Ὑπὸ τῆς Ξανθ. Συριοπούλου, Φιλολόγου
(Ἄρθρο δημοσιευμένο τὸ 1978, στὸ περιοδικὸ «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ»)
. Πολὺς λόγος ἄρχισε νὰ γίνεται τελευταῖα σχετικὰ μὲ τὸ Κρυφὸ Σχολειό, δηλαδὴ μὲ τὸ ἂν ὑπῆρξε στὴν πραγματικότητα κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας ἤ ἄν εἶναι ἁπλὸς μῦθος.
. Ἀφορμὴ νὰ πολυσυζητηθῆ τὸ θέμα ἔδωσε ἡ ἑξῆς προσθήκη στὴ μεταγλωττισμένη Ἱστορία τῆς Γ´ Λυκείου σελ. 173: «Σύμφωνα μὲ τὰ τελευταῖα πορίσματα τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήμης τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ εἶναι μῦθος καὶ δὲν ὑπῆρξε στὴν πραγματικότητα. Περισσότερο ἀπὸ ἕνας αἰώνας εἶναι τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ καλύπτεται ἀπὸ τοὺς ὑπέρμαχους τῆς μυθολογίας τοῦ Κρυφοῦ Σχολείου»[1].
. Εἶναι λοιπὸν μῦθος τὰ ὅσα γνωρίζαμε ὣς τώρα γιὰ τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ ἀπὸ τὴν παράδοσι, τὴν Ἱστορία καὶ τὸ Σχολεῖο; ἤ εἶναι μήπως πλάνη νὰ ὑποστηρίζη κανεὶς τὰ παραπάνω «πορίσματα», ποὺ ἀποδίδονται στὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη;
Ι. Ποῦ στηρίζεται ἡ ἄρνησι τῆς ὑπάρξεως τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ
. Τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ προβάλλουν ὅσοι ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξι τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ συνοπτικὰ εἶναι τὰ ἀκόλουθα: 1) Ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἱστορικὴ μαρτυρία, ποὺ νὰ βεβαιώνη τὴν ὕπαρξι Κρυφοῦ Σχολειοῦ, γνώμη, ποὺ ὑποστήριξε ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης καὶ ὁ Μανουὴλ Γεδεών[2]. 2) Ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀπαγόρευαν τὴν Παιδεία καὶ ἑπομένως δὲν ὑπῆρξε λόγος νὰ γινόταν κρυφά, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ φαναταστῆ ὁ ἀμόρφωτος Ἀσιάτης τί συνέπειες θὰ εἶχε γιὰ τὴν τουρκικὴ αὐτοκρατορία ἡ μόρφωσι τῶν Ἑλλήνων[3].
3) Ὅτι, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι χρησιμοποιοῦσαν Ἕλληνες μορφωμένους σὲ καίριες θέσεις τοῦ Τουρκικοῦ κράτους (διερμηνεῖς κ.λπ.). εἶχαν λόγους νὰ προστατεύουν τὴν Παιδεία. 4) Ὅτι τὰ προνόμια προστάτευαν τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὸ ἔργο τῆς Παιδείας. καὶ 5) Ὅτι τόποι, ποὺ ἀναφέρονται ὡς Κρυφὰ Σχολειὰ εἶναι τόσο ἀπόκρημνοι καὶ ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὶς κατοικημένες περιοχές, ὥστε θὰ ἦταν ἀπίθανο νὰ μετακινηθοῦν παιδιὰ καὶ νὰ βρεθοῦν μακριά, χωρὶς τὸν φόβο καὶ τὸν κίνδυνο τοῦ δυνάστη.
ΙΙ. Γιατὶ στερεῖται ἐπιστημονικῆς βάσεως ἡ ἄρνησι
. Τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ παραπάνω ἐπιχειρήματα δὲν εἶναι θεμελιωμένα κατὰ τρόπο ἐπιστημονικό, ἀλλὰ ἔχουν μᾶλλον τὴ μορφὴ εἰκασιῶν, ἐπιτρέπουν τὴν ἔρευνα γιὰ μιὰ πιὸ ὑπεύθυνη ἀντιμετώπισι τοῦ θέματος.
. Βέβαια, ἁπλᾶ γιὰ κάθε ἀπροκατάληπτο κριτὴ τῆς ἐθνικῆς μας Ἱστορίας ἀδιάσειστη ἀπόδειξι τῆς ὑπάρξεως καὶ λειτουργίας τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ εἶναι τὸ ὅτι ἐπιβιώσαμε σὰν Ἔθνος. Γιατὶ πῶς ἀλλιῶς ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι διετήρησε τὸ Ἔθνος ἐπὶ ἑνάμισυ σχεδὸν αἰῶνα, ἀπὸ τὸ 1453 ἕως τὸ 1593, ὁπότε ἀρχίζουν νὰ ἱδρύωνται Σχολεῖα, τὴν Ὀρθόδοξο πίστι του, τὴ γλῶσσα του, τὴν ἐθνικὴ του αὐτοσυνειδησία; Φυσικὰ εἶναι ἀδιανόητο νὰ μὴ χάση τὴν ἰδιοτυπία του τόσο χρονικὸ διάστημα βυθισμένο στὸ σκοτάδι.
. Ἀλλὰ ἄς δοῦμε τὰ παραπάνω ἐπιχειρήματα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἐνδείξεων καὶ τῶν μαρτυριῶν, ποὺ ὑπάρχουν στὴ διάθεσί μας.
. 1. Τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὴ μαρτυρία σύγχρονη μὲ τὸ Κρυφὸ Σχολειό, ὅπως ἄλλωστε καὶ γιὰ τὰ περισσότερα γεγονότα τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγῆ ὡς argumentum ex silentio (ἀπόδειξις ἐκ τῆς σιγῆς) τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο εἶδος συλλογισμοῦ, κατὰ τρόπο ἀναμφισβήτητο στὸ συμπέρασμα, ὅτι τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ εἶναι μῦθος καὶ νὰ προβάλλεται τοῦτο ὡς «πόρισμα» τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήμης καὶ μάλιστα ἄξιο νὰ περιληφθῆ σὲ σχολικὸ ἐγχειρίδιο!…
Τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Σχολεῖο αὐτὸ ἐλειτούργησε κρυφὰ εἶναι ἕνας βασικὸς λόγος, ποὺ ἐξηγεῖ γιατὶ δὲν μνημονεύεται αὐτὸ σ᾽ ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς, στὰ ὁποῖα νὰ στηριχθοῦν οἱ ἱστορικοὶ καὶ νὰ γράψουν σχετικὰ.
. 2. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο ἐπιχείρημα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀπαγόρευαν τὴν Παιδεία καὶ ἑπομένως δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ γινόταν κρυφά, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθῆ ἀμόρφωτος Ἀσιάτης τί συνέπειες θὰ εἶχε γιὰ τὴν Τουρκικὴ αὐτοκρατορία ἡ μόρφωσι τῶν Ἑλλήνων[4], ἄν καὶ ὁ Ἰ. Ρίζος Νερουλὸς ὑποστηρίζει σταθερὰ τὴν ἀντίθετη ἄποψι γράφοντας ὅτι «Οἱ Τοῦρκοι ἀπηγόρευσαν αὐστηρότατα τὴν ἵδρυσιν δημοσίων σχολείων, ἀπὸ φόβον μήπως οἱ Χριστιανοὶ μορφωμένοι γίνουν δοῦλοι ἐπικίνδυνοι καὶ δυσκολοκυβέρνητοι»[5], ἡ ἀπάντησι εἶναι ἁπλῆ: Δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ καταλαβαίνη ὁ Τοῦρκος τὶ συνέπειες θὰ εἶχε ἡ μόρφωσι τῶν Ἑλλήνων γιὰ νὰ τὴν ἀπαγορεύση. Τὸ ἔκανε ἀπὸ μῖσος πρὸς τὸν ἀλλόθρησκο ραγιᾶ, ὡς ἐκδήλωσι καταπιέσεως καὶ δεσποτισμοῦ. Τὸ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐπιέζοντο καὶ ἐβασανίζοντο καὶ ἐστεροῦντο πάσης ἐλευθερίας εἶναι γεγονὸς πανθομολογούμενο. Ὁ Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος ἀποφαίνεται: «Ὅθεν τὸ καθ´ ἡμᾶς δὲν διστάζομεν νὰ κηρύξωμεν ὅτι ἰδίως συμπαθοῦμεν πρὸς τὴν μεγάλην ἐκείνην τῶν Ἑλλήνων μερίδα, οἵτινες παρέμειναν εἰς τὰς πατρίους ἑστίας, συνεχίζοντες τὸ ἔργον τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ καταπιεζόμενοι, βασανιζόμενοι, θανατούμενοι, ἀλλὰ σώζοντες τὸ ἀνεκτίμητον κειμήλιον τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος»[6].
. Καὶ ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ἀπ. Βακαλόπουλος γράφει γιὰ τὶς αὐθαιρεσίες τῶν Τούρκων. «Ἡ σκληρότητα καὶ ὑπεροψία τῶν μουσουλμάνων καὶ οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες καταπιέσεις καὶ ὑβριστικὲς διατάξεις θρησκείας καὶ κράτους ἦταν ἀκριβῶς ἐκεῖνα ποὺ κράτησαν ἀγεφύρωτο τὸ χάσμα μεταξὺ κατακτητῶν καὶ κατακτημένων….»[7]. Ἐπίσης γράφει ὅτι ἡ σκλαβιὰ γίνεται ἀφόρητη, ἀληθινὸ μαρτύριο. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι στὸν Πόντο χρησιμοποιοῦσαν τὸ ρῆμα «τουρκοπαιδεύω» μὲ τὴν ἔννοια τιμωρῶ σκληρότατα[8].
. 3. Ὅσο γιὰ τὸ ἄλλο ἐπιχείρημα ποὺ προβάλλουν, ὅτι ἐφ᾽ ὅσον ἐχρησιμοποιοῦσαν οἱ Τοῦρκοι Ἕλληνες μορφωμένους σὲ καίριες θέσεις, ὅπως π.χ. Μεγάλους Διερμηνεῖς καὶ ἡγεμόνες Βλαχίας καὶ Μολδαυίας καὶ ὅτι γι´ αὐτὸ εἶχαν λόγους νὰ προστατεύουν τὴν παιδεία, ἀπαντοῦμε: Εἶναι πολὺ ἀνίσχυρο τὸ ἐπιχείρημα αὐτό. Γιατὶ οἱ Τοῦρκοι ἐχρησιμοποίησαν σ᾽ αὐτὲς τὶς θέσεις Φαναριῶτες ποὺ εἶχαν μορφωθεῖ στὸ ἐξωτερικὸ ἤ στὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως· τοὺς εὕρισκαν ἕτοιμους καὶ τοὺς χρησιμοποιοῦσαν, χωρὶς ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ τὴν μόρφωσί τους. Γιατὶ ἄν κατέβαλλαν οἱ ἴδιοι φροντίδα, θὰ προσπαθοῦσαν νὰ προωθήσουν στὶς διακεκριμένες ἐκεῖνες θέσεις μόνον Ἕλληνες, ποὺ εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει ἤ γενίτσαρους. Ἄλλωστε τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ ἔδινε στοιχειώδεις γνώσεις καὶ ὄχι μόρφωσι κατάλληλη γι᾽ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀνελάμβαναν ὑπεύθυνες θέσεις στὴν Ὑψηλὴ Πύλη.
. 4. Ὅσο γιὰ τὸ ἄλλο ἐπιχείρημα ποὺ προβάλλουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἶχε ἀναλάβει καὶ ἔφερε εἰς πέρας τὸ ἔργο τῆς Παιδείας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, ἐπροστατεύετο μὲ προνόμια καὶ ἑπομένως μποροῦσε ἡ Παιδεία ἐλεύθερα νὰ ἀσκῆται καὶ ὄχι κρυφά, γιατὶ δὲν ἐμποδιζόταν ἡ Ἐκκλησία στὸ παιδευτικό της ἔργο, ἀπαντοῦμε: Ναὶ μὲν κατ´ ἀρχὰς ἐχορηγήθηκαν προνόμια στὴν Ἐκκλησία, ἔχουμε ὅμως κατὰ καιροὺς σουλτάνους, οἱ ὁποῖοι στρέφονται κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς Κ. Παπαρρηγόπουλος τὸ ἀρχικὸ βεράτιο παρεβιάσθη ἐπανειλημμένα καὶ ὡς πρὸς τὸν ὅρον ὅτι οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταβληθοῦν εἰς ὀσμονικὰ εὐκτήρια: Συγκεκριμένα γράφει: «Ἀλλ᾽ ὁ κατακτητής, κατ᾽ αὐτὴν τὴν ὁμολογίαν τῶν μωαμεθανῶν ἱστοριογράφων, μετέβαλεν ἐν μόνῃ τῇ Κωνσταντινουπόλει 12 ἐκκλησίας εἰς τζαμία, ὁ δὲ υἱὸς καὶ διάδοχος αὐτοῦ Βαγιαζὴτ Β´ 10, ὁ δὲ τούτου υἱὸς καὶ διάδοχος Σελὴμ Α´ ἄδηλον μὲν ἀκριβῶς πόσας, βεβαίως ὅμως τὰς πλείστας καὶ καλλίστας τῶν περιλειπομένων. Πλὴν τούτου ὁ Σελὴμ Α´ ἐβουλεύθη τι ἔτι δεινότερον, τὴν σφαγὴν ὅλων τῶν Χριστιανῶν ὅσοι δὲν ἤθελον ἀποδεχθῆ τὸν ἰσλαμισμόν»[9]…
. Καὶ ἀπὸ μὲν τὸ σατανικὸ σχέδιο τοῦ Σελὴμ Α´ ὡς ἐκ θαύματος ἐσώθη ἡ Ἑλλάς, ἀλλὰ τὰ δεινὰ δὲν ἐτελείωσαν. Ἐπίσης ὁ Σουλεϊμὰν ὁ μεγαλοπρεπὴς (1520-1566) ἀνανέωσε μὲ βεράτιο τὰ προνόμια, ποὺ εἶχαν δοθῆ, ἀλλὰ αὐτὰ ἐτηροῦντο χάριν χρηματισμοῦ. Ὁ Σελὴμ Β´ ὁ λεγόμενος μέθυσος, αὔξησε τοὺς φόρους.
. Ὁ Μουρὰτ ὁ Γ´ (1574-1595) διενοήθη νὰ ἐφαρμόση τὸ σχέδιο τοῦ Σελὴμ Α´ καὶ νὰ ἐξαφανίση τὸν Ἑλληνισμό, καὶ ὁ Μεχμὲτ Γ´ (1595-1669) ὑπῆρξε ἀπανθρωπότατος[10].
Ἀπόδειξις τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὠμότητος τῶν Τούρκων εἶναι καὶ οἱ Νεομάρτυρες, ποὺ παρουσιάζονται ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι πρόθυμοι νὰ θυσιασθοῦν γιὰ τὴν πίστι τους καὶ δὲν διειλιάζουν οὔτε ἐμπρὸς στὰ πιὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Τὴν φλόγα τους αὐτή, ποὺ τοὺς κινεῖ στὸ μαρτύριο, τὴν τρέφει ὄχι μόνον ὁ βαθὺς θρησκευτικὸς ζῆλος, ἀλλὰ γενικὰ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς μισσαλοδοξίας καὶ τῆς τυραννίας… Οἱ Νεομάρτυρες στὴν πραγματικότητα ἦσαν καὶ ἐθνομάρτυρες[1].
. Ἑπομένως κατὰ περιόδους ἡ Ἐκκλησία ἐδιώκετο, τὰ δὲ προνόμια διετηροῦντο φαινομενικά. Φανερὰ μὲν παρουσιάζετο ὅτι δῆθεν ἐπροστατεύετο ἡ Ἐκκλησία, οὐσιαστικὰ ὅμως ἐδιώκετο, πρᾶγμα ποὺ ἐξηρτᾶτο καὶ ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε τοπικὴ διοίκησι. Ἑπομένως ἦταν φυσικὸ κατὰ τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα νὰ γίνη κρυφὰ προσπάθεια, γιὰ τὴν διατήρησι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης.
. 5) Ὅσο γιὰ τὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα, ὅτι τόποι ποὺ μέχρι σήμερα ἐδεικνύονται ὡς Κρυφὰ Σχολειὰ κυρίως σὲ Μονές, ὅπως τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ τῆς Μονῆς Φιλοσόφου-Δημητσάνης, ἦσαν τόσο πρόβλημα καὶ ἑπομένως ἀπίθανο νὰ μετακινηθοῦν παιδιὰ καὶ νὰ βρεθοῦν τόσο μακριά, χωρὶς τὸν φόβο καὶ τὸν κίνδυνο τοῦ δυνάστη, σημειώνουμε:
. Τὰ Μοναστήρια, ποὺ κατὰ τὴν Βυζαντινὴ περίοδο ἦσαν τὰ κυριώτερα κέντρα παιδείας, ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο, ποὺ εἶχαν, καὶ μετὰ τὴν Ἅλωσι· πολὺ περισσότερο τώρα ποὺ ἔβλεπαν ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη μορφώσεως. Ἑπομένως ψυχὲς ζηλωτῶν καὶ ὁσίων ὀργάνωσαν στὰ Μοναστήρια τὴν ἰδιότυπη ἐθνικὴ ἀντίστασι σὲ ἔκτακτες περιστάσεις. Ἄλλωστε καὶ τὸ ἰδανικὸ τῆς «κατὰ Θεὸν μορφώσεως» (τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα) εἶναι Βυζαντινό[2]. Κατὰ τὴ μακροχρόνια καὶ ὀδυνηρὴ περίοδο τῆς δουλείας οἱ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας ἦσαν ὁδηγοὶ καὶ ποιμένες καὶ οἱ ἱερὲς Μονὲς ἦσαν φυτώρια τῶν γραμμάτων[3] κέντρα στοιχειώδους παιδείας ἤ καὶ ἐργαστήρια ζωγραφικῆς, ἀντιγραφῆς κωδίκων κ.λπ. στηρίγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἔμμεσα τοῦ Ἑλληνισμοῦ[4].
. Συνεπῶς τὰ Μοναστήρια ἦταν φυσικὸ νὰ ἀναλάβουν τὴν Παιδεία. Ὅσο γιὰ ἐκεῖνα ποὺ βρισκόντουσαν μακριὰ εἶναι δυνατὸ ἀφ᾽ ἑνὸς νὰ πήγαιναν τὰ παιδιὰ μὲ τοὺς γονεῖς τους, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν καὶ τὶς λατρευτικὲς ἀκολουθίες ἤ ὡρισμένα παιδιὰ νὰ ἔμεναν καὶ μέσα στὰ Μοναστήρια. Ἀφ᾽ ἑτέρου τὰ Μοναστήρια ὑπῆρξαν τὰ κέντρα καὶ τὰ ὁρμητήρια ἀπ᾽ ὅπου μοναχοὶ μὲ τὸ ψαλτήρι καὶ τὸ Ὀκτωήχι διεσκορπίζοντο στοὺς νάρθηκες διαφόρων ἐκκλησιῶν καὶ σὲ σπίτια καὶ συγκέντρωναν γύρω τους λίγους μαθητὰς γιὰ νὰ τοὺς μεταδώσουν στοιχειώδεις γνώσεις.
. Ἄλλωστε τὸ ἀπόκρημνο τῶν τόπων ποὺ χρημάτισαν ὡς Κρυφὰ Σχολειὰ τί ἄλλο δείχνει, παρὰ τὸ ὅτι ὁ δυνάστης ἀσκοῦσε βία καὶ πίεσι;
. Ἀκόμη ἀπόδειξι ὅτι τὰ Λειτουργικὰ βιβλία ἔχρησιμοποιοῦντο γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ γράμματα ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μπροστὰ στὸ Ὀκτωήχι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν τυπωμένο τὸ ἑλληνικὸ Ἀλφάβητο, σὲ ὡρισμένες δε ἐκδόσεις καὶ τὸ Λατινικό.
. Δὲν ὑποστηρίζει βέβαια κανείς, ὅτι πρόκειται γιὰ σχολεῖα ὠργανωμένα, γράφει ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας γιὰ τὶς Μοναστηριακὲς Σχολὲς Ἰωαννίνων: «Ἄς μὴ λησμονῶμεν, ὅτι αἱ ἀκμαῖαι καὶ τραναὶ αὐταὶ Σχολαὶ δὲν ἦσαν εἰμὴ τὸ κελλίον τῆς Μονῆς, διότι συνήθως τότε εἰς τὰς Μονὰς τὰς πέριξ τῶν πόλεων ἵδρυον τὰς Σχολὰς των καὶ ὁ λογιώτερος τῶν μοναχῶν ἐξετέλει καὶ χρέη διδασκάλου, διδάσκων τὰ στοιχειώδη μαθήματα εἰς μαθητὰς οὐχὶ περισσοτέρους τῶν δέκα».
. Τὸ ὑπέροχο ἔργο συνετελέσθη στὰ Μοναστήρια μὲ πρωτεργάτες μοναχοὺς ὄχι σοφούς, ἀλλὰ πιστοὺς καὶ ἁγίους, ποὺ μὲ συναίσθησι καὶ ἱερότητα ἐπιτελοῦσαν τὸ ἔργο τους.
ΙΙΙ. Μαρτυρίες γιὰ τὴν ὕπαρξι τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ
. 1. Ἡ ἐπιβίωσι τοῦ ὅρου «Κρυφὸ Σχολειὸ» σὲ τοπωνύμια, ὡς μαρτυρία γιὰ τὴν ὕπαρξί του. Μπορεῖ νὰ μὴ ὑπάρχουν σύγχρονες πρὸς τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ ἱστορικὲς μαρτυρίες, ὑπάρχουν ὅμως σαφεῖς ἐνδείξεις ποὺ μαρτυροῦν τὴν ὕπαρξι καὶ λειτουργία τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ. Καὶ αὐτὲς εἶναι τὰ διάφορα τοπωνύμια καὶ οἱ τοπικὲς παραδόσεις ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα[5].
. Συγκεκριμένα στὴν μικρὴ νῆσο Ἴο, στὴν παραλία τοῦ λιμανιοῦ, ὑπάρχει ὑπόλειμμα ὑπογείου στοᾶς μὲ τὸ ὄνομα «Κρυφὸ Σχολειό». Οἱ χωρικοὶ ὀνομάζουν ἔτσι λείψανο τείχους, ποὺ σώζεται καὶ δημιουργεῖ βαθειὰ κοιλότητα σὰν σπήλαιο· ἀνάλογες τοπικὲς παραδόσεις συνοδεύουν τὸ τοπωνύμιο τοῦτο[6].
. Ἀλλὰ καὶ στὴ νησῖδα, ποὺ ὑπάρχει στὴν λίμνη τῶν Ἰωαννίνων, ἔχομε τὸ ἴδιο τοπωνύμιο «Κρυφὸ Σχολειό», τὸ ὁποῖο διετηρήθη στὸ στόμα τοῦ λαοῦ καὶ τονίζει τὸν ἀπώτερο σχολικὸ βίο τῆς Μονῆς Στρατηγοπούλων, τῆς λεγομένης τοῦ Ντίλιου, ὅπου ἡ διαμόρφωσι στὸ ἐσωτερικὸ συνηγορεῖ γιὰ τὴ χρησιμοποίησι τοῦ χώρου γιὰ σχολικὴ ἐργασία. Ἀκριβῶς ὅλα αὐτὰ τὰ λανθάνοντα, ἀλλὰ πάντοτε παρόντα στοιχεῖα ἀνεῦρε στὴ συνείδησι τοῦ ἔθνους ὁ Γύζης καὶ ἐδημιούργησε τὸν περίφημο πίνακά του, τὸ «Κρυφὸ Σχολειό»[7].
. Οἱ ἐνδείξεις εἶναι σαφέστερες καὶ πειστικώτερες σὲ ἄλλο Μοναστήρι, μὲ πλούσια παράδοσι· τὸ Μοναστήρι τοῦ Φιλοσόφου τῆς Δημητσάνης, ποὺ ὐπῆρξε κέντρο παιδευτικὸ κατὰ τὴν Βυζαντινὴ ἀκόμη περίοδο καὶ συνέχισε καὶ κατὰ τὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας νὰ ἀποτελῆ παρηγορία τοῦ λαοῦ, πηγὴ ἀναθερμάνσεως τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος καὶ τοῦ Ἐθνικοῦ φρονήματος. «Κρυφὸ Σχολειὸ» ὠνόμασε κάποτε ὁ λαὸς τὸ Μοναστήρι καὶ ἡ ὀνομασία κατέστη τοπωνύμιο καὶ παρεδόθη μέχρι σήμερα βίωμα καὶ πραγματικότητα καὶ νοσταλγία τῆς δύσκολης ἐποχῆς, ποὺ τὸ ἐγέννησε. Συγκεκριμένα ὀνομάζει «Κρυφὸ Σχολειὸ» ὁ λαὸς τὴν παλαιὰ Μονὴ ἐντὸς τοῦ βράχου![8]
. Εἰδικὰ γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Δημητσάνης ἔχομε ἔγγραφα τῶν ἀρχῶν τοῦ ΙΖ´ αἰ. δικαιοπραξίες, ποὺ ὑπογράφονται ἀπὸ πλῆθος μαρτύρων ὡρίμου ἡλικίας, πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ὁπωσδήποτε εἶχαν μάθει γραφὴ καὶ ὅτι ἡ ἑπομένη τῆς Ἁλώσεως γενεά, καθὼς καὶ ἡ μεθεπομένη δὲν ἔμεινε ἀγράμματη[9].
. Ἀλλὰ καὶ στὴ Μονὴ Πεντέλης ἐλειτούργησε «Κρυφὸ Σχολειὸ» ἀπὸ τὸ 1578 μέχρι τὸ 1920 ὄχι βέβαια σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς κρυφά. Συνέχισε νὰ λειτουργῆ καὶ ἀργότερα, γιατὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλο Σχολεῖο στὴν περιοχή. Μάλιστα ὑπάρχει πρόσωπο, ποὺ ἐργάζεται στὴ Μονὴ καὶ τὸ ὁποῖο εἶχε παρακολουθήσει μαθήματα στὸ Σχολεῖο τῆς Μονῆς τὸ 1920[10].
. Ἀκόμη καὶ στὴ νῆσο Κάλυμνο στὴ θέσι Βαθὺ ὑπάρχει σπηλιὰ στὴν ὁποία ὁδηγεῖ πέτρινη σκάλα καὶ ὀνομάζεται «Δασκαλειὸ» καὶ κατὰ τὴν τοπικὴ παράδοσι ἐλειτούργησε Κρυφὸ Σχολειό[11].
. Κρυφὸ Σχολειὸ ὀνομάζεται καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Τῆνο, κοντὰ στὴν ὁμώνυμη πόλι. Αὐτὸ μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι ἔδωσε στὸν Νικόλαο Γύζη τὴν ἔμπνευσι γιὰ τὸ μεγαλόπνοο ἔργο του[12].
Ἐὰν ἐχαρακτηρίζαμε ὡς ἱστορικὸ ψεῦδος τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ τῆς Τουρκοκρατίας -γράφει ὁ βαθὺς μελετητὴς Τάσος Γριτσόπουλος- δημιούργημα τῶν λογίων τῆς μετεπαναστατικῆς ἐποχῆς πρὸς ἐξαπάτησι τοῦ λαοῦ καὶ πλαστογράφησι τοῦ βίου του, θὰ ἔπρεπε παραλλήλως νὰ δεχθοῦμε καὶ τὸ τοπωνύμιο τῆς Δημητσάνης πλαστὸ καὶ αὐτό. Ἀλλὰ τέτοια περίπτωσις πλαστογραφήσεως τῆς λαϊκῆς διαθέσεως θὰ ἦταν τερατώδης καὶ πρωτοφανὴς καὶ τόσο περισσότερο ἄν πρόκειται καὶ περὶ αὐτοπλαστογραφήσεως τοῦ ἀνοθεύτου λαϊκοῦ συναισθήματος. Δὲν ἔχομε ὅμως ἄλλα τέτοια δείγματα τῆς χαλκεύσεως τῆς αὐθορμήτου λαϊκῆς συνειδήσεως. Ἀπεναντίας γιὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας γνωρίζομε, ὅτι ὁ λαὸς ὑπῆρξε πλουσιώτατος σὲ ἐκφράσεις καὶ ἐκδηλώσεις ἀντιδράσεως κατὰ τῶν δεινῶν περιστάσεων τῆς δουλείας, πάντοτε μὲ σαφῆ γνωρίσματα εἰλικρινείας καὶ ἀφελείας.
. Ἡ διατήρησις ἀκόμη Κρυφὸ Σχολειὸ τοῦ τοπωνυμίου τῆς Μονῆς Φιλοσόφου εἶναι μία ἀδιάψευστη ἀπόδειξις, ὅτι συμβάδισε ἡ πραγματικότητα τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ μὲ τὴν γέννησι τοῦ τοπωνυμίου[1].
. Ἑπομένως τὰ ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα τοπωνύμια εἶναι ἰσχυρὰ τεκμήρια γιὰ τὴν λειτουργία πράγματι τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ.
. 2. Η Δημοτικὴ Ποίησι καὶ τὸ Κρυφὸ Σχολειό. Ἔπειτα πῶς νὰ ἀγνοήσωμε τὴν παράδοσι, τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν εὐαισθησία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ποὺ παρέδωσε τὴν ὕπαρξι καὶ λειτουργία τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν;
. Ἡ Δημοτικὴ Ποίησι[2], ποὺ ἐκφράζει πάντοτε τὶς ἀλήθειες καὶ τὰ συναισθήματα τοῦ λαοῦ, τραγούδησε στὸ πολυθρύλητο
«Φεγγαράκι μου λαμπρὸ
φέγγε μου νὰ περπατῶ
νὰ πηγαίνω στὸ σχολειὸ
νὰ μαθαίνω γράμματα
τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα…»
τὰ συναισθήματα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ποὺ εἶναι δεμένα μὲ τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ. Τὸ τραγούδι τοῦτο σὲ ὡρισμένες περιοχὲς χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς νανούρισμα, ποὺ δείχνει τὴν λαχτάρα τῶν μητέρων νὰ προετοιμάσουν τὰ παιδιά τους ἀπὸ τὴν ἁπαλὴ ἡλικία γιὰ τὸν ἀγῶνα, ποὺ ἔχουν νὰ ἀναλάβουν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν στοιχειώδη μόρφωσι. Τὸ ὅτι ἡ διδασκαλία γινόταν τὴν νύκτα ἐπικυρώνει καὶ ἄλλο δίστιχο, στὸ ὁποῖο εἰκονίζεται ὁ μαθητὴς ὅτι:
«Βαστᾶ εἰκόνα καὶ χαρτί, κερὶ καὶ καλαμάρι
κι ἠξέφυγέ του τὸ κερὶ κι ἤκαψε τὸ χαρτί του»[3].
. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀμφισβητήση κανείς βάσι καὶ πυρῆνα ἀληθείας στὴν δημοτικὴ ποίησι, ἐφ᾽ ὅσον καὶ γιὰ τὴν ἀρχαία μυθολογία ὑπάρχει ψυχολογικὴ ἑρμηνεία, ὥστε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἑρμηνεύονται γεγονότα, ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέσι μὲ τὴ ζωὴ καὶ ἀποκαλύπτονται ἔτσι κάτω ἀπὸ τὸ μυθικὸ πέπλο ἱστορικὲς ἀλήθειες. Κι ἄν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι περιεβλήθη μὲ κάποια αἴγλη τὸ Κρυφὸ Σχολειό, τότε γιατὶ ἀσχολήθηκε μὲ αὐτὸ τόσο πολὺ ἡ ποίησι, ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ ζωγραφική; Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἀφαιρεθῆ ἡ ἱστορικὴ βάσι ὑπάρξεως καὶ νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς μῦθος. Τοῦτο φανερώνει ὅτι ἐλειτούργησε στὴν πραγματικότητα.
ΙV. Πῶς ἀντιμετωπίζουν οἱ ἱστορικοὶ καὶ ἄλλοι ἐρευνηταὶ τὸ πρόβλημα τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ.
. Γιὰ νὰ ἀχθοῦμε σὲ συμπεράσματα μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὶς κρίσεις τῶν πιὸ ἀντικειμενικῶν ἱστορικῶν καὶ μελετητῶν τῆς Νεωτέρας Ἱστορίας.
. Ὁ βαθυστόχαστος ἐρευνητὴς τῶν πηγῶν τῆς νεωτέρας ἱστορίας, ἱστορικὸς Διονύσιος Κόκκινος, στὸ ἔργο του «Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις», ἐκφράζει ριζικὰ ἀντίθετη πεποίθησι γιὰ τὴν ὕπαρξι τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ. Συγκεκριμένα γράφει: «Ὁ παπᾶς κάτω ἀπὸ τὰ ράκη τοῦ ράσου του κρατεῖ τὸ Ψαλτήρι καὶ πηγαίνει νὰ μάθη τὰ παιδιά, ποὺ τὸν περιμένουν, νὰ διαβάζουν. Ὁμιλεῖ ἀκόμη εἰς τὰ παιδιὰ καὶ διὰ τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους, ποὺ ἐδόξασαν ἄλλοτε αὐτὸν τὸν τόπον. Διδάσκει τὴν ὀλίγην ἱστορίαν ποὺ γνωρίζει καὶ αὐτός. Τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ δὲν εἶναι θρῦλος. Τὸ συνετήρησε, παρὰ τὰς καταδιώξεις, παρὰ τὴν ἀξιοθρήνητον ἔλλειψιν παντὸς μέσου, παρὰ τὴν φοβερὰν πίεσιν τόσων ἀμέσων ἀναγκῶν ποὺ θὰ ἦτο φυσικὸν νὰ ὁδηγήσουν πρὸς τὸν ἐξισλαμισμόν, ὁ βαθύτατος πόθος τοῦ τυραννουμένου ἔθνους νὰ ὑπάρξῃ. Ἡ Ἑλληνικὴ κοινότης τὸ ἐξησφάλιζεν»[4].
. Ὁ Σπ. Μαρκεζίνης παραθέτοντας στὴν Ἱστορία του τὸν πίνακα τοῦ Γύζη γράφει σχετικά: «Τὸ “Κρυφὸ Σχολειὸ” ἀνήκει εἰς τὴν πρώτην περίοδον τῆς τέχνης του, ὅτε ὁ Γύζης ἐνεπνέετο ἀπὸ θέματα ἐθνικῶν καὶ θρησκευτικῶν παρδόσεων. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ὠνομάσθη ”ὁ ἐθνικὸς ζωγράφος” (….) Τὸ “Κρυφὸ Σχολειὸ” δίδει τὴν εἰκόνα τῆς Παιδείας τοῦ Ἔθνους, κατὰ τὰς σκοτεινὰς ὥρας τῆς δουλείας. Ὅταν ὁ Καποδίστριας ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνησιν τῆς χώρας, δὲν εὗρε μὲν εἰς τὴν ἐπαναστατημένην Ἑλλάδα “Κρυφὰ Σχολειά”, ἀλλὰ κατ᾽ οὐσίαν οὔτε φανερά, καὶ κατέβαλλεν ἔντονον προσπάθειαν διὰ τὴν θεμελίωσιν τῆς Παιδείας εἰς τὴν Ἑλλάδα, θεωρῶν ἀκριβῶς αὐτὴν ὡς πρώτην προϋπόθεσιν τῆς μελλοντικῆς σταδιοδρομίας τοῦ ἀναγεννωμένου ἔθνους»[5].
. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀξιόλογοι μελετηταί, ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ θέμα τῆς Παιδείας ἐπὶ Τουρκοκρατίας παραδέχονται, ὅτι ἔγινε κρυφὰ ἡ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων, ὅπως ὁ Τρύφων Εὐαγγελίδης, ὁ ὁποῖος γράφει: «Τὸ Ἑλληνικὸν Γένος καὶ μετὰ τὴν ἅλωσιν ἐκαλλιέργει τὰ γράμματα (…). Οἱ χρόνοι ἦσαν σκοτεινοὶ καὶ ζοφεροὶ διὰ τὸ Γένος, ἡ δὲ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων ἐπικίνδυνόν τι ἐγχείρημα. Καὶ ὅμως παρ᾽ ὅλους τοὺς ἀπαγορευτικοὺς νόμους τῶν Τούρκων, εἰς ἓν καὶ μόνον ἀποβλεπόντων, πῶς νὰ ρίψωσιν εἰς τὴν λήθην τὴν πάλαι δόξαν τῶν Ἑλλήνων, διὰ τῆς καταργήσεως τῶν Σχολείων [ΣΧΟΛΙΟ «ΧΡΙΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ».: Κάτι ἀνάλογο ἐπιδιώκει τὸ Νεοελληνικὸ ΦΑΝΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ στὶς μέρες μας] καὶ καταστήσωσι τοὺς ἤδη ὑπὸ τὸν ζυγὸν στενάζοντας, Ρωμῃούς (Ροὺμ)… Οἱ Ἕλληνες κρυφὰ καὶ ἐν παραβύστῳ (=ἐν κρυπτῷ, μυστικῶς) ἐκαλλιέργουν τὰς Μούσας. Καὶ τὸ μὲν πρῶτον ὡς διδακτήρια ἐχρησίμευον ὡς εἴπομεν, τὰ Μοναστήρια, εἶτα δὲ μικρὸν καὶ κατ᾽ ὀλίγον τὰ ἀρχόμενα νά συμπηγνύωνται σχολεῖα in parvula et misera casa (=εἰς μικρὰς καὶ ἀθλίας καλύβας)»[6].
. Ἀλλὰ καὶ ἄλλος σπουδαῖος μελετητής, ὁ Ματθαῖος Παρανίκας, τονίζει: «… Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων… (οἰ πατέρες ἡμῶν) ἐν χρόνοις δυστυχέσι βιοῦντες, ἐν περιστάσεσι καὶ καιροῖς δεινοῖς ἐκαλλιέργησαν κατὰ τὸ δυνατὸν τὰ γράμματα, οὕτω δὲ διετήρησαν τὴν θρησκείαν καὶ τὴν γλῶσσαν, τὰ τιμαλφέστερα ἡμῶν πράγματα… καὶ ἐν καιροῖς ζοφεροῖς τὸ Ἔθνος ἐκαλλιέργησε κατὰ τὸ δυνατὸν τὰ γράμματα»[7].
. Καὶ ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κ. Σταυρόπουλος στὸ ἔργο του «Τὸ Πνεῦμα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821» ἀναφέρει: «Εἰς τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ διετηρήθη ἡ χρυσῆ ἅλυσις, ἡ ὁποία συνέδεε τοὺς ὑποδούλους Ἕλληνας μὲ τὸν αἰῶνα τοῦ Περικλέους, μὲ τοὺς Μαραθωνομάχους καὶ τοὺς Σαλαμινομάχους, μὲ τοὺς Πλαταιομάχους καὶ τοὺς Θεσπιομάχους, μὲ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Ἀλέξανδρον, μὲ τὸν Ἡράκλειον καὶ τὸν Ἰουστινιανόν, μὲ τὸν Βασίλειον τὸν Βουλγαροκτόνον καὶ τὸν Νικηφόρον Φωκᾶν»[8].
. Ἐπίσης ὁ συντάξας το ἄρθρο «Κρυφὸ Σχολειὸ» στὴν Μεγάλη Παιδαγωγικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία παρατηρεῖ: «Αἱ πρῶται ἀκτῖνες, αἱ ὁποῖαι διέσχισαν τὰ σκότη τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐθνικοῦ ληθάργου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε ριφθῆ τὸ Ἔθνος, καὶ τὰ πρῶτα σκιρτήματα τῆς ἐθνικῆς ἀφυπνίσεως ἐξεπορεύθησαν ἀπὸ τὰ ταπεινά, ἀλλὰ ἱερὰ ἐκεῖνα καθιδρύματα, τὰ ὁποῖα καλοῦμεν “Κρυφὰ Σχολειά”»[9].
. Καὶ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης ἔχει τονίσει τὴν ὕπαρξι, τὴν λειτουργία καὶ τὴν προσφρορὰ τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ[10].
. Ἕνα ἄλλο γεγονὸς τῶν νεωτέρων χρόνων ἔχει νὰ μᾶς εἰπῆ γιὰ τὴ μακρὰ παράδοσι τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ, τὸ ὁποῖο ἐπανελειτούργησε σὲ δύσκολες ἐποχὲς καὶ κρυφὰ ἀπὸ ἄλλο κατακτητή. Συγκεκριμένα στὴ νῆσο Κάλυμνο, πρὸ τῆς ἐνσωματώσεως τῆς Δωδεκαννήσου στὴν Ἑλλάδα, παιδιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ εὐκατάστατες οἰκογένειες τῆς νήσου ἐμάθαιναν Ἑλληνικά, Θρησκευτικὰ καὶ Ἱστορία κρυφὰ τὴ νύκτα στὸ σπίτι τῆς δασκάλας, διότι τὸ ἐπίσημο Σχολεῖο ἐδίδασκε ὅλα τὰ μαθήματα στὰ Ἰταλικὰ καὶ μόνο δύο ὧρες τὴν ἑβδομάδα Ἑλληνικὰ σὰν ξένη γλῶσσα[11].
ΠΗΓΗ: περιοδ.: «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ», τ.143-147, Σεπτ. Ὀκτ. 1978