Συντάκτης:

Ανάμεσα στις δεσμεύσεις και τις ρυθμίσεις για το σύνολο της εκπαίδευσης, όπως ψηφίστηκαν πριν από λίγες μέρες στη Βουλή (Μνημόνιο 3), πρωτεύουσα θέση έχουν η αξιολόγηση και η κινητικότητα των εκπαιδευτικών και των δημοσίων υπαλλήλων γενικότερα.

Η νέα «συμφωνία», που έχει γίνει νόμος, αναφέρει ότι «η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων θα συνάδει με το γενικό σύστημα αξιολόγησης της δημόσιας διοίκησης».

Συνεχίζοντας, επισημαίνεται ότι «οι αρχές προτίθενται να εκσυγχρονίσουν και να ενισχύσουν σημαντικά την ελληνική διοίκηση και να εφαρμόσουν, σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα πρόγραμμα οικοδόμησης ικανοτήτων και αποπολιτικοποίησης της ελληνικής διοίκησης. Προς τούτο, θα καθοριστεί διεξοδική τριετής στρατηγική για μεταρρυθμίσεις μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015 (βασικό παραδοτέο) σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με πλήρη αξιοποίηση κάθε διαθέσιμης τεχνικής συνδρομής».

Τα βασικά παραδοτέα αυτής της διαδικασίας θα είναι «ένα σύγχρονο σύστημα αξιολόγησης των επιδόσεων έως τον Νοέμβριο του 2015. (…) Θα νομοθετήσουν το νέο πλαίσιο αξιολόγησης των επιδόσεων όλου του προσωπικού, με σκοπό την καλλιέργεια ενός πνεύματος επίτευξης αποτελεσμάτων». Παράλληλα τονίζεται ότι έως τον Δεκέμβριο του 2015 οι αρχές «θα θεσπίσουν ένα νέο σύστημα μόνιμης κινητικότητας».

Ουσιαστικά, με βάση τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το νέο νομοθετικό πλαίσιο, έχουμε μια επιστροφή στο παρελθόν, σαν μια μηχανή του χρόνου να γυρίζει πίσω τους εκπαιδευτικούς, λίγους μόνο μήνες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όταν η εκπαιδευτική κοινότητα βρισκόταν κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της αξιολόγησης με την οποία επιχειρούνταν να δημιουργηθούν «δεξαμενές» κινητικότητας–απόλυσης και να καθηλωθούν μισθολογικά οι εκπαιδευτικοί με βάση τη σύνδεση της αξιολόγησης με το ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο και τις ποσοστώσεις του.

Η «αποτίμηση»

Αμέσως σχεδόν μετά την κυβερνητική αλλαγή, στις 31 Ιανουαρίου 2015, με ανακοίνωσή του το υπουργείο Παιδείας διευκρίνιζε ότι «η αποτίμηση του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου είναι απαραίτητη και οφείλει να διεξάγεται με δημοκρατικό και συλλογικό τρόπο ως λειτουργία γνωστικής ανατροφοδότησης και αναστοχασμού και σκοπό την ουσιαστική βελτίωση του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου.

Με δεδομένο ότι οι τρέχουσες διαδικασίες “αξιολόγησης” δεν υπηρετούν τον εν λόγω σκοπό, αυτές αναστέλλονται προκειμένου να μελετηθούν σε βάθος όλοι οι συναφείς παράγοντες. Πάντοτε μέσα από ουσιαστικό διάλογο με όσους εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία και τους φορείς τους».

Οκτώ μήνες μετά, περνάμε από την αναστολή της αξιολόγησης του Μνημονίου 1-2, στην αξιολόγηση του Μνημονίου 3. Οι στόχοι κοινοί και προδιαγράφονται στον «μηχανοδηγό» της όλης διαδικασίας, τον ΟΟΣΑ, και τη «θεραπευτική του Αγωγή». Ωστόσο, για ακόμη μια φορά οι υπεύθυνοι γι’ αυτήν την εξέλιξη δεν διστάζουν να αλλάξουν τις ονομασίες και τις σημασίες των λέξεων, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και ανοχή. Αντικατέστησαν την «αξιολόγηση» με την «αποτίμηση» του εκπαιδευτικού έργου σε μια επιχείρηση απόσπασης της συναίνεσης των εκπαιδευτικών.

Για να μην παίζουμε με τις λέξεις, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (ΜacBeath, 2005˙ Σολομών 1999), η λογική της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου με τους δείκτες ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου δεν είναι τίποτα άλλο από τους τομείς και δείκτες που αναλύονται στο πλαίσιο της αυτοαξιολόγησης-αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, μια πρακτική που τα αποκαΐδια της εισπνέουν ακόμη οι εκπαιδευτικοί.

Οι δείκτες

Οφείλουμε να το ξεκαθαρίσουμε: Δεν υπάρχει «κακή» και «καλή» αξιολόγηση, αξιολόγηση που «βοηθάει» και αξιολόγηση που «δεν βοηθάει». Η αξιολόγηση έχει «βαθιές ρίζες» στο κοινωνικό σύστημα που ζούμε, είναι οργανικό μέρος της φυσικής και συμβολικής του βίας, κατάγεται από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και ταυτόχρονα την εκφράζει, την ισχυροποιεί και τη νομιμοποιεί.

Η αξιολόγηση μεταμορφώνει την εκμετάλλευση και την ταξική ανισότητα σε «φυσικούς» και «ορθολογικούς» δείκτες, περιορίζοντας σε βαθμό εξαφάνισης τις αντίθετες φωνές. Στη σημερινή περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, όπου η εκπαίδευση γίνεται εμπόρευμα, όπως ο καφές και τα καλλυντικά, η αξιολόγηση περνάει από τον παραδοσιακό ρόλο του τυπικού κοινωνικού ελέγχου των εκπαιδευτικών στην «τιμαριθμοποίηση» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, προκειμένου αυτή να έχει «ανταλλακτική αξία» για να κινηθεί στα διεθνή χρηματιστήρια των αξιών.

Είναι σαφές ότι η αυτοαξιολόγηση, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, η αποτίμηση ή με όποιο άλλο όνομα μεταμφιεστεί, με όποια μορφή κι ανεξάρτητα από το περιτύλιγμά της, καλείται να προωθήσει και να υλοποιήσει τις αναδιαρθρώσεις, την ταξική-αντιεκπαιδευτική πολιτική κατηγοριοποίησης σε σχολεία της πλέμπας-των πολλών και της ελίτ-αριστοκρατίας, με τα γνωστά «κουπόνια» και την «ελεύθερη επιλογή σχολείου», την πολιτική της υποχρηματοδότησης, των χορηγών, του περιορισμού των διορισμών, των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, της κινητικότητας, της καθήλωσης του μισθού και τελικά της απόλυσης.

Στην πραγματικότητα έρχεται να μεταθέσει την ευθύνη στη σχολική μονάδα και να ενοχοποιήσει για όλα τα κακώς κείμενα του εκπαιδευτικού συστήματος ατομικά τον εκπαιδευτικό, να νομιμοποιήσει και να εδραιώσει την κοινωνική ανισότητα σε όλες της τις διαστάσεις.

Ο έλεγχος

Κι αυτό, όταν η ταξική κοινωνία είναι πανταχού παρούσα μέσα στο σχολείο και μέσα στην τάξη (το πρόβλημα του μορφωτικού επιπέδου της οικογένειας, η επέκταση της φτώχειας και της ανεργίας και γενικά όλα τα προβλήματα που η αντιλαϊκή πολιτική φορτώνει στους εργαζομένους και στη νεολαία).

Η αξιολόγηση αποτελεί παραπέρα σύστημα ιδεολογικού ελέγχου και του ίδιου του εκπαιδευτικού, που με τον φόβο της δυσμενούς του μεταχείρισης, της εργασιακής «κινητικότητας» κ.λπ., μπορεί να λειτουργεί σαν παθητικό γρανάζι του συστήματος μέχρι και να μετατραπεί σε εργαλείο–μοχλό για αντιπαιδαγωγικές διαδικασίες.

Ο αγώνας των εκπαιδευτικών στο πεδίο της αξιολόγησης–αυτοαξιολόγησης συνέβαλε καθοριστικά στην ιδεολογική και πολιτική απονομιμοποίηση της αξιολόγησης, αναδεικνύοντας ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής στρατηγικής Ευρωπαϊκής Ενωσης – ΟΟΣΑ – κυβερνήσεων, αποδεικνύοντας, και από τη διεθνή εμπειρία, ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί σε καλή και κακή, «παιδαγωγική» ή τιμωρητική, εσωτερική ή εξωτερική, αλλά ότι σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί παρά να είναι μοχλός ιδεολογικής χειραγώγησης και υποταγής, μισθολογικής καθήλωσης και απόλυσης.

Αλλωστε η αξιολόγηση αποτελεί βασικό συστατικό της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στην Ελλάδα. Αποτελεί ένα από τα βασικότερα εργαλεία για την προσαρμογή της στις ανάγκες της οικονομικής ολιγαρχίας, μέσω της άμεσης σύνδεσής της με τις επιχειρήσεις (μαθητεία, οι επιχειρήσεις στις σχολικές τάξεις κ.λπ.), αλλά και την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους της λειτουργίας της. Αυτά προκύπτουν άλλωστε από τα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ.