Η τηλεκπαίδευση συνέτεινε στη διεύρυνση των ανισοτήτων πρόσβασης στην εκπαίδευση, και αυτό αφορά κυρίως (αλλά όχι μόνο) τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, αναφέρει το Μέρα25 σε ανακοίνωση του.
Η ανακοίνωση:
Συμπληρώθηκε ένας χρόνος όπου η εκπαιδευτική διαδικασία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης διεξάγεται κυρίως εξ αποστάσεως. Έχουμε πλέον όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για να επιχειρήσουμε μια αποτίμηση της διαδικασίας της τηλεκπαίδευσης όπως εφαρμόστηκε στα δημόσια σχολεία, τόσο όσον αφορά στις τεχνικές λύσεις που επιλέχθηκαν όσο και στην οργάνωση της διαδικασίας και στο γνωστικό και συναισθηματικό αποτύπωμά της στα παιδιά.
Το ταξίδι στον άγνωστο κόσμο της τηλεκπαίδευσης (για τη συντριπτική πλειονότητα εκπαιδευτικών και μαθητών) ξεκίνησε με τη γνωστή ραγιάδικη και μεταπρατική νοοτροπία των κυβερνώντων : επιλέχθηκαν από το ΥΠΑΙΘ (αλλά και τα Πανεπιστήμια!) με συνοπτικές (και άρα αδιαφανείς) διαδικασίες λογισμικά τηλεδιάσκεψης/τηλεκπαίδευσης μεγάλων αμερικάνικων πολυεθνικών.
Χωρίς καμία προηγούμενη μελέτη -ή για την ακρίβεια σε πείσμα υπαρχουσών μελετών- η πολιτική ηγεσία αγνόησε τις διαθέσιμες λύσεις ελεύθερου λογισμικού, τις μητροπολιτικές ευρυζωνικές υποδομές που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια του Γ ΚΠΣ, την τεχνογνωσία που έχουν τα Πανεπιστήμια που προσφέρουν εδώ και χρόνια υπηρεσίες τηλεκπαίδευσης, αλλά και την τεχνογνωσία που διαθέτουν Ερευνητικά Ινστιτούτα όπως το «Διόφαντος» και οργανισμοί του δημοσίου όπως η ΕΔΥΤΕ. Το ΥΠΑΙΘ επέλεξε για λογισμικό σύγχρονης τηλεκπαίδευσης στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια ένα παιδαγωγικά ακατάλληλο και με κενά ασφάλειας λογισμικό.
Χάθηκε μια ακόμα ευκαιρία η πανδημία να αντιμετωπιστεί ως ευκαιρία : να αναβαθμιστούν ουσιαστικά οι υποδομές των δημόσιων σχολείων και του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου, να υποστηριχθεί με ελεύθερο λογισμικό και επαγγελματίες Πληροφορικής η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης και να δημιουργηθούν δομές υποστήριξης των εκπαιδευτικών στην αξιοποίηση της τηλεκπαίδευσης και στη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού. Έτσι το κόστος θα ήταν πρακτικά ελάχιστο, ενώ οι επενδύσεις σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό θα δημιουργούσαν προστιθέμενη αξία που θα παρέμενε στη χώρα και μετά τη λήξη της πανδημίας.
Για μια ακόμα φορά «πετάξαμε» 2 εκ. ευρώ στο θηρίο που δεν χορταίνει, αυτό που μετέτρεψε την Ελλάδα σε αποικία χρέους, που υποθήκευσε το μέλλον μας στη διεθνή επιτροπεία. Μείζονος σημασίας ζήτημα είναι η διαχείριση των προσωπικών δεδομένων εκατοντάδων χιλιάδων ανηλίκων μαθητών και εκπαιδευτικών και οι δεσμεύσεις που έχει(;) αναλάβει η εταιρεία που παρέχει το λογισμικό τηλεκπαίδευσης. Εδώ, αντί άλλου σχολίου παραθέτουμε σχετική ανακοίνωση του Τομέα Ψηφιακής Πολιτικής του ΜέΡΑ25: «Δεν είναι δυνατόν το Υπουργείο Παιδείας να επαφίεται σε μια σύμβαση για τη διαχείριση προσωπικών δεδομένων, τα οποία μπορούν να εξαχθούν με διάφορους τρόπους από το οπτικοακουστικό υλικό. Τέτοιες συμβάσεις, όπως είδαμε κατ’ επανάληψη με το Facebook και το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, δεν γίνονται σεβαστές από τις εταιρείες. Και αυτό γιατί η διαρροή των δεδομένων είναι πολύ δύσκολο να βγει στην επιφάνεια, ενώ ταυτόχρονα τα οφέλη είναι τεράστια.»
Ακόμα και αν τα σχετικά με την τεχνολογική πλευρά της τηλεκπαίδευσης θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια κακή στιγμή που έγινε υπό την πίεση της πανδημίας, υπάρχει και η αμιγώς εκπαιδευτική πλευρά της τηλεκπαίδευσης : πώς αποτιμάται η προετοιμασία του εκπαιδευτικού συστήματος για την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης (ειδικά στη δεύτερη καραντίνα διαρκείας), ποιος ο αντίκτυπός της στο γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο των παιδιών;
Τεκμηριώνουμε τις εκτιμήσεις μας χρησιμοποιώντας πορίσματα από τη «Μελέτη Εκτίμησης Αντικτύπου Σχετικά με την Προστασία Δεδομένων», που εκπόνησε εκ μέρους του ΥΠΑΙΘ το Εργαστήριο Νομικής Πληροφορικής του ΕΚΠΑ και ευρήματα έρευνας με συμμετοχή 2.548 μαθητών και 963 καθηγητών στα πλαίσια του μαθήματος «Διδακτική Μεθοδολογία», του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ που αφορούσε στην τηλεκπαίδευση στα δημόσια σχολεία (δημοσιεύτηκε την 1/2/2021 στην «Καθημερινή».
Η τηλεκπαίδευση συνέτεινε στη διεύρυνση των ανισοτήτων πρόσβασης στην εκπαίδευση, και αυτό αφορά κυρίως (αλλά όχι μόνο) τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη (παρ. 67) «8 στα 10 νοικοκυριά έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο» (παρ. 67), δηλαδή ένα ποσοστό γύρω στο 20% των μαθητών δεν έχει καν πρόσβαση στο Διαδίκτυο.
Επίσης, σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα, το 62,6% των μαθητών δηλώνει ότι τα προβλήματα στην τηλεκπαίδευση, τα οποία εν πολλοίς προέρχονται από την ανεπάρκεια των υποδομών του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου και το ακατάλληλο παιδαγωγικά λογισμικό τηλεκπαίδευσης, τους προκάλεσαν αρκετά έως πάρα πολύ άγχος ή και άλλα αρνητικά συναισθήματα, ενώ περίπου 7 στους 10 καθηγητές δήλωσαν ότι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην τηλεκπαίδευση σχετίζονται με τον ελλιπή εξοπλισμό και την κακή σύνδεση των μαθητών. Αξίζει να σημειωθεί ότι 9 στους 10 καθηγητές εκτιμούν ότι λιγότερο από το 60% των μαθητών παρακολουθεί όντως το μάθημα στην τηλεκπαίδευση.
Πολλοί εκπαιδευτικοί δεν είναι εξοικειωμένοι με την παιδαγωγική αξιοποίηση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν είναι απλά και μόνο η χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών στην παραδοσιακή εκπαιδευτική διαδικασία και πρακτική. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση με χρήση ΤΠΕ έχει τις δικές της αρχές και μεθόδους για να μπορεί να είναι αποτελεσματική και αποδοτική και απαιτεί κατάλληλη Παιδαγωγική, η οποία θα πρέπει να τεκμηριωθεί από τους ίδιους τους ανθρώπους της εκπαιδευτικής πράξης.
Όφειλε το ΥΠΑΙΘ να οργανώσει δομές ενημέρωσης, επιμόρφωσης και υποστήριξης εκπαιδευτικών και μαθητών στο τρόπο αξιοποίησης των ΤΠΕ στην καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική. Αντί αυτού τόσο η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην τηλεκπαίδευση όσο και η αναιμική υποστήριξη των μαθητών με το voucher των 200 ευρώ θα ξεκινήσουν αφού ολοκληρωθεί η τηλεκπαίδευση.
Ελάχιστα έγιναν για τη βελτίωση του εξοπλισμού των σχολείων και του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου, ενώ δεν αναπτύχθηκε κανένας μηχανισμός υποστήριξης εκπαιδευτικών και μαθητών στη χρήση και αξιοποίηση των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στο 40λεπτο της δια ζώσης διδασκαλίας. Για την καλύτερη υποστήριξη των μαθητών και την προσαρμογή της διαδικασίας στις ανάγκες του κάθε μαθητή, θα έπρεπε να βιντεοσκοπείται εκπαιδευτικό υλικό το οποίο να είναι συνεχώς διαθέσιμο, ακόμα και μετά τη λήξη της πανδημίας, σε όλους τους μαθητές. Θα έπρεπε, επίσης, να αναπτυχθούν μηχανισμοί κατ’ ιδίαν σύγχρονης επίλυσης αποριών με την αρωγή υπαρχόντων συνεργατικών εργαλείων, καθώς και μηχανισμοί προσαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαιδευτικής διαδικασίας στις ανάγκες του κάθε μαθητή.
Κατά συνέπεια δεν προξενεί εντύπωση ότι σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα οι περισσότεροι μαθητές ανέφεραν ότι τους δυσκόλεψαν οι ελλιπείς ψηφιακές δεξιότητες των ιδίων και των καθηγητών τους, καθώς και η δυσκολία πρόσβασης στις πλατφόρμες ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης (e-class, e-me).
Από την πλευρά των εκπαιδευτικών, μόνο το 7,8% δήλωσε πως δεν αντιμετώπισε κανένα τεχνικό πρόβλημα. Οι απαντήσεις του υπόλοιπου 92,2% ως προς το ποιος τους βοήθησε να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες είναι : φίλοι και συνάδελφοι (59,4%), ομάδες εκπαιδευτικών στα κοινωνικά δίκτυα (35,4%), ο καθηγητής Πληροφορικής του σχολείου (27,5%) και το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο (2,4%). Εύλογα, η πλειονότητα των εκπαιδευτικών (84,2%) δήλωσε πως αν η πολιτεία είχε μεριμνήσει για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, τα σχολεία θα είχαν ανταποκριθεί επαρκέστερα στις ανάγκες της τηλεκπαίδευσης.
Το δικό μας συμπέρασμα είναι ότι και η τηλεκπαίδευση επαφίεται στον πατριωτισμό εκπαιδευτικών και μαθητών, όπως εν γένει η εκπαίδευση εδώ και πολλά χρόνια. Τα πενιχρά αποτελέσματα της τηλεκπαίδευσης δεν είναι αποτέλεσμα των περιορισμών των εργαλείων και της κοινωνικής αποστασιοποίησης, αλλά κυρίως απόδειξη προχειρότητας στο σχεδιασμό και τη μέριμνα για την παροχή δημόσιων αγαθών, όπως η Παιδεία.
Ως ΜέΡΑ25 τονίζουμε ότι η Παιδεία απαιτεί μακροχρόνια στρατηγική, συναινέσεις και όραμα. Δεν χωράει σε πελατειακές, ιδεοληπτικές ή ευκαιριακές παρεμβάσεις, όπως αυτές που πραγματοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια. Απαιτεί σχεδιασμό μακράς πνοής που να αποσκοπεί σε μια κοινωνία ελεύθερων, δημοκρατικών, δημιουργικών, και κοινωνικά ευαισθητοποιημένων πολιτών.