Η Χημεία, αν και -δυστυχώς- διδάσκεται ως μάθημα «Β’ κατηγορίας», αποτελεί μια σπουδαία επιστήμη στον κλάδο των Θετικών Επιστημών. Η Χημεία μας βοηθάει να κατανοήσουμε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Γράφει η Δρ. Άννα Β. Μπαριωτάκη
Ακόμα και ο προβληματισμός που τώρα σας παραθέτω ενώ εσείς διαβάζετε και σκέφτεστε το άρθρο αυτό, είναι μια διεργασία που η Χημεία μπορεί να εξηγήσει, ως ένα σύνολο αντιδράσεων που συμβαίνουν στο «κεφάλι» σας. Η Χημεία μπορεί να εξηγήσει πολλά από όσα συμβαίνουν στο σώμα μας, στην κουζίνα μας, στην Φαρμακευτική και στην Ιατρική επιστήμη, αλλά ακόμα και στην κατανόηση των πιο απλών εννοιών όπως αυτή της αραίωσης!
Στο σχολείο, το μάθημα της Χημείας αρχίζει να διδάσκεται στην Β’ τάξη του Γυμνασίου. Οι μαθητές σε αυτή την τάξη έχουν αποκτήσει ερεθίσματα και την απαραίτητη νοητική ανάπτυξη για να κατανοήσουν τις θεμελιώδεις αρχές. Η διδασκαλία του μαθήματος ξεκινά με βασικές έννοιες της Χημείας, οι οποίες σε όγκο δεν είναι πολλές. Αυτό όμως αλλάζει δραματικά με την εισαγωγή τους στο Γενικό Λύκειο. Όσο προχωράνε τα παιδιά στις τάξεις, η ύλη και οι απαιτήσεις του μαθήματος αυξάνονται και αυτές.
Φέτος, γίνεται άλλη μια προσπάθεια, να ενταχθεί στο Λύκειο η «Τράπεζα Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας». Η εφαρμογή της διάταξης αυτής ισχύει πανελλαδικά (με τον Νόμο υπ’ αριθμ. 4692/2020, άρθρο 9, ΦΕΚ 111/Α/12-6-2020). Συνεπώς στο τέλος της χρονιάς οι μαθητές θα κληθούν να απαντήσουν σε θέματα, τα οποία κατά 50% θα προέρχονται από τους διδάσκοντες καθηγητές του μαθήματος και κατά 50% με τυχαία επιλογή θεμάτων από την «Τράπεζα». Η «Τράπεζα Θεμάτων» εισάγεται αρχικά στους μαθητές της Α’ τάξης του Γενικού Λυκείου και θα τους συνοδεύει στην Β’ και Γ΄ τάξη του Λυκείου. Αυτό αποτελεί άλλη μια προσπάθεια να υπάρξει αμεροληψία και αξιοκρατία στην τελική βαθμολογία και αξιολόγηση των μαθητών, ανεξαρτήτως της ευκολίας ή της δυσκολίας των θεμάτων. Σκοπός μου δεν είναι να κρίνω αυτό το μέτρο, ούτε να παραθέσω τους προβληματισμούς περί της εφαρμοζόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής που εφαρμόζεται στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Εξάλλου το επάγγελμα μου ως Χημικός – Εκπαιδευτικός με παρασύρει πρωτίστως στο κύριο μέλημα μου, που είναι η εκπαίδευση των παιδιών στο μάθημα της Χημείας, με απώτερο σκοπό να την αγαπήσουν και να την εντάξουν στην ζωή τους, όπως εγώ.
Στα πλαίσια, λοιπόν, εφαρμογής της νέας διάταξης για την Τράπεζα Θεμάτων και της συνεχούς αυξανόμενης ύλης στο μάθημα της Χημείας, εκτιμώ ότι ένας μαθητής πρέπει να ξεκινήσει να ασχολείται μεθοδευμένα και οργανωμένα με το μάθημα της Χημείας από τις μικρές τάξεις, ώστε να ανταπεξέλθει με επιτυχία στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Επειδή η σωστή και επιτυχής διδασκαλία του μαθήματος της Χημείας δεν επιτρέπει την λεγόμενη «παπαγαλία», αλλά απαιτεί πολλά περισσότερα, ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός. Η Χημεία είναι η επιστήμη που για να γίνει κατανοητή απαιτεί την πρακτική εφαρμογή και την παρατήρηση (μέσω του πειράματος*). Ένας μαθητής που εξακριβώνει με την βοήθεια της παρατήρησης και της πρακτικής εφαρμογής μια «θεωρητική γνώση», αποκτά ένα πραγματικά συγκριτικό πλεονέκτημα. Η «παπαγαλία» (απομνημόνευση χωρίς πραγματική κατανόηση) κάποια στιγμή -είτε στο εγγύς μέλλον είτε αργότερα- θα αποκαλύψει τα κενά στη μάθηση. Η μεθοδική αναπαραγωγή ενός φαινομένου και η επιβεβαίωση και εξακρίβωση μιας γνώσης, εκτός από εντυπωσιασμό παρέχει και εμπειρία στον εκάστοτε μαθητή.
*Ως πείραμα χαρακτηρίζεται η οποιαδήποτε έμπρακτη δοκιμή ή εφαρμογή θεωρίας προς άσκηση ή μελέτη και γενικά ο κάθε έλεγχος της θεωρητικής γνώσης.
Σίγουρα αυτά μπορεί να μοιάζουν δύσκολα για υλοποίηση από κάποιους εκπαιδευτικούς ή αδιανόητα και μη εφαρμόσιμα για κάποιες άλλες επιστήμες. Ωστόσο, η άρτια κατάρτιση ενός εκπαιδευτικού και η αγάπη για την Χημεία είναι εφόδια που μπορούν να εφαρμοστούν στην σωστή εκπαίδευση του μαθήματος της Χημείας. Ανεξαρτήτως λοιπόν, εκπαιδευτικών πολιτικών και επειδή είμαι σίγουρη ότι εκεί έξω υπάρχουν σπουδαίοι εκπαιδευτικοί -τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, καλώ όλους τους εκπαιδευτικούς που αγαπούν την Χημεία να γίνουν «εμπνευστές» και όχι «καθηγητές».