Τον Μάρτιο θα είναι έτοιμο το νομοθετικό πλαίσιο για την παιδεία των ομογενών
Ποια είναι η ελληνόγλωσση εκπαίδευση στην ομογένεια, ποιες οι προοπτικές βελτίωσης και με πια εργαλεία σε μία εποχή που διέπεται από την λιτότητα; Οικονομικός εξορθολογισμός και νοικοκύρεμα μπορούν να αναβαθμίσουν επίπεδο, λειτουργικότητα και επιδόσεις σε σχέση με την σημερινή συγκεχυμένη κατάσταση;
Σε αυτά τα ερωτήματα απάντησαν ο υφυπουργός Παιδείας και αρμόδιος για την παιδεία των ομογενών Θεοδόσης Πελεγρίνης, ο πρόεδρος της Διυπουργικής Επιτροπής Ελληνόγλωσσης Εκπαίδευσης στο Εξωτερικό, καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Παπακωνσταντίνου, και ο πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας Θεσσαλονίκης Ιωάννης Καζάζης, ενημερώνοντας την Ειδική μόνιμη Επιτροπή Ελληνισμού της Διασποράς στη Βουλή.
Ειδική αναφορά για την ανάγκη ενίσχυσης της ελληνόγλωσης παιδείας στο εξωτερικό έκανε συμφωνα με το dikaiologitika.gr στη συνεδρίαση ο πρόεδρος της επιτροπής Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης, μεταφέροντας την εμπειρία από τη συμμετοχή του στο Τακτικό Συνέδριο Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων και Αδελφοτήτων Ιταλίας και τις συναντήσεις που είχε με την ελληνική ομογένεια στη Νάπολη. Ενώ ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν και η παρουσίαση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο Μόντρεαλ του Καναδά από τον πρόεδρο της εκεί ελληνικής κοινότητας Νίκο Παγώνη. Μιας ανθούσας ελληνικής κοινότητας, την οποία περιέγραψε με περηφάνια ο ίδιος, που ιδρύθηκε το 1909 και υπό ενιαία διοίκηση διαθέτει 6 εκκλησίες, 5 ημερήσια τρίγλωσσα δημοτικά σχολεία, στα οποία περίπου 1.400 μαθητές εκπαιδεύονται στα γαλλικά, στα ελληνικά και στα αγγλικά, ενώ πλαισιώνεται από πολλές κοινωνικές υπηρεσίες.
Η εικόνα του Καναδά, όμως δεν αντανακλά και τη γενική εικόνα της ελληνόφωνης παιδείας της ομογένειας. Μια εικόνα που έδωσε με αριθμούς ο κ. Πελεγρίνης: Σήμερα σε όλη την ελληνική ομογένεια υπάρχουν συνολικά 88 σχολεία, 48 αμιγώς ελληνικά και 40 δίγλωσσα, όπου, πέρα από τη γλώσσα της χώρας όπου υπάγεται το σχολείο, διδάσκεται και η ελληνική. Υπάρχουν 14 ενταγμένα τμήματα και περίπου 283 παροικιακά σχολεία, απογευματινής διδασκαλίας. Για αυτά τα σχολεία της ομογένειας απαιτούνται 800 εκπαιδευτικοί -τους οποίους συντονίζουν 15 συντονιστές- με αναλογία ένας διδάσκων προς 40 διδασκόμενους, η οποία όμως ευσταθεί μόνο ως προς το σύνολο.
Το κόστος για όλο το οικοδόμημα της ελληνόγλωσσης παιδείας στο εξωτερικό ανέρχεται στον προυϋπολογισμό του 2016 σε 9 εκατ. ευρώ.
Υπό την πίεση της ανάγκης νοικοκυρέματος «σε ένα συγκεχυμένο νομοθετικό πλαίσιο», το υπουργείο Παιδείας σε συνεργασία με το υπουργείο Εξωτερικών, όπως είπε ο κ. Πελεγρίνης, συγκρότησε μία ομάδα εργασίας, μία Διυπουργική Επιτροπή, με τη ρητή εντολή έως τις αρχές Μαρτίου να έχει δώσει ένα σφιχτό, συγκροτημένο νομοθετικό πλαίσιο μέσα από το οποίο θα μπορέσει να λειτουργήσει η εκπαίδευση στην ομογένεια. Από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας συμμετέχουν το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, ενώ πρόεδρος της Διυπουργικής Επιτροπής ορίστηκε ένα πρόσωπο αναγνωρισμένου κύρους εκτός της πολιτικής και των υπουργείων, ο καθηγητής Γεώργιος Παπακωνσταντίνου.
Στόχος της Επιτροπής, εξήγησε ο κ. Παπακωνσταντίνου, είναι η αξιολόγηση, υποβολή πρότασης νομοθετικού πλαισίου προς την κυβέρνηση για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό και την κατοχύρωση πιστοποίησης ελληνομάθειας σε όλες τις βαθμίδες. Στο πλαίσιο αυτό, όπως είπε, η επιτροπή επεξεργαζεται ένα σχέδιο απαντήσεων σε συγκεκριμένα ερωτήματα, όπως το πώς θα πρέπει να είναι οργανωμένη η ελληνόγλωσση εκπαίδευση, ποιος ο πάροχος αυτής, πως πρέπει να στελεχώνεται και με ποια κριτήρια επιλογής, πώς θα αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες, πώς θα δημιουργηθεί μια πλατφόρμα επιμόρφωσης.
«Έχουμε πλέον σχηματίσει μια πάρα πολύ καλή εικόνα και γνώση για το τι συμβαίνει στο εξωτερικό, τι συμβαίνει στην ομογένεια, πώς προσφέρεται η εκπαίδευση και κυρίως τα προβλήματα τα οποία υπάρχουν και διαιωνίζονται, εδώ και πάρα πολλά χρόνια».
«Δεν νοείται σήμερα γλωσσική διδασκαλία η οποία δεν καταλήγει σε πιστοποίηση του οποιουδήποτε επιπέδου» τόνισε ο επικεφαλής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας Θεσσαλονίκης, καθηγητής Γιάννης Καζάζης. Ένα Κέντρο που ιδρύθηκε το 1994 από την Πολιτεία, με σκοπό να οργανώσει το θεωρητικό υπόβαθρο και να εφαρμόσει, κατόπιν, ό,τι απορρέει απ’ αυτό για την πιστοποίηση της ελληνομάθειας -όπως πιστοποιούνται οι υπόλοιπες μεγάλες γλώσσες- η οποία έως τότε ήταν άγνωστη στον ελληνικό χώρο.
Το «κλειδί» είναι η πιστοποίηση. Μετά από το τελευταίο ΕΣΠΑ που τελείωσε, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας έχει ένα πανόραμα από ψηφιακά εργαλεία και λογισμικά και υλικά. «Όποιος κατέχει την πιστοποίηση μπορεί να την εξαργυρώσει στην αγορά εργασίας και αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς και για τα παιδιά μας στην ομογένεια», προσέθεσε, επισημαίνοντας ότι ιδιαίτερα σημαντική είναι η πιστοποίηση και των δασκάλων της ελληνικής γλώσσας, οι οποίοι μπορεί να είναι φιλόλογοι ή όχι, αλλά πρέπει να ειδικευτούν σε αυτόν τον πολύ ειδικό τεχνικό τρόπο διδασκαλίας της ελληνικής. Και συμπλήρωσε:
Πρέπει όλοι να πιστοποιούνται στο εξωτερικό για να μπορούν να στηρίζουν την ελληνόγλωσση εκπαίδευση από το εξωτερικό και όχι εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
Βασικό εργαλείο είναι η εφηρμοσμένη από το Κέντρο ψηφιακότητα, όπου το πρόγραμμα «Εξ αποστάσεως διαδρομές» έχει καταφέρει ως τώρα να πιστοποιήσει, στα 10 χρόνια λειτουργίας του, 3.500 εκπαιδευτικούς, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να μπορούν να ασκούν το επάγγελμά τους στο εξωτερικό, αντί να επιβαρύνεται υπέρογκα η ελληνική Πολιτεία στέλνοντας αποσπασμένους με απλό ή διπλό ή τριπλό επιμίσθιο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι εδώ και δεκαπέντε χρόνια γίνονται κάθε χρόνο οι σχετικές εξετάσεις στα τέλη Μαΐου, σε 150 εξεταστικά κέντρα σ’ όλο τον κόσμο, συνήθως Ππανεπιστήμια, και λαμβάνουν μέρος γύρω στους 5.000 υποψηφίους.
Στη συνεδρίαση δεν μπορούσε να μην αναφερθεί και το θέμα της καθιέρωσης «Παγκόσμιας Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού» την 20η Μαΐου, μια προσπάθεια που βρίσκεται, όπως εξήγησε ο επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού Μιχάλης Κόκκινος, στο τελικό στάδιο των υπογραφών από τα συναρμόδια υπουργεία, ώστε να καθιερωθεί αρχικά στην Ελλάδα βάσει Προεδρικού Διατάγματος και από εκεί να προχωρήσει σε παγκόσμιο επίπεδο στον OHE και στην Unesco.
«Η ελληνοφωνία είναι ένα σημείο ορόσημο και θα προχωρήσει», τόνισε ο κ. Κόκκινος, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι «η Διυπουργική Επιτροπή είναι ένα τεράστιο εργαλείο, που με άξονες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, θα καταφέρει να συνθέσει τη διαφορετικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων, ώστε να κάνουμε έναν σύγχρονο νόμο, γιατί ο παλιός δεν έπαιξε το ρόλο που έπρεπε να παίξει» γιατί «και οι καιροί αλλάζουν, αλλά το χρέος παραμένει: πρέπει να κρατήσουμε την γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας ζωντανό».
Στην τεράστια αξία της διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού, αλλά και στα δυσεπίλυτα προβλήματα της παιδείας στο εξωτερικό αναφέρθηκαν αρκετά μέλη της Επιτροπής, διατυπώνοντας προτάσεις και προβληματισμούς, όπως η περαιτέρω συρρίκνωση των κονδυλίων σταδιακά τα τελευταία χρόνια, τα οποία το 2007 ανέρχονταν στα 62 εκατ. ευρώ, το 2013 μειώθηκαν στα 30 εκατ., το 2015 στα 12 και τώρα στα 9 εκατ. ευρώ.
«Τόσα είναι τα λεφτά με αυτά πρέπει να κινηθούμε, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές», απάντησε, μεταξύ άλλων ο κ. Πελεγρίνης, τονίζοντας ότι αυτό που προέχει είναι η χρηστή διαχείριση. «Γνωρίζετε κυρίες και κύριοι βουλευτές», είπε χαρακτηριστικά, «ότι το 37% των εκπαιδευτικών από τους 800 που σας ανέφερα που υπηρετούν στα σχολεία δεν είναι καθηγητές δάσκαλοι των ελληνικών, είναι άλλων ειδικοτήτων; Γιατί θα πρέπει να στέλνουμε από εδώ φυσικούς και χημικούς να διδάσκουν εκεί και να μην είναι καθηγητές δάσκαλοι από τις χώρες όπου υπάρχουν και να τους πληρώνει το κράτος εκεί; Τέτοιου είδους κλίμακας οικονομία πρέπει να γίνει, όχι να υποβαθμιστεί η Παιδεία».