Δήλωση της Ιεράς Συνόδου της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας περί της Συνόδου της Κρήτης (2016) και περί του κειμένου «Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο»
Στην συνεδρίαση της ολομέλειας στις 15.11.2016, πρωτόκολλο No 22, η Ιερά Σύνοδος προέβη σε θεώρηση του κειμένου « Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο », που εγκρίθηκε από τη Σύνοδο της Κρήτης, στην Ελλάδα, τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, και εξέδωσε την ακόλουθη δήλωση:


Κατά τη συνεδρίαση στις 01.06.2016, πρωτόκολλο No 12, η ολομέλεια του σώματος της Ιεράς Συνόδου αποφάσισε να προτείνει την αναβολή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να συνεχίσουν την προετοιμασία για αυτήν. Σε αντίθετη περίπτωση, η Ιερά Σύνοδος δήλωσε ότι η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα λάβει μέρος σε αυτή.

Στη συνέχεια, παρόμοιες προτάσεις έγιναν από τις Ιερές Συνόδους άλλων Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες συμμετείχαν στην οργάνωση του Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι διοργανωτές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της νήσου Κρήτης δεν έλαβαν τις προτάσεις αυτές υπόψη. Στη συνέχεια τέσσερις αυτοκέφαλες Τοπικές Εκκλησίες δήλωσαν τη μη συμμετοχή τους (κατά χρονολογική σειρά): η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία (απόφαση της 1ης Ιουνίου), το Πατριαρχείο Αντιοχείας (απόφαση της 6ης Ιουνίου), η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας (απόφαση της 10ης Ιουνίου), και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία (απόφαση της 13ης Ιουνίου).

Από τις 16 Ιουνίου έως τις 27 στην Ορθόδοξη Ακαδημία στο νησί της Κρήτης, της Ελληνικής Δημοκρατίας, πραγματοποιήθηκε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά χωρίς τη συμμετοχή των τεσσάρων Τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά και χωρίς τη συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική (OCA), που αναγνωρίζεται από την βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία ως αυτοκέφαλη, η συμμετοχή της οποίας, από την αρχή της προετοιμασίας, δεν προβλεπόταν, ούτε ως επισκέπτες. Εκπρόσωποι των μέσων μαζικής ενημέρωσης και επισκέπτες από ετερόδοξες θρησκευτικές κοινότητες (Ρωμαιοκαθολική, Αγγλικανική, κ.λπ.) ήταν παρόντες στη Σύνοδο.

Η Σύνοδος της Κρήτης ψήφισε και δέχθηκε έξι προ-συνοδικά έγγραφα με τις γνωστές αλλαγές, καθώς και την “Εγκύκλιο» και το “Μήνυμα». Τριάντα τρεις από τους επισκόπους που συμμετείχαν στη Σύνοδο δεν υπέγραψαν το έγγραφο «Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο» και μερικοί από τους Ορθόδοξους ιεράρχες που δεν υπέγραψαν (συμπεριλαμβανομένων έγκυρων Ορθόδοξων θεολόγων) έχουν εκδώσει κείμενα δημόσια με εξηγήσεις για τη στάση τους.

Στην επιστολή του, πρωτόκολλο No 798 / 07.14.2016 (Συνοδική Αρχιγραμματεία με εισερχόμενο αριθμό 498 / 20.9.2016), η Αυτού Αγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος απέστειλε προς την Ιερά Σύνοδο της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας την ψηφοφορία και τα υιοθετηθέντα έγγραφα της Συνόδου. Μετά από μία εξειδικευμένη μετάφραση, που διεξήχθη από ένα μεταφραστή εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό, οι επαρχιούχοι Μητροπολίτες έλαβαν τα δεδομένα έγγραφα.

Το πρώτο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι σε σύγκριση με τις προ-συνοδικές εκδόσεις τους, τα έγγραφα που ψηφίστηκαν και εγκρίθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης έχουν υποβληθεί σε ορισμένες, αλλά ασήμαντες αλλαγές, ανεπαρκείς για μία Πανορθόδοξη αποδοχή τους.

Περί του εγγράφου «Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο»

Όσον αφορά την παράγραφο 4 του κειμένου, μπορούμε να πούμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντα κατανοούσε «την ενότητα όλων», ως ένωση η επιστροφή στην μάνδρα της δια του Αγίου Βαπτίσματος, Αγίου Χρίσματος, και της Μετάνοιας, για όλους εκείνους που χάθηκαν «στα στοιχεία αυτού του κόσμου» και εξέπεσαν μακριά από αυτήν στην αίρεση και στο σχίσμα, σύμφωνα με τους Κανόνες της Εκκλησίας. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ποτέ δεν έχασε την ενότητά της στην πίστη και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και δεν μπορεί να δεχθεί τους ισχυρισμούς περί «αποκατάστασης της ενότητας» με «άλλους Χριστιανούς», στο μέτρο που υφίσταται η δεδομένη ενότητα πάντα στο Σώμα του Χριστού, και αυτή η ίδια η ενότητα και η μοναδικότητα είναι οι βασικοί ορισμοί της Εκκλησίας.
Ομοίως, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να αγκαλιάσει τις διάφορες έννοιες και διδασκαλίες, βάσει των οποίων οι ετερόδοξοι δίνουν ουσία σε αυτήν την ένωση. Αυτές είναι οι θεωρίες για την ύπαρξη κάποιου είδους απατηλής «ενότητας» όλων των χριστιανικών δογμάτων, όπως, για παράδειγμα, η διδασκαλία της «αόρατης Εκκλησίας», «η θεωρία των κλάδων», «η βαπτισματική θεολογία» η «η ισότητα των χριστιανικών δογμάτων». Όλες αυτές οι θεωρίες μπορούν να συνδεθούν με τη σχολαστική διδασκαλία της κτιστής χάρης του Αγίου Πνεύματος, την οποία η Αγία Εκκλησία συνοδικώς έχει καταδικάσει. Εάν υιοθετηθούν οι εν λόγω διδασκαλίες, τότε η παρουσία της χάριτος του Θεού στις διάφορες χριστιανικές ομολογίες μπορεί να δικαιολογηθεί, διαφέρουσα στα ποικίλα χριστιανικά δόγματα τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.

Σύμφωνα με αυτή την ετερόδοξη θεωρία υποτίθεται ότι λειτουργικές πράξεις που τελούνται σε μία χριστιανική κοινότητα, μπορούν να επικαλούνται, με διάφορα μέσα, μία ευλογημένη ζωή, που ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες του κάθε χριστιανικού δόγματος. Αυτή η θεολογική θεωρία υποστηρίζει ότι λειτουργικές ενέργειες μπορούν να παρέχουν πρόσβαση στη σωτηρία για τους Χριστιανούς των αντίστοιχων κοινοτήτων, στις οποίες ανήκουν. Υπό το φως αυτής της υποτιθεμένης παρουσίας χάριτος σε όλα τα χριστιανικά δόγματα, συνεπάγεται ότι θα πρέπει να καταβάλουμε κοινές προσπάθειες για την επίτευξη της πληρότητας της ενότητας εν Χριστώ (βλέπε το διάταγμα για τον Οικουμενισμό της Δευτέρας Βατικανής).

Όσον αφορά την αναζήτηση για τη «χαμένη ενότητα όλων των Χριστιανών» εκπεφρασμένη και δηλωμένη στην παράγραφο 5, θεωρούμε αυτή μη αποδεκτέα και απαράδεκτη, καθόσον η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν έχασε την εσωτερική της ενότητα παρά τις αιρέσεις και τα σχίσματα που αντιπροσωπεύουν μία απόσχιση από το Σώμα της Εκκλησίας, από την οποία το σώμα δεν χάνει την αρχική οντολογική ακεραιότητά του, η οποία συνίσταται στην οντολογική αδιαιρετότητα της υπόστασης του Χριστού.
Στις παραγράφους 6, 16, και 20 αναγνωρίζεται η «ιστορική ονομασία» των «άλλων, όχι σε κοινωνία μαζί μας, ετεροδόξων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών», παρά ότι η παράγραφος 1 ισχυρίζεται το αντίθετο, δηλαδή, ότι καμία αιρετική η σχισματική κοινότητα δεν μπορεί να ονομάζεται «Εκκλησία». Η παρουσία πλήθους Εκκλησιών είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τα δο­γματα και τους Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επιπλέον, η πρώτη παράγραφος θεσπίζεται βάσει της παραγράφου 2: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεμελιώνει την ενότητα της Εκκλησίας στο γεγονός της δημιουργίας της από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, και στην κοινωνία της Αγίας Τριάδας και στα μυστήρια. Αυτή η ενότητα εκφράζεται μέσα από την αποστολική διαδοχή και την Πατερική Παράδοση και συνεχίζεται στην Εκκλησία μέχρι σήμερα».
Η προσθήκη της έκφρασης «ιστορική ονομασία» και η διευκρίνιση ότι οι ετερόδοξες ομολογίες δεν είναι σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αλλάζει την προβληματική φύση και το επισφαλές του συγκεκριμένου κειμένου. Στο παράθεμα, στην παράγραφο 6, ασύγκριτες πραγματικότητες τίθενται σε σύγκριση. Μπορεί πραγματικά η ονομασία «Ορθόδοξη» που σχετίζεται με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, τον ιστορικά επιβεβαιωμένο τίτλο, να ελαττωθή στην πρα­­γματικότητα και να μειωθεί σε σπουδαιότητα; Οποιοδήποτε κατάλληλο όνομα που προκύπτει στην ιστορία αντανακλά τη συγκεκριμένη ουσία, την υπάρχουσα πραγματικότητα. Διαφορετικά, είναι μία έννοια χωρίς πραγματικό νόημα, απλά κάποιο είδος ονόματος χωρίς πραγματικό αντικείμενο που να το εκφράζει και να το αντανακλά. Μία τέτοια ονομασία χωρίς πραγματικό αντικείμενο είναι μία μυθοπλασία.

Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί στο συνοδικό έγγραφο ότι η «ιστορική ονομασία» των «εκκλησιών», αναφερόμενη σε αυτές τις κοινότητες που εξέπεσαν μακριά από την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι μία πλασματική ονομασία, χωρίς καμία πραγματική αναφορά στην πραγματικότητα. Αν δεν διατυπώσουμε αυτήν την επιφύλαξη, στη συνέχεια, η ιστορική ονομασία «ετερόδοξες εκκλησίες» θα έχει την πραγματική ιστορική αναφορά της σε αυτό στο οποίο αναφέρεται. Δηλαδή, θα αναγνωρίσουμε μία πραγματική ύπαρξη των άλλων εκκλησιών, διαφορετική από την Ορθόδοξη, η οποία σαφώς έρχεται σε αντίθεση με την παράγραφο 1 και με τις πρώτες λέξεις της παραγράφου 6 του παρόντος εγγράφου (Η Εκκλησία είναι η Μία και μοναδική).

Η δήλωση που διατυπώνεται στην παράγραφο 12, ότι «στους θεολογικούς διαλόγους, ο κοινός στόχος όλων είναι η απόλυτη αποκατάσταση της ενότητας στην αληθινή πίστη και αγάπη», είναι πολύ απλοϊκή και δεν εκφράζει επαρκώς τις διαστάσεις της διαδικασίας. Η ενότητα προϋποθέτει την ενότητα της πίστεως, του πνεύματος και ενέργειας για όλους τους δογματικούς όρους και τους Κανόνες της Εκκλησίας, που έχουν εγκριθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους, αλλά και σε σχέση με τη λειτουργική παράδοση και την μυστηριακή ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Τα μέσα για την επίτευξη αυτής της ενότητας κείνται στην μετάνοια, στην ομολογία της Ορθόδοξης πίστης, και στο Βάπτισμα.
Στην παράγραφο 20 ορίζεται ότι «Οι προοπτικές για τη διεξαγωγή θεολογικών διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του υπόλοιπου χριστιανικού κόσμου καθορίζονται πάντα βάσει των κανονικών αρχών της ορθόδοξης εκκλησιολογίας και τα κανονικά κριτήρια της ήδη παραδεδομένης Εκκλησιαστικής Παράδοσης», αλλά πιο ακριβές θα είναι να αντικατασταθεί η έκφραση «παραδεδομένης Εκκλησιαστικής Παράδοσης» με «της Παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Η συνολική εντύπωση αυτού του εγγράφου είναι ότι περιέχει πολλές αμφίσημες εκφράσεις και αποκλίσεις της εκκλησιολογικής ορολογίας. Είναι επίσης σημαντικό ότι ο βασικός σκοπός των συνεχιζόμενων θεολογικών διαλόγων με ετερόδοξες ομολογίες, ο οποίος είναι η επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία συμφώνως προς την κανονική τάξη, δεν διαφαίνεται και δεν εκφράζεται επαρκώς σε αυτό το κείμενο, καθώς επίσης και ότι οι κύριες βάσεις και αρχές αυτών των διαλόγων δεν είναι σαφώς διατυπωμένες σύμφωνα προς το σκοπό αυτό. Αντ’ αυτού, στην παράγραφο 16 και εξής, η μη κυβερνητική οργάνωση «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», την οποία, δόξα τω Θεώ, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία εγκατέλειψε πριν από πολύ καιρό, νομιμοποιείται.
Σε αντίθεση με τον κύριο σκοπό, τον οποίο αναφέραμε ανωτέρω στην παράγραφο 6, το έγγραφο (παράγραφοι 9-15) πολύ μεθοδικά και εξαντλητικά ρυθμίζει τη μεθοδολογία για τη διεξαγωγή των διαφόρων διαλόγων.
Η παράγραφος 22 θεσπίζει την αρχή του αλάθητου της Συνόδου της Κρήτης και της μη-κριτικής στάσης έναντι αυτής, στο μέτρο που η αναφερόμενη παράγραφος δηλώνει ότι «η διατήρηση της αληθινής Ορθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο μέσω του συνοδικού συστήματος, το οποίο εκπροσωπεί πάντα την ανώτατη αρχή στην Εκκλησία σε θέματα πίστης και κανονικών διατάξεων». Αλλά θα ήταν δυνατό να καταδειχθούν ολόκληρες περίοδοι της ιστορίας της Εκκλησίας που αποδεικνύουν ότι το τελικό κριτήριο για την έγκριση των Οικουμενικών Συνόδων είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση ολόκληρου του Ορθόδοξου πληρώματος. Το σύστημα των Οικουμενικών και Πανορθόδοξων Συνόδων δεν εγγυάται αυτόματα η μηχανικά την ακρίβεια της πίστεως ομολογουμένης από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.
Κύριον Συμπέρασμα
Η Σύνοδος, στο νησί της Κρήτης δεν είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, ούτε Πανορθόδοξη.

Αυτό οφείλεται στη μη συμμετοχή σε αυτήν ενός αριθμού τοπικών αυτοκέφαλων Εκκλησιών, καθώς και στα παραδεχθέντα οργανωτικά και θεολογικά λάθη. Παρά το γεγονός αυτό, σεβόμαστε και εκτιμούμε τις προσ­­πάθειες όλων των διοργανωτών και των συμμετασχόντων σε αυτήν.
Η προσεκτική μελέτη των εγγράφων που υιοθετήθηκαν στη Σύνοδο της Κρήτης μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε ορισμένα από αυτά περιέχονται ασυμφωνίες με την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με τη δογματική και κανονική Παράδοση της Εκκλησίας, και με το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.
Τα έγγραφα που εγκρίθηκαν στην Κρήτη πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω θεολογική εξέταση με σκοπό την τροποποίηση, την επεξεργασία και τη διόρθωση η την αντικατάσταση με άλλα (νέα έγγραφα) σύμφωνα με το πνεύμα και την Παράδοση της Εκκλησίας.
Η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα, ένα ζωντανό μέλος της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ως μέλος του Σώματος του Χριστού, ως το ίδιο το Σώμα στην τοπική επικράτεια της Βουλγαρίας και των βουλγαρικών επαρχιών στο εξωτερικό, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία θα συνεχίσει την αδελφική ευχαριστιακή, πνευματική, δογματική και κανονική κοινωνία με όλες τις υπόλοιπες Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, τόσο αυτών που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Κρήτης όσο και εκείνων που δεν συμμετείχαν. Η Εκκλησία δεν είναι μία κοσμική οργάνωση, αλλά ένας Θεανθρώπινος οργανισμός. Δεν είναι και δεν πρέπει να υπόκειται στην συν­οδική ζωή της στην επιρροή των πολιτικών και των κοσμικών συμφερόντων που προκύπτουν από τις διαιρέσεις τους. Κεφαλή της είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή.

Οι αρχές της αυτοκεφαλίας και της καθολικότητας της εκκλησιαστικής ζωής όχι μόνο δεν είναι αντιφατικές, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, και απορρέουν η μία από την άλλη και βρίσκονται η μία μέσα στην άλλη σε πλήρη ενότητα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025