Του Νίκου Τσούλια
Διαβάζοντας στήνεται ένα περίεργο σκηνικό. Εκτυλίσσεται ένα πρωτόγνωρο θεατρικό έργο. Ήρωες και ηθογραφικοί χαρακτήρες γεννιούνται και ετοιμάζονται να παίξουν τους ρόλους τους με εύκολα μεταβαλλόμενα τα χαρακτηριστικά τους. Ένα απόλυτα προσωπικό αλλά και εν δυνάμει κοινωνικό τελετουργικό αναδύεται και μια εικόνα ζωής δημιουργείται. Συγγραφέας και αναγνώστης συνυπάρχουν σε μια εν πολλοίς απροσδιόριστη και δυναμική σχέση. Αλλά και το βιβλίο ως αντικείμενο, ως σύμβολο και ως θεσμός εμφιλοχωρεί στο όλο περιβάλλον του διαβάσματος και συνθέτει μαζί με τον συγγραφέα και τον αναγνώστη μια πολιτισμική εικόνα της εποχής μας.
Το «διαβάζοντας» δεν είναι μια κατάσταση εύκολα περιγράψιμη, Κάθε φορά αναδύει και ξεχωριστά χαρακτηριστικά, πέραν των κοινών γενικών σημείων του. Κάθε φορά και μια άλλη πρόσληψη του Κόσμου και του εαυτού μας, γιατί το διάβασμα είναι πρώτα απ’ όλα μια σχέση με τον εαυτό μας, που ποτέ όμως δεν μπορούμε να τη συλλάβουμε ακέραια. Όλο κάτι μάς ξεφεύγει, ίσως και να μην αγωνιούμε για την όποια απροσδιοριστία του διαβάσματος αισθανόμενοι μια παράξενη και χαϊδευτική μαγεία, μια συσχέτιση με το μυθικό και με το πέραν του ορθολογισμού πεδίο.
Ο αναγνώστης είναι ταυτόχρονα σκηνοθέτης και ηθοποιός, δρων υποκείμενο και παρατηρητής από απόσταση, δημιουργός και δημιούργημα. Το διάβασμα κάθε βιβλίου αποκαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο. Άνθρωποι και γεγονότα στροβιλίζονται στον από κοινού χορό φαντασίας και πραγματικότητας, συναισθήματα και πάθη πλάθονται και αναπλάθονται μέσα από τις γραμμές και από τις σελίδες, απρόοπτα και ανατροπές από τη γραφή του συγγραφέα είναι στην πρώτη γραμμή των συμβάντων, αλλά και το ερμηνευτικό πλαίσιο του αναγνώστη ρευστοποιείται ανά πάσα στιγμή.
Ο συγγραφέας έρχεται δίπλα σου. Και αν δεν έρθει αυτός, παίρνεις εσύ τη θέση του. Έτσι κι αλλιώς δεν σου αφήνει απλά και μόνο κάποια περιθώρια, αλλά σε καλεί σε μια επανεγγραφή του αντικειμένου. Γιατί δεν βιώνεις μόνο τα γραφόμενά του. Οι προεκτάσεις του κειμένου είναι πάντα περισσότερες από τις όποιες σημειούμενες έννοιες και παραστάσεις. Ο υπαινικτικός λόγος της γραφής είναι το πεδίο της ξεχωριστής δημιουργίας του αναγνώστη μέσα από το οποίο θα φυτρώνουν ξανά και ξανά οι ερμηνείες και οι στοχασμοί.
Διαβάζοντας ο αναγνώστης γεύεται μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση, ξέρει ότι «για να διαβάσει καλά, πρέπει να τον διαβάσει αυτό που διαβάζει», έχει συνειδητοποιήσει ότι «πρόκειται για μια παλλόμενη σιωπή και μια μοναξιά πλημμυρισμένη από τη ζωή της λέξης»[i]. Όταν ένας αναγνώστης ανοίγει ένα βιβλίο μπροστά από τα μάτια του, η σκέψη του διεγείρεται, νιώθει μια παράξενη κατάσταση, ξενιτεύεται σε μια περίεργη πραγματικότητα. Το διάβασμα είναι η απόλυτα ανθρώπινη εικόνα σ’ όλη την πραγματικότητα της Φύσης. Το διάβασμα είναι παντελώς άγνωστο για κάθε ον, για κάθε ύπαρξη πάνω στον πλανήτη μας. Αυτή η πρώτιστη εικόνα διαφοροποίησής μας από κάθε μη ανθρώπινο είναι το σύμβολο του πνεύματος. Πώς θα μπορούσε να καλλιεργηθεί η συνείδησή μας και η ελευθερία του πνεύματός μας χωρίς την επινόηση της ανάγνωσης;
Αλλά ενώ η ανθρώπινη κατάστασή μας έχει κατακτηθεί κυρίως από τη σχέση μας με τη γνώση και με το διάβασμα, η σχέση αυτή δεν έχει γίνει και η πρώτιστη κοινωνική λειτουργία μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν διαβάζουν, δεν έχουν κάνει ως μέρος του νοήματος της ζωής των τη σχέση τους με το βιβλίο. Ίσως σ’ αυτό να οφείλεται το έλλειμμα του εξανθρωπισμού που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μας.
Διαβάζοντας γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Τι είναι ακριβώς αυτό που τόσο εύκολα μάς μετασχηματίζει; Το διάβασμα είναι αφορμή για όλα τα γεννήματα του στοχασμού μας ή μάς προσφέρει τους δικούς του δρόμους για το ταξίδι της σκέψης μας; Ο Φίλιπ Ροθ θεωρεί ότι «η τέχνη της γραφής είναι πρόκληση αλλά κι ένας τρόπος ολοκληρωμένης σκέψης», αλλά τότε και το διάβασμα τι ακριβώς είναι αφού δεν είναι μια παθητική συμπεριφορά και αφού νιώθουμε ένα διαρκές αντάριασμα; Ο εν λόγω συγγραφέας έχει και μια συμπληρωματική προσέγγιση. «Οι άνθρωποι που διαβάζουν και γράφουν είναι ένα είδος φαντασμάτων που επιβιώνουν. Φυσικά, υπάρχουν ακόμα κάποιοι που διαβάζουν πολύ, αλλά είναι σπάνιοι. Η ανάγνωση δεν είναι η αγορά του βιβλίου και το γύρισμα των σελίδων. Η ανάγνωση απαιτεί δυνατή αυτοσυγκέντρωση»[ii].
Διαβάζοντας συμβαίνουν παράξενα περιστατικά που δύσκολα τα κατανοεί ο αναγνώστης του εύκολου διαβάσματος και των ευπώλητων βιβλίων. Ο πραγματικός αναγνώστης είναι από μόνος του παράξενος – με βάση την κρατούσα ματιά -, γιατί είναι σε μια περίεργη ερωτική σχέση με τη γνώση και με τον εαυτό του και ψυχανεμίζεται πέραν του γαλαξία των λέξεων και των εννοιών και διαισθάνεται τα νεφελώματα των υπαινιγμών και των προεκτάσεων των νοημάτων της απλής ανάγνωσης και επιβαίνει σε μια σφαίρα που συνυπάρχουν πραγματικό και φαντασιακό με άγνωστες τις μεταξύ των ισορροπίες!
[i] Steiner G. (2002), Αξόδευτα πάθη, Αθήνα: Νεφέλη, σ. 28, 31
[ii] Josyane Savigneau, «ΤΑ ΝΕΑ», 15/10/09