εκπαίδευσης (!), προφανώς για να υπηρετηθούν με αυθαίρετο και τεχνητό οι σχεδιασμοί του Υπουργείου για την πρόσβαση των νέων από τα ΙΕΚ στα πανεπιστήμια. Το ερώτημα είναι απλό. Έχει η κατάρτιση επαρκή εκπαιδευτική λειτουργία και τα ελάχιστα εκπαιδευτικά προαπαιτούμενα, για να εισαχθεί ένας νέος μέσα από αυτή τη διαδρομή στο πανεπιστήμιο, στο όποιο πανεπιστήμιο;

Προφανώς όλοι οι νέοι πρέπει να έχουν ανοιχτούς τους εκπαιδευτικούς ορίζοντές τους μέχρι το πανεπιστήμιο, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται μέσα από ευνοϊκές νομοθετικές προβλέψεις, χωρίς να υπάρχει το απαιτούμενο επιστημονικό και μορφωτικό υπόβαθρο. Είναι φανερό ότι με αυτό τον τρόπο, η υποβάθμιση των πτυχίων γίνεται πλέον και με τη φροντίδα της πολιτείας.

Έχουμε τον λαϊκισμό και τη χωρίς καμιά συστολή εξυπηρέτηση των ιδιοκτητών των ΙΕΚ σε μια άνευ προηγουμένου διάσταση. Το ερώτημα είναι εκπαιδευτικό και επιστημονικό, που δεν λύνεται με την πρωτοβουλία του ΥΠΑΙΘ. Μπορεί ένας νέος που σταματάει τη σχέση του με την εκπαίδευση στην Γ΄ Γυμνασίου – με δεδομένο ότι η επάνοδός του στη Β΄ τάξη του ΕΠΑΛ δεν έχει εφεξής ουσιαστική γενική παιδεία – να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης;

Η πρόβλεψη για ειδικό ποσοστό εισαγωγής καταδεικνύει ακριβώς αυτή την εκπαιδευτική αδυναμία. Έχουμε τελικά, ένα σύστημα πρόσβασης με όλο και πιο νέες ειδικές ρυθμίσεις, ένα σύστημα χωρίς ουσιαστικό, ορθολογικό, επιστημονικό πλαίσιο. Ένα σύστημα εξυπηρέτησης των κομματικών επιλογών του ΥΠΑΙΘ!

Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη προτείνεται και η μείωση των εισακτέων στα πανεπιστήμια! Επιβεβαιώνεται έτσι η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ. για γενική στόμωση της μορφωτικής διαδρομής των νέων. Ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός απαιτεί αυτό που κλασικά εξαγγέλλει το “φτηνό εργατικό δυναμικό” ακόμα και με τεχνητούς / νομοθετικούς τρόπους που τους εξασφαλίζει το ομόλογο ιδεολογικά κόμμα.

Η δική μας απάντηση, του Κινήματος Αλλαγής, στα μεγάλα ζητήματα των πολλαπλών προκλήσεων των εποχών μας είναι η βαθιά δημοκρατική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και η εισαγωγή της στον ψηφιόκοσμο με παράλληλες πολιτικές επιλογές για την αντιμετώπιση των πολλών ανισοτήτων που καταδυναστεύουν ένα μεγάλο μέρος των νέων. Η πλασματική πανεπιστημιακή ζήτηση μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη συνολική αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Μόνιμη και απόλυτα επιστημονική αντιμετώπιση του συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι το Εθνικό Απολυτήριο (έχουμε διαμορφώσει απόλυτα ολοκληρωμένη πρόταση), όπως είναι και η κρατούσα εικόνα στην Ευρώπη.

Αλλά όλα αυτά όχι μόνο δεν μπορούν να σχεδιαστούν από τη Ν.Δ. αλλά τουναντίον πλήττονται ευθέως. Η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ ασκεί μια αντιμεταρρύθμιση, με πολλές κοινωνικές και πολιτικές και εθνικές επιπτώσεις, όπως κατά επανάληψη έχει κάνει η δεξιά παράταξη στην ιστορία της εκπαίδευσης.