Υπό Παναγιώτη Σ. Παναγιωτόπουλου,
Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών στην ROMFEA.GR
Είναι γνωστό σε όλους ότι στο Προοίμιον του ισχύοντος Συντάγματος γίνεται ρητή επίκληση: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Επίκληση, η οποία υπάρχει σε όλα τα Συντάγματα του Ελληνικού Κράτους, πλην αυτού του 1927.
Παράλληλα, στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού».
Η προέλευση της διάταξης ανατρέχει στη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (1821) και έκτοτε την συμπεριέλαβαν όλα τα κατοπινά Συντάγματα.
Περαιτέρω, στην ίδια διάταξη του άρθρου 3 ορίζεται ότι: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις».
Προσέτι, με τη διάταξη του άρθρου 13 του ιδίου Συντάγματος, κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας αφ’ ενός (παρ. 1) και η ελευθερία εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ’ ετέρου (παρ. 2).
Από δε την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Τέλος, το άρθρο 14 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει πότε κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση εφημερίδων και εντύπων μετά την κυκλοφορία τους, με παραγγελία του Εισαγγελέα, για προσβολή, μεταξύ άλλων περιπτώσεων,«της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας».
Από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, συνάγεται με σαφήνεια, όπως έχει κριθεί με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), ενόψει του ότι η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού πρεσβεύει την Ορθόδοξη πίστη και ακολουθεί την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία [ΣτΕ 2176/1998, ΣτΕ 3356/1995, ΣτΕ 3601/1990, ΣτΕ 3533/1986, όλες ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], όπως τούτο μαρτυρείται τόσο από την γενόμενη στο Προοίμιον, επίκληση της «Αγίας Τριάδος», όσο και από τη διάταξη του άρθρου 3, με το οποίο το Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα χαρακτηρίζεται ως «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», ότι σκοπός της παρεχόμενης στα σχολεία παιδείας είναι, μεταξύ άλλων, και η «ανάπτυξη» σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό [έτσι ρητώς, ΣτΕ 2176/1998, ΣτΕ 3356/1995, ΔιοικΕφετΧανίων 115/2012, όλες ΤΝΠ ΜΟΜΟΣ] της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος [βλ. τις ως άνω αποφάσεις ΣτΕ].
Στην πλέον πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ, τονίζεται ρητά ότι σκοπός της παρεχόμενης παιδείας είναι η «ανάπτυξις εις τουλάχιστον επαρκή βαθμόν, της θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων συμφώνως προς τας αρχάς του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθησις από τους μαθητάς, οι οποίοι ανήκουν εις την κατ’ Ανατολάς Ορθόδοξον Χριστιανικήν Εκκλησίαν, του αντιστοίχου μαθήματος των θρησκευτικών» [ΣτΕ 2176/1998, όπ.π.].
Ακόμη, τονίζεται στην άνω απόφαση του ΣτΕ, αλλά και σε άλλες αποφάσεις του, ώστε να έχουμε παγία επί του θέματος νομολογία, ότι προκειμένου να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος και να καταστεί η «ανάπτυξις εις τουλάχιστον επαρκή βαθμόν» της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών και δη«συμφώνως προς τας αρχάς της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως», «επιβάλλεται όπως η Πολιτεία, δια της λήψεως των καταλλήλων, κατά περίπτωσιν, νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων, εξασφαλίζει την διδασκαλίαν του μαθήματος των θρησκευτικών εις τους μαθητάς και δη να την εξασφαλίζει επί ικανόν αριθμόν ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως» [ΣτΕ 2176/1998, όπ.π.].
Τούτο σημαίνει, όπως νομολογεί το ΣτΕ, ότι η διδασκαλία του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος είναι υποχρεωτική στα σχολεία, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθησή του από τους μαθητές οι οποίοι ανήκουν στην «κατ’ Ανατολάς Ορθόδοξον Χριστιανικήν Εκκλησίαν», το δε μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να διδάσκεται σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας [ΣτΕ 2176/1998, ΣτΕ 3356/1995, ΣτΕ 3533/1986, ΔιοικΕφΑθηνών 299/1988, ΔιοικΕφετΧανίων 115/2012, όλες ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως [ΔιοικΕφετΧανίων 115/2012].
Μάλιστα το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τις ως άνω αποφάσεις του, προβαίνει σε παραπομπή στις διατάξεις του Ν. 1566/1985 για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σύμφωνα με τις οποίες «Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών […] Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές : α) Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη για τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης […]» (άρθρο 1) και ιδιαίτερα για το Λύκειο, το σχολείο πρέπει να βοηθεί τους μαθητές «Να συνειδητοποιούν την βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους» (άρθρο 6 παρ. 2).
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές, σύμφωνα με τη νομολογία των Δικαστηρίων μας, ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, επιδεικνύων τον απόλυτο σεβασμό του προς την Ορθοδοξία και «αναγνωρίζοντας τον υψηλό παιδαγωγικό ρόλο του μαθήματος των θρησκευτικών», «επιβάλλει την υποχρέωση και το καθήκον στο Κράτος να εξασφαλίζει στους μαθητές εκτός από τη γενική παιδεία και την ανάπτυξη (της εθνικής και) της θρησκευτικής συνείδησης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται σε επαρκή βαθμό η διδασκαλία του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος», ο δε ειδικότερος αυτός σκοπός υλοποιείται «με την πρόβλεψη του μαθήματος των θρησκευτικών ως υποχρεωτικού μαθήματος του σχολικού προγράμματος» και το οποίο «πρέπει να διδάσκεται προεχόντως σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας» [έτσι ΔιοικΕφετΧανίων 115/2012, όπ.π., με την εκεί αναφορά στη νομολογία του ΣτΕ, σε αποφάσεις του ΕυρΔΔΑ, και με παραπομπές στη θεωρία, όπως στις σύμφωνες περί των ανωτέρω απόψεις των Ι. Κονιδάρη, Α. Μαρίνου, Γ. Κρίππα και Κ. Χρυσόγονου].
Όπως έχει κριθεί δε, με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, «ως θρησκευτική συνείδηση», κατά το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, «νοείται αυτή που διαμορφώνεται σύμφωνα με την πατροπαράδοτη ορθόδοξη χριστιανική πίστη, την οποία πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, και όχι γενικώς η θρησκειολογική συνείδηση,σύμφωνα με την οποία ο ανώριμος μαθητής του δημοτικού σχολείου θα πρέπει να γίνεται κοινωνός όλων ή των κυριοτέρων θρησκειών ή χριστιανικών δογμάτων, ώστε αυτός και μόνο να επιλέξει, όταν ωριμάσει πνευματικώς, την θρησκεία ή το δόγμα της αρεσκείας του» [ΔιοικΕφΑθηνών 299/1988, όπ.π.].
Συνεπώς, γνώμες και απόψεις που αντιμάχονται τις ως άνω θέσεις νομολογίας και θεωρίας και επιχειρούν να θέσουν σε ήσσονα και υποδεέστερη θέση την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, ευρίσκονται μακράν και πέραν του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος και των κείμενων νόμων.