Συνάδελφοι, δίνουμε στη δημοσιότητα κείμενο του κ. Αλέξανδρου Σπυριδωνίδη, νομικού συμβούλου του ΠΑΣΑΔ, που αφορά την απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου και τις πράξεις συμμόρφωσης χωρών με το κοινοτικό δίκαιο που είναι απόρροια αυτής της απόφασης, καθώς και το σχετικό infographic που δημιουργήσαμε.
ΠΑΣΑΔ
Το κείμενο έχει ήδη επιδοθεί σε κόμματα και σε πολιτικούς σχηματισμούς και θα επιδοθεί στο σύνολο των κομμάτων της ελληνικής Βουλής που θα προκύψει στις 8/7. Το χρησιμοποιούμε δε για ό,τι μέχρι σήμερα παλεύουμε, για τον ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΩΝ, τίποτε περισσότερο τίποτε λιγότερο.
“Το ζήτημα της εργασιακής αποκατάστασης των συμβασιούχων εκπαιδευτικών, με μακρά προϋπηρεσία, τέθηκε με οξύτητα σε όλες τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, κατά την τελευταία δεκαετία. Τούτο οφείλεται στη γενικευμένη προσφυγή των αντίστοιχων κρατών-μελών σε αλληλοδιάδοχες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης, που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν με τον διορισμό μόνιμου προσωπικού λόγω των νομοθετικών περιορισμών, οι οποίοι, με τη σειρά τους, τελούσαν σε συνάρτηση με την ενσκήψασα δημοσιονομική κρίση. Η καταχρηστική αυτή σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου, σε συστηματική βάση, είχε ως συνέπεια τον εγκλωβισμό και την καθήλωση χιλιάδων εκπαιδευτικών σε συνθήκες διαρκούς εργασιακής επισφάλειας. Ωστόσο, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λειτούργησε ως ανάχωμα στην εδραίωση της προπεριγραφείσας παθογένειας. Ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη στη συνάφεια αυτή, είναι η απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2014, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-22/13,C-61/13 έως C-63/13 και C-418/13 (Raffaella Mascolo κ.λπ. κατά Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca και Comune di Napoli), με την οποία κρίθηκε ότι οι συμβασιούχοι εκπαιδευτικοί εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της οδηγίας 1999/70/ΕΚ και έχουν αξίωση για τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων, που αποβλέπουν στην ανακούφιση της επισφαλούς εργασιακής κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει με υπαιτιότητα της Πολιτείας, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη ρήτρα 5 της προσαρτώμενης στην ανωτέρω οδηγία συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου.
Ακολούθως, με την απόφαση 187/15-6-2016 του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, κρίθηκε (σκέψη 18.1 του κυρίως δικανικού συλλογισμού) -και μάλιστα, υπό το κράτος ισχύος της διατάξεως του τετάρτου εδαφίου του άρθρου 97 του Ιταλικού Συντάγματος που προβλέπει ως γενικό τρόπο εισόδου στη δημόσια υπηρεσία την επιτυχία σε διαγωνισμό-, ότι η ληφθείσα με το άρθρο 1 περ. 109 του Νόμου 107/2015 πρόνοια για διευκόλυνση της προσλήψεως στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα των μακροχρονίως συμβασιούχων εκπαιδευτικών με όρους διάρκειας, αποτελούσε κατάλληλο και πρόσφορο αντισταθμιστικό μέτρο για την αποκατάσταση της βλάβης που είχαν υποστεί, λόγω ακριβώς της επί μακρόν απασχολήσεως τους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Στην ίδια κατεύθυνση, με την από 15-4-2016 απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Αριθμός υποθέσεως: 118/2012), που κατέστη αμετάκλητη, μετά την υποβολή παραιτήσεως από την ασκηθείσα κατ’ αυτής έφεση, κρίθηκε πως η αναγνώριση ότι ο αιτών εκπαιδευτικός κατέστη εργαζόμενος αορίστου χρόνου αποτελεί το αναγκαίο αντιστάθμισμα των δυσμενών συνεπειών που απέρρεαν για τον ίδιο από την καταχρηστική απασχόληση του ως συμβασιούχου ορισμένου χρόνου επί μακρόν. Ήδη δε, με το άρθρο 11 του Νόμου περί Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία, που ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε κατά το έτος 2016, ορίσθηκε ότι η σύμβαση ορισμένου χρόνου εργαζομένου, ο οποίος συμπληρώνει τριάντα (30) μήνες συνολικής απασχόλησης στη δημόσια υπηρεσία, ανεξαρτήτως της διαδοχής ή μη των συμβάσεων εργασίας του, μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου.
Περαιτέρω, για την εργασιακή τακτοποίηση της κατηγορίας των απασχολουμένων επί μακρόν συμβασιούχων εκπαιδευτικών αναλήφθηκε στην Πορτογαλία –ύστερα και από τις ασκηθείσες πιέσεις από μέρους της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για συμμόρφωση προς την οδηγία 1999/70- σχετική νομοθετική πρωτοβουλία που μορφοποιήθηκε με την δημοσίευση του Νόμου-Διατάγματος 83 Α/23-5-2014. Με το διάταγμα τούτο τροποποιήθηκε το άρθρο 42 του νομοθετικού διατάγματος 132/2012, εις τρόπον ώστε να παρέχεται σε συμβασιούχους εκπαιδευτικούς, που έχουν συμπληρώσει πενταετία διδάσκοντας δυνάμει συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η δυνατότητα να ζητήσουν την πρόσληψη τους με εργασιακή σύμβαση αορίστου χρόνου.
Ομοίως αξιοσημείωτη είναι η πρόσφατη απόφαση 966/2018 του Τμήματος Διοικητικής Δικαιοσύνης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ισπανίας (Tribunal Supremo- Sala de lo Contencioso Administrativo), η οποία με σημείο αναφοράς την προστατευτική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους συμβασιούχους εκπαιδευτικούς, αναγνώρισε ότι η συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων προσήκει να απολαμβάνει καθεστώτος προστασίας που προσιδιάζει σε εργασιακές σχέσεις αορίστου χρόνου και γι’ αυτό έκρινε ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους την 30η Ιουνίου εκάστου σχολικού έτους και συνακόλουθα η διακοπή της μισθοδοσίας τους αντίκειται στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κοινή συνισταμένη των δικαιοδοτικών τούτων κρίσεων και των αντίστοιχων νομοθετικών ρυθμίσεων, είναι ο επιτυχής συγκερασμός της τηρήσεως των συνταγματικών περιορισμών αναφορικά με τον τρόπο στελεχώσεως των δημοσίων υπηρεσιών, με την ικανοποίηση της αδήριτης κοινωνικής ανάγκης για άρση της εργασιακής επισφάλειας των απασχολούμενων στο δημόσιο τομέα εκπαιδευτικών με αλλεπάλληλες συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Η προηγηθείσα επισκόπηση των εξελίξεων στις υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, φανερώνει, όμως, παράλληλα και την αδικαιολόγητη υστέρηση συμμόρφωσης της Ελληνικής Πολιτείας προς τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου, από τις οποίες εκπορεύεται υποχρέωση ανάληψης θεσμικών πρωτοβουλιών για διασφάλιση σταθερών εργασιακών σχέσεων στους θιγόμενους συμβασιούχους εκπαιδευτικούς. Και τούτο, παρότι στην ελληνική έννομη τάξη υφίσταται από μακρού η διάταξη του άρθρου 8 παρ.3 του Νόμου 2112/1920, που παρέχει μάλιστα προστασία πληρέστερη εκείνης της Οδηγίας 1999/70, αφού κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του εθνικού δικαίου έχει επικρατήσει η ερμηνεία ότι μπορεί η σύμβαση να θεωρηθεί αορίστου χρόνου, έστω και αν μία μόνο σύμβαση που προσχηματικά ονομάσθηκε ορισμένου χρόνου, καταρτίσθηκε (βλ. ad hoc ΜονΠρωτΑθηνών 212/2015). Η παρατεινόμενη αθέτηση των θεμελιωδών συναφών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, απασχόλησε την Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στη συνεδρίαση αυτής της 20-2-2019, οπότε και εξετάστηκε η από 20-6-2018 αναφορά που υπέβαλε η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος, καταγγέλλοντας την μη πραγματοποίηση διορισμών μόνιμων εκπαιδευτικών στην Ελλάδα, καθώς και την άνιση αντιμετώπιση των αναπληρωτών εκπαιδευτικών σε σχέση με τους μόνιμους σε επίπεδο αμοιβών και δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, το ίδιο ζήτημα διερευνά και η Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ένταξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής”.