Τό ἰσχῦον Σύνταγμα ἀναφέρεται στήν παιδεία μέ εἰδικό ἄρθρο τό ὁποῖον εἶναι ἐνταγμένο στό δεύτερο κεφάλαιο αὐτοῦ ὑπό τόν τίτλο « Ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα » . Πρόκειται γιά τό ἄρθρο 16§2 αὐτοῦ τό ὁποῖον ἀναφέρεται στήν παιδεία γενικῶς ἀλλά καί εἰδικῶς σέ πολλά ἐπί μέρους θέματα αὐτῆς. Εἰδικότερα στήν §2 τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος ὁρίζονται τά ἑξῆς:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΥΤΥΧ. ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ Ἐπιτίμου Προέδρου τοῦ Ἀρείου Πάγου Δ.Ν. ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ Νέα Θρησκευτικά – Ἡ ἑπόμενη ἠμέρα ΣΕΦ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018
«Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων,τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες»
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει τό γεγονός τῆς ἔνταξης τοῦ ἄρθρου τοῦ Συντάγματος περί παιδείας στό κεφάλαιο περί τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων.Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ παιδεία ἀναγνωρίζεται εὐθέως ἀπό τό Σύνταγμα ὡς δικαίωμα καί μάλιστα «ἀτομικό καί κοινωνικό » . Δικαίωμα σημαίνει τήν ἀπό τήν ἔννομη τάξη ἀναγνώριση στό πρόσωπο βουλήσεως γιά τήν ἐπίτευξη ἐννόμου ἀποτελέσματος. Ἀπό τόν ὁρισμό αὐτό τοῦ δικαιώματος συνάγεται ὅτι ἡ ἀναγνώριση δικαιώματος στό πρόσωπο σημαίνει τήν ἀπόδοση σ’ αὐτό προστατευόμενης ἱκανότητας νά ἐπιδιώκει καί παράγει ἔννομα ἀποτελέσματα. Ἡ ἀναγνώριση ἀτομικῶν δικαιωμάτων ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας ἔχει σημασία τόσο γιά τό πρόσωπο , ὅσο καί γιά τήν ἴδια τήν Πολιτεία . Γιά τό πρόσωπο διότι θωρακίζεται μέ προστατευόμενη ἱκανότητα παραγωγῆς ἐννόμων ἀποτελεσμάτων , γιά δέ τήν Πολιτεία διότι τό εὖρος τῆς ἀναγνώρισης ἀτομικῶν δικαιωμάτων προσδιορίζει τόν εὐρύτερο φιλελεύθερο χαρακτήρα αὐτῆς.
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ παρατήρηση ὅτι τά ἀτομικά δικαιώματα συνδέονται ἄμεσα μέ τόν ἄνθρωπο διότι ἀπορρέουν ὅλα ἀπό τήν ἀξία πού λέγεται ἄνθρωπος καί συνιστοῦν ἀπό νομική ἄποψη τήν ἔμπρακτη ἐξειδίκευση τῆς ἀναγνώρισης τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας.Ἔτσι εἰδικώτερα στό ἄρθρο 2§1 τό Σύνταγμα ὁρίζει ὅτι « ὁ σεβασμός καί ἡ προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν τήν πρωταρχική ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας». Ὁ κύριος λοιπόν σκοπός τῆς ὑπάρξεως τῆς Πολιτείας εἶναι ὁ σεβασμός καί ἡ προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πολιτεία καί οἱ νόμοι της ὑπάρχουν χάρη τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα καί μέ τό ἁγιογραφικό « τό Σάββατον ἐγένετο διά τόν ἄνθρωπον, καί οὐχί ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον». Εἶναι δέ τόσο θεμελιώδης ἡ διάταξη αὐτή τοῦ Συντάγματος ὥστε ἀπαγορεύεται ρητῶς ἡ ἀναθεώρησή της. Ἑπομένως ὅσο θά ὑπάρχει Σύνταγμα θά ὑπάρχει καί ἡ διάταξη αὐτή ὡς καταξιωτική τῆς ὑπάρξεως τῆς Πολιτείας. Ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἀναθεώρησης τῆς θεμελιώδους αὐτῆς διατάξεως τοῦ Συντάγματος ἐπιδρᾶ καί σέ ὅλα τά ἐπί μέρους ἀτομικά δικαιώματα πού ἀναγνωρίζει καί προστατεύει τό Σύνταγμα. Καί ναί μέν οἱ διατάξεις τοῦ Συντάγματος πού κατοχυρώνουν τά ἀτομικά δικαιώματα δέν περιλαμβάνονται ὅλες στόν κατάλογο τῶν μή ἀναθεωρήσιμων διατάξεων τοῦ ἄρθρου 110 αὐτοῦ, μέ ἐξαίρεση ὁρισμένων ἀπό αὐτές ὅπως τοῦ ἄρθρου 4§1περί τῆς ἰσότητας, 5§1 περί τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας, 5§3 περί τοῦ ἀπαραβίαστού της προσωπικῆς ἐλευθερίας,καί 13§1 γιά τό ἀπαραβίαστο τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, πλήν ὅμως ἡ μέ τήν ἀναθεώρηση κατάργηση κάποιων ἀπό τά λοιπά ἀναγνωριζόμενα στό Σύνταγμα ἀτομικῶν δικαιωμάτων δέν φαίνεται ἐπιτρεπτή ἐν ὄψει τῆς μή ἀναθεωρήσιμης διατάξεως τοῦ ἄρθρου 2§1.Ἔτσι γιά παράδειγμα τό ἄρθρο 7 τοῦ Συντάγματος μέ τό ὁποῖον ἀπαγορεύονται τά βασανιστήρια καθώς καί κάθε ἄλλη προσβολή τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας δέν περιλαμβάνεται στόν κατάλογο τῶν μή ἀναθεωρήσιμων διατάξεων τοῦ Συντάγματος . Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά καταργηθεῖ κάποτε μέ τήν ἀναθεώρηση ἡ διάταξη αὐτή καί νά ἐπιτρέπονται ἐφεξῆς τά βασανιστήρια! Τό ἴδιο ὅμως πρέπει νά δεχθοῦμε μέ βάση τήν ἴδια ἑρμηνευτική μέθοδο καί γιά τό ἄρθρο 16§2 μέ τό ὁποῖον κατοχυρώνεται τό δικαίωμα τοῦ Ἕλληνα στήν παιδεία. Καί αὐτό τό ἄρθρο γιά τήν παιδεία δέν περιλαμβάνεται στόν κατάλογο τοῦ ἄρθρου 110 τῶν μή ἀναθεωρήσιμων διατάξεων τοῦ Συντάγματος. Μπορεῖ ὅμως νά φανταστεῖ κανείς τόν ἕλληνα συνταγματικό νομοθέτη νά καταργεῖ μέ τήν ἀναθεώρηση τό δικαίωμα αὐτό τῆς παιδείας;
Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τό Σύνταγμα τῆς παιδείας ὡς ἀτομικοῦ δικαιώματος τοῦ ἀνθρώπου γενικῶς καί πολύ περισσότερο τοῦ Ἕλληνα σημαίνει πρῶτον ὅτι ἀναγνωρίζεται καί προστατεύεται δικαίωμα στήν παιδεία, καί δεύτερον ἐπιβάλλεται στήν Πολιτεία ἀντίστοιχη ὑποχρέωση. Ἑπομένως ὁ μέν φορέας τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ ἔχει ἀξίωση κατά τῆς Πολιτείας πρός παροχή παιδείας ἡ δέ Πολιτεία ὡς ὑπόχρεη ἔναντι τοῦ δικαιούχου, ὀφείλει νά παρέχει σ’ αὐτόν τό ἀγαθό της παιδείας . Αὐτό εἰδικότερα σημαίνει ὅτι ἡ Πολιτεία ἔχει ὑποχρέωση νά διατηρεῖ πάντοτε ἕνα σύστημα παροχῆς παιδείας μέσῳ τῆς ἐκπαίδευσης πρός ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τῆς παιδείας, ὅπως αὐτοί καθορίζονται στό ἄρθρο 16§2 τοῦ Συντάγματος. Ἑπομένως δέν ἐπιτρέπεται ἀπό τό Σύνταγμα ἡ ὁλοσχερής ἀπάλειψη ἀπό τήν ἐκπαίδευση μαθήματος ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τήν Ἑλλήνων.
Ἐφόσον λοιπόν πάντοτε κατά τό ἰσχῦον Σύνταγμα θά ὑπάρχει στήν ἐκπαίδευση μάθημα ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων καθίσταται ἀναγκαία ἡ ἀντιμετώπιση δυό βασικῶν θεμάτων σχετικῶν μέ τό μάθημα αὐτό: πρῶτον ποιό εἶναι κατά τό Σύνταγμα τό περιεχόμενο πού πρέπει νά ἔχει τό μάθημα αὐτό καί δεύτερον ποιό εἶναι ἐπίσης κατά τό Σύνταγμα τό ὀρθότερο ὄνομα πού πρέπει νά φέρει αὐτό τό μάθημα.
Καί τά δυό αὐτά θεμελιώδη θέματα πού συνθέτουν κατά βάση τό ὑφιστάμενο πρόβλημα « τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν», ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται, ἀντιμετωπίζονται ἀπό τό Σύνταγμα μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 16§2, καί ἡ λύση τους προβάλλει μέσα ἀπό τόν καθορισμόν τοῦ σκοποῦ πού κατά τό Σύνταγμα τίθενται στήν παιδεία.
Ὡς πρός τό πρῶτο ζήτημα θά μπορούσαμε νά θεωρήσομε γενικῶς ὡς τό συνταγματικῶς ἐπιβαλλόμενο περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν « τήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων», ἡ ὁποία συνιστᾶ τόν συνταγματικῶς ἐπιβαλλόμενο σκοπό τῆς παιδείας. Λογικά ὁ σκοπός τῆς πράξης γενικῶς ταυτίζεται μέ τό ἀντικείμενο αὐτῆς πού καλύπτεται ἀπό τό περιεχόμενό της.Ἐν προκειμένῳ ὅμως ὁ σκοπός ὡς συνταγματική ἐπιταγή πρός τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Πολιτείας δέν ἐξειδικεύεται καί γι’ αὐτό ἡ διάταξη πού τόν καθορίζει ὡς γενικό πλαίσιο σκοπητέας συνταγματικῶς παιδευτικῆς ἤ ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς χρήζει ἀναγκαίως ἑρμηνείας. Κατά μίαν λοιπόν ἑρμηνευτική ἄποψη, ἄν καί ὁ συνταγματικός νομοθέτης δέν προσδιορίζει τό περιεχόμενο τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, ἐν τούτοις φαίνεται ὡς αὐτονόητο ὅτι ὁ ὅρος αὐτός παραπέμπει στήν ἔννοια τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης τῆς «ἐπικρατούσας» καί ἐπίσημης θρησκείας τοῦ Κράτους.Ἑπομένως κατά τήν ἄποψη αὐτή τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά ἔχει ὀρθόδοξο χριστιανικό περιεχόμενο.
Κατ’ ἄλλην ἄποψη τό ἰσχῦον Σύνταγμα ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἀντίληψη πού ἐπικρατοῦσε ὑπό τό καταργηθέν Σύνταγμα τοῦ 1952 στήν ἑρμηνεία τοῦ σχετικοῦ ἄρθρου τοῦ Συντάγματος ἐκείνου , διότι ἡ ἀντίληψη αὐτή στηριζόταν σέ διαφορετική διατύπωση τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἑξῆς : ἡ παιδεία πρέπει νά παρέχεται μέ βάση τίς « ἰδεολογικές κατευθύνσεις τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ » ,ἡ ὁποία εὐνοοῦσε τήν ὀρθόδοξη χριατιανική ἀντίληψη καί ἡ ὁποία δέν ἐπαναλήφθηκε στό ἰσχῦον Σύνταγμα. Ἑπομένως ὁ συνταγματικός νομοθέτης μετέβαλε κατά τούς ὑποστηρικτές τῆς ἀπόψεως αὐτῆς γνώμη καί θέση ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ, ἀφοῦ στό νέο ἄρθρο τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος προτίμησε τήν οὐδέτερη διατύπωση πού συνδέει τούς σκοπούς τῆς παιδείας «μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης» γενικῶς. Οἱ ὑποστηρικτές τῆς ἄποψης αὐτῆς ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ θρησκευτική συνείδηση στό ἄρθρο 16§2 δέν εἶναι πλέον ἀποκλειστικά ὀρθόδοξη χριστιανική , ἀλλά ἔχει διαφορετικό περιεχόμενο τό ὁποῖο ποικίλει ἀνάλογα μέ τίς ὑποστηριζόμενες ἀντιχριστιανικές ὡς ἐπί τό πολύ ἰδεολογικές ἀντιλήψεις πού τό στηρίζουν. Εἰδικότερα ὑποστηρίζεται ὅτι : α) ὁ ὅρος θρησκευτική συνείδηση περιλαμβάνει ὄχι μόνο τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη, ἀλλά καί κάθε ἄλλη θρησκευτική, ἀντιθρησκευτική καί ἀθρησκευτική ἰδεολογία. β) Ὁ ὅρος « χριστιανική συνείδηση» πρέπει νά διαβασθεῖ πλέον ὡς «θρησκειολογική συνείδηση» καί γι’ αὐτό τό περιεχόμενο τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πρέπει νά εἶναι ὄχι ἡ « θρησκευτική» , ἀλλά ἡ «θρησκειολογική » παιδεία, καί τέλος γ) ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 16§2 δέν ἔχει κανονιστική ἰσχύ καί γι’ αὐτό δέν εἶναι δεσμευτική , μέ συνέπεια νά μήν εἶναι ὑποχρεωτκός ὁ ὀρθόδοξος χριστιανικός χαρακτήρας τῆς παιδείας.
Ἡ γενική αὐτή ἀρνητική ἄποψη ἐπί τοῦ θέματος στηρίζεται, ὅπως εἴπαμε, στήν παρατήρηση ὅτι τό ἰσχῦον Σύνταγμα ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό προηγούμενο ἀπαλείφοντας τήν φράση ἐκείνου κατά τήν ὁποίαν ἡ παιδεία πρέπει νά παρέχεται « μέ βάση τίς ἰδεολογικές κατευθύνσεις τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ», κι αὐτό κατά τούς ὑποστηρικτές τῆς ἀπόψεως αὐτῆς τό ἔκανε γιά δυό λόγους, πρῶτον μέν διότι ὁ ὅρος « ἑλληνοχριστιανικός πολιτισμός » εἶναι ἀντιφατικός ἀφοῦ συντίθεται ἀπό δυό ἔννοιες ( ἑλληνικός- χριστιανικός), οἱ ὁποῖες εἶναι ἀντιφατικές μεταξύ τους , καί δεύτερον διότι θεωρήθηκε διαβλητός διότι χρησιμοποιήθηκε ὡς σημαία θά λέγαμε ἀπό τήν Ἀπριλιανή Δικτατορία μέ τό γνωστόν ἐκεῖνο «σλόγκαν» : « Ἑλλάς Ἑλλήνων Χριστιανῶν». Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἀποδεικνύονται ἀβάσιμες σύμφωνα μέ τήν ἱστορική ἑρμηνεία τοῦ Δικαίου πού ἀκολουθεῖται ἐν προκειμένῳ.Ἔτσι ἀναμφισβήτητη εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι τό κυρίαρχο στοιχεῖο πού συνεῖχε τόν τότε συνταγματικό νομοθέτη ἦταν ἐκεῖνο πού εἶχε νά κάνει: α) μέ τήν συνταγματική ἐξουδετέρωση τῶν καταλοίπων τῆς προηγηθείσης Δικτατορίας ὥστε τίποτε πλέον νά μή τή θυμίζει στίς ἐπερχόμενες γενεές τῶν Ἑλλήνων, καί β) μέ τήν διασφάλιση καί θωράκιση τῆς Πολιτείας ἔναντι οἱουδήποτε ἄλλου δικτατορικοῦ κινδύνου. Ἑπομένως ὁ μοναδικός λόγος πού ὁδήγησε τόν νομοθέτη στήν ἀπάλειψη τῆς παραπάνω διατύπωσης ἀπό τήν νέα γιά τήν παιδεία διάταξη ἦταν ἀκριβῶς αὐτός. Ἀντίθετα ὁ λόγος ὅτι ὁ ὅρος « ἑλληνοχριατιανικός » πολιτισμός ἐγκαταλείφθηκε ὡς ἀντιφατικός δέν εὐσταθεῖ, διότι ἁπλούστατα στήν πραγματικότητα δέν περιέχει καμιά ἀπολύτως ἀντίφαση.Ὁ ὅρος αὐτός καθιερώθηκε ὡς ὁ πλέον κατάλληλος γιά νά ἐκφράσει τό ἀναμφισβήτητο ἱστορικό φαινόμενο τῆς ἀλληλοπεριχώρησης τῶν δυό κυρίαρχων κόσμων στό χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ πνεύματος γενικότερα, τοῦ ἑλληνικοῦ ἀπό τή μία καί τοῦ χριστιανικοῦ ἀπό τήν ἄλλη.
Ἡ συνάντηση τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τόν ἑλληνισμό εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα γεγονότα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Μιλᾶμε γιά συνάντηση κι ὄχι γιά σύγκρουση. Οἱ δυό κόσμοι συναντήθηκαν, ἐπικοινώνησαν μεταξύ τους, ἀλληλοσυμπληρώθηκαν καί πορεύθηκαν μαζί σέ μία ἀπερινόητη ὄντως ἀλληλοπεριχώρηση. Δέν συγκρούσθηκαν, δέν ἀλληλοϋπονομεύθηκαν ,δέν περιχαρακώθηκαν, δέν συγχωνεύθηκαν. Δέν ἐξελληνίσθηκε ὁ χριστιανισμός, οὔτε ἐκχριστιανίσθηκε ὁ ἑλληνισμός. Οἱ δυό κόσμοι ἔδωσαν τά χέρια σέ μία κοινωνία ἀλήθειας καί πνεύματος, παίρνοντας ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον τό ἀναγκαῖο συμπλήρωμα. Στήν κοινή πλέον ἀδιάσπαστη πορεία τους μεγαλούργησαν μέ τήν διαμόρφωση ἑνός νέου πλέον πολιτιστικοῦ μοντέλου, τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ, στό ὁποῖο ἡ ἀνθρωπότητα ὀφείλει τή συνέχειά της.
Ἀλλά οὔτε καί διαβλητός εἶναι ὁ ὅρος αὐτός ἐπειδή χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικῶς ἀπό τό Ἀπριλιανό δικτατορικό καθεστώς ὡς σύνθημά του ὑπό τό γνωστό ἰδεολόγημα « Ἑλλάς Ἑλλήνων Χριστιανῶν». Οἱ μεγάλες ἰδέες ὅσο κι ἄν καταχρῶνται δέν χάνουν τήν ἀξία τους. Οὔτε βεβαίως φταῖνε οἱ ἴδιες ἐπειδή βρίσκονται κάποιοι ἐπιτήδειοι ἀνάξιοι καί τιποτένιοι πού τίς καταχρῶνται. Ἡ κακή ἐφαρμογή τους δέν ἀκυρώνει τίς ἰδέες , οὔτε τίς καθιστᾶ ὑπεύθυνες γιά τά ἀποτελέσματά της! Δέν εὐθύνεται ὁ χριστιανισμός γιά τήν Ἱερά Ἐξέταση, ἀλλά ὁ ἀντίχριστος Πάπας καί οἱ ὀπαδοί του πού τήν ἐφηῦραν στό ὄνομά του. Δέν φταίει λοιπόν ἡ ἑλληνορθόδοξη πίστη τῶν Ἑλλήνων ἄν τήν κακοποίησε τό Ἀπριλιανό Πραξικόπημα.
Οἱ συνθῆκες ὑπό τίς ὁποῖες ψηφίσθηκε τό 1975 τό ἰσχῦον Σύνταγμα, χαρακτηριζόμενες ἀπό μία δικαιολογημένη ἀντιδικτατορική ὑστερία, ἔχουν παρέλθει πλέον καί δέν ὑφίσταται κανένας ἀπολύτως κίνδυνος προστασίας τῆς δημοκρατίας ἀπό τήν κατάχρηση ἀρχῶν καί ἰδεῶν πού συγκροτοῦν καί συγκρατοῦν τόν πολιτισμό μας. Ἀντιθέτως εἶναι πλέον καιρός νά ἀποκατασταθοῦν στή συνείδηση τοῦ λαοῦ οἱ ἀρχές αὐτές πρός ὄφελος τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς δημοκρατίας!
Κατ’ ἀκολουθίαν ὅλων αὐτῶν τό περιεχόμενο τοῦ καταχρηστικῶς καλουμένου «μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν » δέν ἀπέβαλε καί ὑπό τό ἰσχῦον Σύνταγμα τόν χριστιανικό του χαρακτήρα. Ἑπομένως τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἐξακολουθεῖ νά εἶναι καί ὑπό τό ἰσχῦον Σύνταγμα « ἡ ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων». Ἡ ἄποψη αὐτή στηρίζεται σέ ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό τήν συστηματική καί ἱστορική ἑρμηνεία τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 16§2 τοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία ἄλλωστε εἶναι καί ἡ πλέον ἐπιστημονικῶς ἐνδεδειγμένη εἰδικῶς ὅσον ἀφορᾶ στό Σύνταγμα. Εἰδικότερα ἡ μή ἀποσαφήνιση τοῦ ὅρου « θρησκευτική συνείδηση» στή διάταξη αὐτή δέν συνιστᾶ ἀληθές νομοθετικό κενό, ὥστε νά χρήζει περαιτέρω ἑρμηνευτικῆς ἐπεξεργασίας. Καί τοῦτο διότι ἡ θρησκευτική συνείδηση τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἤδη ἱστορικῶς ἀποσαφηνισμένη καί ἀποκρυσταλλωμένη. Εἶναι πασίδηλον γεγονός , ἱστορικῶς ἐπιβεβαιωμένο, ὅτι ἡ θρησκευτική συνείδηση τῶν Ἑλλήνων ταυτίζεται μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική. Τήν ἱστορική αὐτή ἀλήθεια ἐγνώριζε ὁ συνταγματικός νομοθέτης καί γιά τοῦτο δέν θεώρησε ἀναγκαῖον νά ἀποσαφηνίσει τόν ὅρο.
Ἀλλά καί ὑπό τήν ἀποκρουόμενη ἐνταῦθα ἐκδοχήν ὅτι ἐν προκειμένῳ πρόκειται ἀληθές νομοθετικό κενόν, τό ὁποῖον χρήζει συμπληρώσεως θά καταλήγαμε στό αὐτό καί πάλιν συμπέρασμα, ὅτι δηλαδή ὁ νομοθέτης ὑπονοεῖ στήν διάταξη αὐτή τοῦ ἄρθρου 16§2 τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση. Στό συμπέρασμα αὐτό θά καταλήγαμε μέ τήν ἐφαρμογή τῆς κλασσικῆς ἑρμηνευτικῆς ἀρχῆς « ἐκ τῶν ὁμοίων δεῖ τέμνεσθαι τά περί ὧν οὐ κεῖται νόμος».Ὑπάρχουν ὄντως στό ἰσχῦον Σύνταγμα διατάξεις οἱ ὁποῖες προϋποθέτουν γιά τήν ἐφαρμογή τους τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση. Τέτοιες διατάξεις περιέχουν τά ἄρθρα 3§1γιά τήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία, 3§3 γιά τήν προστασία τοῦ κειμένου τῶν Ἁγίων Γραφῶν, 33§1 καί 59§1 γιά τόν ὀρθόδοξο χριστιανικό ὅρκο τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας καί τῶν βουλευτῶν. Πάνω ὅμως ἀπό ὅλα ὑπάρχει τό προοίμιον τοῦ Συντάγματος , ἡ ὑπέρτατη δηλαδή συνταγματική ἀρχή στήν ὁποίαν εἶναι ψηφισμένο τό Σύνταγμα καί πρός τήν ὁποίαν πρέπει νομικῶς νά συνάδουν ὅλες οἱ διατάξεις αὐτοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξη χριστιανική ἀναφερόμενη μέ δογματικούς ὅρους στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Μέ βάση λοιπόν αὐτά τά συνταγματικά δεδομένα θά ἑρμηνεύσομε καί τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 16§2 τοῦ Συντάγματος προκειμένου νά ἀνεύρομε τό πραγματικό νόημά της , πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πλήρη ταύτιση τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων μέ τήν ἱστορικῶς ἐπαληθευόμενη ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση.
Ἀλλά καί ὁ ὅρος « θρησκευτική συνείδηση τῶν Ἑλλήνων» ἔτσι ὡς ἔχει , σημαίνει τήν ἀντίληψη καί γνώση τοῦ Ἕλληνα γιά τή θρησκεία. Αὐτή ὅμως ἡ ἀντίληψη καί γνώση τοῦ Ἕλληνα γιά τή θρησκεία εἶναι συνάρτηση πολλῶν παραγόντων ἱστορικῶν, κοινωνικῶν, πολιτιστικῶν καί θρησκευτικῶν ,καί ἑπομένως ἀνάγεται ἀναγκαίως στήν ἑλληνική παράδοση. Ἡ θρησκευτική ὅμως παράδοση τῶν Ἑλλήνων δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική! Ἑπομένως τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἐκτείνεται καί σέ ὅλους αὐτούς τούς ἱστορικούς καί λοιπούς παράγοντες πού ἀναφέραμε ὡς διαμορφωτικούς τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά διδάσκονται στά σχολεῖα στά πλαίσια τοῦ μαθήματος τῆς ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων.
Αὐτό ἄλλωστε προκύπτει καί ἀπό τόν ἄλλον βασικό σκοπό τῆς παιδείας, τόν ὁποῖο τό Σύνταγμα τάσσει σ’ αὐτήν καί ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀνάπτυξη τῆς « ἐθνικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων». Αὐτό σημαίνει πρωτίστως πώς ὅλα τά στοιχεῖα πού συγκροτοῦν τήν ἔννοια τοῦ ἔθνους καί διαμορφώνουν τήν ἐθνική συνείδηση τοῦ Ἕλληνα πρέπει νά διδάσκονται στά πλαίσια τοῦ μαθήματος ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων , διότι εἶναι ὅλα διαμορφωτικά καί συντελεστικά καί τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ Ἕλληνα. Δέν πρέπει δέ νά ξεχνᾶμε, παρά τήν λυσσαλέα προσπάθεια πού γίνεται πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ἀπό τήν Νέα Τάξη Πραγμάτων, καί τούτη τήν ἀλήθεια πώς ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ἔννοιας τοῦ Ἔθνους εἶναι καί τό «ὁμόθρησκον», κατά τόν Ἡρόδοτο. Καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ καί ὁ συνταγματικός στόχος τῆς παιδείας γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων , δίχως τήν ἀνάπτυξη τῆς χριστιανικῆς ὀρθόδοξης συνείδησης πού ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς συνείδησης , ὥστε καί ἄν ἀκόμη δέν ἐτίθετο στό Σύνταγμα ὡς σκοπός τῆς παιδείας εἰδικῶς ἡ ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, καί πάλι θά ἦταν ὑποχρεωτική ἡ καλλιέργειά της στά πλαίσια τῆς ἀνάπτυξης τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τοῦ Ἕλληνα.Ἔτσι ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι μέ τήν σχεδιαζόμενη ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος καταργηθεῖ ἡ ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων , ὅπως ἀβασανίστως καί ἐπιπολαίως διαδίδεται, παραμείνει ὅμως ὡς βασικός σκοπός τῆς παιδείας ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης , τήν ὁποία βεβαίως δέν νομίζομε ὅτι θά τολμοῦσε ὁποιαδήποτε ἄθεη , ἀθεϊστική, ἀντιχριστιανική, ὁλοκληρωτική καί ὅπως ἀλλιῶς θέλει νά τήν φαντασθεῖ κανείς κυβερνητική πλειοψηφία νά ἀπαλείψει σέ κάποια ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγατος , καί πάλι ἡ ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων θά ἦταν ὑποχρεωτική, στά πλαίσια τῆς ἀνάπτυξης τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ὀργανικό στοιχεῖο ἀκατάλυτο!
Ἀπό τά παραπάνω συνάγεται ὅτι τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῆς ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων εἶναι εὐρύτατον καί ἔχει πρωτίστως θετικό χαρακτήρα. Τοῦτο σημαίνει ὅτι πρέπει νά εἶναι πάντα ἀναπτυξιακό καί ὄχι ἀνασταλτικό καί πολύ περισσότερο καταργητικό τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης. Ὁ ὅρος « ἀνάπτυξη » πού προτιμήθηκε ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη, σημαίνει κατά κυριολεξία τήν ποσοτική καί ποιοτική πρόοδο κάποιου ἀγαθοῦ γενικῶς, καί ἐν προκειμένῳ τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης , ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν συνεχῆ καλλιέργειά του. Κατά κανόνα, ἄν ὄχι πάντοτε, ἡ ἀνάπτυξη ἐπιτυγχάνεται μέ θετικά μέσα καί μέτρα. Ἑπομένως ἀποκλείεται ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῆς ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης πρῶτον οἱ ὁποιεσδήποτε ἀθεϊστικές ἀντιλήψεις, δεύτερον οἱ ἀντιχριστιανικές καί εἰδικότερα οἱ ἀντορθόδοξες διδασκαλίες, τρίτον οἱ γενικές περί θρησκείας ἀπόψεις , οἱ ὁποῖες ἀνήκουν στήν θρησκειλογία, ἡ ὁποία λόγω τοῦ ἀμιγῶς γνωσιολογικοῦ της περιεχομένου δέν συμβάλλει στήν ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης , ἀλλά μᾶλλον στήν σύγχυση καί τήν ἀναστολή της. Καί τοῦτο ἐπειδή ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση δέν εἶναι μόνο γνώση , ἀλλά καί ἐμπειρία καί βίωμα.
Ἀντίθετα στό ἀπό τό Σύνταγμα ἐπιβαλλόμενο περιεχόμενο τοῦ μαθήματος αὐτοῦ πρέπει νά ἐνταχθεῖ πρωτίστως ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἱστορικοί , κοινωνικοί καί πολιτιστικοί παράγοντες πού συνέβαλλαν στήν ἐμπέδωσή της καί ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς χριστιανικῆς ἑλληνικῆς παράδοσης. Αὐτό ἀπό νομική ἄποψη σημαίνει ὅτι τό μάθημα τῆς ἀνάπτυξης τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων δέν ἔχει μόνο ὁμολογιακό περιεχόμενο , ἀλλά καί ἱστορικό, κοινωνικό καί πολιτιστικό μαζί, καί ἡ ἀνάδειξη ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων τῆς ἑλληνορθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης ἐπιτυγχάνει τήν ἀπό τό Σύνταγμα σκοπούμενη ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης.Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε πώς τό μάθημα τῆς ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων ἀποτελεῖται ἀπό δυό ὀργανικῶς καί γι’ αὐτό ἀρρήκτως συνδεδεμένα μεταξύ τους στοιχεῖα, τό θρησκευτικό καί τό πολιτιστικό, τά ὁποῖα συνιστοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα ἱστορικῶς καταξιωμένη. Τοῦτο σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά τά ξεχωρίσομε μεταξύ τους τά δυό αὐτά ἱστορικά στοιχεῖα , διότι ὁ ἑλληνικός πολιτισμός δέν νοεῖται χωρίς τή χριστιανική του διάσταση καί ὁ ὀρθόδοξος χριστιανισμός τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς δίχως τήν ἑλληνική του ἀνεξίτηλη ἀπόχρωση. Κατ’ ἀνάγκη λοιπόν μιλᾶμε γιά μάθημα ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ!
Ἕνα τέτοιο μάθημα δέν ἔχει τό δικαίωμα κανένας Ἕλληνας νά τό ἀρνηθεῖ , διότι ὅπως λέει ὁ καθηγητής καί ἀκαδημαϊκός Μαριάνος Καράσης: «κανείς δέν δικαιοῦται μέσα στήν ἐκπαιδευτική διαδικασία νά ἀρνεῖται τήν ἐκμάθηση ἑνός ἑλληνοχριατιανικοῦ πολιτισμοῦ μέ οἰκουμενική διάσταση. Ἡ γνώση τοῦ ὀρθόδοξου πολιτισμοῦ ὄχι μόνο δέν ἀντιτίθεται στίς ἀπαιτήσεις τοῦ πλουραλισμοῦ , ἀλλά ἀκριβῶς τίς ἱκανοποιεῖ. Γι’ αὐτό καί ὁ ὑποχρεωτικός χαρακτήρας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ὑπό τό ὡς ἄνω περιεχόμενο, ὄχι μόνο δέν ἀναιρεῖ , ἀλλά ἐπισφραγίζει τόν σεβασμό τῶν οἱωνδήποτε διαφορετικῶν πεποιθήσεων ».
Καί ἐρχόμεθα τώρα στό ἄλλο μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐπιλογῆς τοῦ κατά τό Σύνταγμα ὀρθότερου ὀνόματος τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν. Μέχρι σήμερα ἐπικρατεῖ ὁ ὅρος «Μάθημα Θρησκευτικῶν». Ὅ ὅρος αὐτός ὅμως εἶναι ἐσφαλμένος τόσο ἀπό νομική-συνταγματική ἄποψη, ὅσο καί ἀπό τή θεολογική του θεώρηση. Καί πρῶτον ἀπό νομική – συνταγματική ἄποψη πρέπει νά σημειώσομε ἐξ ἀρχῆς ὅτι στό Σύνταγμα δέν ἀπαντᾶται ὁ ὅρος « θρησκευτικά » ὡς προσδιοριστικός τοῦ μαθήματος τῆς ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων. Ἑπομένως ὁ ὅρος αὐτός εἶναι ὁπωσδήποτε «ἐξωσυνταγματικός», μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀγνοεῖται ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη, ὁ ὁποῖος καί στό σημεῖο αὐτό εἶναι πολύ προσεκτικός. Ὁ ὅρος «θρησκευτικά» σημαίνει ὅλα ἐκεῖνα πού ἔχουν σχέση μέ τή θρησκεία γενικῶς. Ὡς ἐπίθετο προσδιορίζει κάποιο οὐσιαστικό , ὅπως ζητήματα, θέματα, γεγονότα, ἀλλά καί μαθήματα, ἀναφερόμενα γενικῶς στή θρησκεία καί ὄχι μόνο στόν χριστιανισμό. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή μποροῦμε νά ποῦμε πώς στά θρησκευτικά θέματα γενικῶς ἐμπίπτει καί ἡ θρησκευτική συνείδηση. Ἀλλά καί κάθε θέμα πού ἔχει νά κάνει μέ ὁποιαδήποτε θρησκεία καί ὄχι μόνο μέ τή χριστιανική. Διότι «θρησκευτικά» εἶναι καί τά ὅσα διδάσκουν καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Κι’ ἔτσι παρέχεται ἰσχυρό ἐπιχείρημα στούς ἄλλους νά ὑποστηρίζουν ὅτι τό Σύνταγμα ἀναφέρεται στήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης γενικῶς καί ἀδιακρίτως καί ὄχι μόνο τῆς χριστιανικῆς. Ἑπομένως γιά τό λόγο ὅτι δέν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος αὐτός ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη, πρέπει νά θεωρηθεῖ νομικά ὡς ἐξωσυνταγματικός καί ὡς τέτοιος νά ἀποφεύγεται. Δεύτερον ἀπό θεολογική ἄποψη καί πάλι ὁ ὅρος αὐτός δέν εἶναι ὀρθός γιά τόν ἐξῆς λόγο: Ὁ ὅρος αὐτός , ὅπως εἴπαμε ἤδη, ἀναφέρεται γενικῶς στίς θρησκεῖες, ὄχι ὅμως καί στό χριστιανισμό, διότι ὁ χριστιανισμός δέν εἶναι θρησκεία, εἶναι ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τό Θεό ἀλήθεια, εἶναι πίστη, εἶναι Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει μία νέα θρησκεία , ἀλλά γιά νά ἀποκαλύψει στόν κόσμο τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἐπί τῆς ὁποίας θεμελίωσε τήν Ἐκκλησία του. Οἱ θρησκεῖες εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα , ἐνῶ ὁ χριστιανισμός εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ τό ἀναφερόμενο στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦν Χριστόν. Καταχρηστικῶς λοιπόν θεωροῦμε καί τόν χριστιανισμό θρησκεία , ἐνῶ τό ὀρθόν εἶναι νά ἀναφερόμαστε σ’ αὐτόν ὡς ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου! Ἑπομένως καί ἀπό θεολογική ἄποψη ὁ ὅρος «μάθημα θρησκευτικῶν» εἶναι ἀπορριπτέος. Εἶναι δέ ἀπορριπτέος καί γιά τόν λόγο ὅτι στή χρήση αὐτοῦ ὀφείλονται τά περισσότερα ἀπό τά προβλήμαα πού δημιουργοῦνται κατά καιρούς στό χῶρο αὐτό. Κυρίως ὁ ὅρος «μάθημα Θρησκευτικῶν» παρέχει ἐπιχειρήματα στούς ὑποστηρικτές τῶν ἀρνητικῶν ἀπόψεων καί ἰδιαιτέρως σέ ὅσους ὑποστηρίζουν τόν διαθρησκειακό χαρακτήρα τοῦ μαθήματος. Διότι « μάθημα Θρησκευτικῶν» , ὅπως εἴπαμε, εἶναι τό μάθημα πού ἀναφέρεται γενικῶς στίς θρησκεῖες.
Τίθεται ἑπομένως ζήτημα ἀναζήτησης τοῦ ὀρθοῦ ἀπό νομική τουλάχιστον ἄποψη ὀνόματος τοῦ καταχρηστικῶς λεγομένου μαθήματος «τῶν Θρησκευτικῶν». Στό χῶρο τῆς νομικῆς ἐπιστήμης ὑποστηρίχθηκε ἡ ἄποψη ὅτι προτιμότερο εἶναι τό ὄνομα « μάθημα ὀρθόδοξης χριστιανικῆς κληρονομιᾶς», διότι καλύπτει ὅλο τό φάσμα τῆς χριστιανικῆς συνείδησης, ὅπως τήν προσδιορίσαμε παραπάνω. Τήν ἄποψη αὐτή ὑποστηρίζει ὁ προαναφερθεῖς ὁμότιμος καθηγητής τῆς Νομικῆς του Α.Π.Θ. Μαριάνος Καράσης στό ἔργο του: « Δίκαιο καί Ὀρθόδοξη Θεολογία – Σημεῖα ἐπαφῆς στό παράδειγμα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν». Τόν βρίσκω ἀπό γενικότερη ἄποψη ὀρθό αὐτόν τόν ὄρο, ἀλλά δέν μέ ἀναπαύει συνταγματικῶς θά ἔλεγα. Ἡ ἄποψή μου εἶναι ὅτι τόν ὅρο αὐτόν πρέπει νά ἀντλήσομε ἀποκλειστικῶς μέσα ἀπό τό Σύνταγμα. Καί νομίζω πώς ὑπάρχει τέτοια δυνατότητα . Κατά τή γνώμη μου ὁ ὅρος αὐτός παρέχεται αὐτούσιος ἀπό τήν ἴδια τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 16§2 τοῦ Συντάγματος. Πρόκειται γιά τή φράση πού περιέχεται σ’ αὐτό : «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης». Γι’ αὐτό προτείνω ὡς τό πλέον ἐνδεδειγμένο συνταγματικῶς ὄνομα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν τό ὄνομα: « Μάθημα Ἀνάπτυξης τῆς ἑλληνορθόδοξης Θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων». Ἡ προσθήκη τοῦ ὅρου «ἑλληνορθόδοξη» εἶναι καθόλα συνταγματική, σύμφωνα μέ τά ὅσα ἔγιναν δεκτά παραπάνω ἀναφορικά μέ τό συνταγματικό περιεχόμενο τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων.
Μέ τήν καθιέρωση τοῦ ὀρθοῦ ἀπό συνταγματική ἄποψη αὐτοῦ ὀνόματος τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀποκλείονται ὅλες οἱ ἀντιχριστιανικές καί ἀντορθόδοξες ἀντιλήψεις πού προσπαθοῦν νά περάσουν μέσα ἀπό τό μάθημα αὐτό στήν ἐκπαίδευση οἱ ἀσκοῦντες σήμερα τήν ἐξουσία στή Χώρα μας.
Τό «πρόβλημα τοῦ «Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν » τείνει νά μετατραπεῖ περισσότερο ἀπό καθαρῶς «ἐκπαιδευτικό, παιδαγωγικό», σέ πρόβλημα « Συνταγματικό» μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες, μετά καί ἀπό τήν ἔκδοση τῶν γνωστῶν ἐπ’ αὐτοῦ ὀρθότατων ἀποφάσεων τοῦ Σ.τ.Ε. Περισσότερον συζητοῦμε καί προβληματιζόμαστε σήμερα γιά τήν συνταγματικότητα τῶν κρατικῶν ρυθμίσεων ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ καί λιγότερο γιά τίς ρυθμίσεις αὐτές καθεαυτές. Δυστυχῶς δέ ἀπό συνταγματική ἄποψη τό πρόβλημα ὁλοένα καί ἐπιτείνεται μέ κίνδυνο ἀπρόβλεπτων ἐξελίξεων. Ἡ ἀπευκτέα αὐτή ἐξέλιξη ὀφείλεται ἀποκλειστικῶς στήν ἀντισυνταγματική στάση τήν ὁποία τηρεῖ ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία ἀπέναντι στή Δικαστική. Οἱ ἀντισυνταγματικές ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ προθέσεις τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας ἀποκαλύφθηκαν μέ τήν ἔκδοση τῆς ἀπόφασης τοῦ Σ.τ.Ε., τήν ὁποίαν μέ ἰταμό θά τολμοῦσα νά πῶ τρόπο ἀρνεῖται νά ἐφαρμόσει .
Αὐτή ὅμως ἡ θέση τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας εἶναι ἀντισυνταγματική διότι καταλύει στήν οὐσία τήν ἀρχή τῆς διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν , ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τόν θεμέλιον λίθον τοῦ δημοκρατικοῦ μας πολιτεύματος. Ὅταν σέ μία χώρα δέν ἀναγνωρίζεται ἡ ἀρχή αὐτή, ἤ ὅταν ἀναγνωριζομένη παραβιάζεται τότε ἡ χώρα αὐτή δέν ἔχει πολίτευμα δημοκρατικό. Ἡ κατάλυση τἤς ἀρχῆς τῆς διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν ἐπάγεται αὐτομάτως αὐτοδικαίως καί αὐτοθρόως καί τήν κατάλυση τοῦ Συντάγματος συλλήβδην! Ἡ δέ κατάλυση τοῦ Συντάγματος θέτει σέ ἐφαρμογή τό ἄρθρο 120 §4 αὐτοῦ γιά ἀντίσταση τοῦ λαοῦ στήν ὁποίαν δικαιοῦται καί ὑποχρεοῦται νά προβεῖ μέ κάθε μέσον κατά τό Σύνταγμα. Ἡ εὐθύνη ἀνήκει σέ ὅλους μας κυρίως ὅμως στούς διαχειριζόμενους τήν ἐξουσίαν, καί ἰδιαίτερα τήν ἐκτελεστική καί δικαστική, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νά ὑπερασπισθοῦν τήν ἀρχή τῆς διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν πρός ὄφελος τοῦ δημοκρατικοῦ μας πολιτεύματος. Ὑπενθυμίζω σχετικῶς στό σημεῖο αὐτό χάρη τῆς ἱστορίας καί μόνον, α) τούς δικαστές σύμβολα Πολυζωΐδη καί Τερτσέτη, οἱ ὁποῖοι πρός διαφύλαξη ἀκεραίας της ἀρχῆς τῆς διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν διώχθηκαν , φυλακίσθηκαν , προπηλακίσθηκαν καί βασανίσθηκαν ἀπό τήν ξενόδουλη ἐκτελεστική ἐξουσία τῆς ἐποχῆς τους, καί β) τόν ἐθνικό μας ἡγέτη σύμβολο Ἐλευθέριο Βενιζέλο, ὁ ὁποῖος στό λόγο του κατά τήν ἐπίσημη ἔναρξη τῆς λειτουργίας τοῦ Σ.τ.Ε, εἶπε : « θά ἤμουν εὐτυχής ἄν ἡ πρώτη ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου τούτου ἀκύρωνε νόμο τῆς Κυβέρνησής μου!» Καί μέ τόν παρήγορο αὐτό ἀπόηχο τῆς ἱστορίας ὡς κατακλεῖδα τῆς εἰσηγήσεώς μου,
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ ὅλους σας