Μπροστά στις προκλήσεις του σύγχρονου ρευστού κόσμου και της αβεβαιότητας του μέλλοντος το σχολείο φαίνεται να προτιμά την ανακουφιστική σταθερότητα του παρελθόντος. Η άποψη, επί παραδείγματι, ότι το σχολείο θα προχωρήσει μπροστά εάν ο δάσκαλος περιοριστεί στις δοκιμασμένες μεθόδους και πρακτικές του παρελθόντος είναι διαδεδομένη. Παρεμφερώς, η ιδέα ότι τα παιδιά θα προετοιμαστούν καλύτερα για το μέλλον στοχεύοντας και επιμένοντας στα παραδοσιακά συμπαγή γνωστικά αντικείμενα –απαλλαγμένοι, δηλαδή, από τις «άχρηστες πολυτέλειες» άλλων μαθημάτων– προβάλλεται πλέον ως αξίωμα στις εκπαιδευτικές συζητήσεις. Κατά παράδοξο τρόπο, οι αντιφάσεις αυτές καλύπτονται από ένα πέπλο δημόσιου λόγου που μαγεύει με την εκσυγχρονιστική φρασεολογία που ανακυκλώνει.
Ο λόγος αυτός τείνει να θεμελιωθεί ως ένας από τους πιο δυνατούς «μύθους» του τόπου. Ένας, δηλαδή, από τους πολλούς τρόπους αναπαράστασης του κόσμου που αυτο-επιβάλλεται ως «φυσικός». Υποδεικνύει τη μία «φυσιολογική» οδό αντιμετώπισης των προβλημάτων, αφού διατείνεται ότι κατέχει a priori τις ορθολογικές απαντήσεις. Έτσι, καλλιεργώντας έναν και μοναδικό τρόπο σκέψης αφαιρεί τα, εκπαιδευτικά εν προκειμένω, διακυβεύματα από τη δημόσια σφαίρα της ανθρώπινης ποικιλομορφίας, αντιπαράθεσης, σύνθεσης.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο κυρίαρχος λόγος προσπαθεί να προβάλει εξουσία και να εμποδίσει τη σκέψη. Χρησιμοποιεί εύηχες μα ουσιωδώς επίμαχες έννοιες (αναβάθμιση, εκσυγχρονισμός, παραγωγικότητα, αποτελεσματικότητα κ.ά.) με τρόπο που να κλείνει μονοδιάστατα τις σημασίες τους χωρίς να επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες. Αναπαράγει, με άλλα λόγια, κλισέ έτοιμα για κατανάλωση και απροβλημάτιστη αποδοχή, καθηλώνοντας την κοινή γνώμη σ’ ένα συλλογικό φαντασιακό προόδου. Αυτή ακριβώς η αμεσότητα, ευθύτητα και «φυσικότητα» εμποδίζει, σε τελική ανάλυση, την κριτική σκέψη, τον εποικοδομητικό διάλογο, νομοτελειακά την ουσιαστική πρόοδο.
«Τα εύκολα θύματα σε περιόδους κρίσεων είναι τα σχολεία και οι δάσκαλοι» Νόαμ Τσόμσκι
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο δάσκαλος δεν μπορεί να μιλήσει. Η φωνή του εμβολιάζεται στο δημόσιο αφήγημα πλαισιωμένη υποτιμητικά και σε αντιδιαστολή με τον ωραιοποιημένο κυρίαρχο λόγο. Στιγματίζεται ως το «πρόβλημα», ο υπαίτιος χρόνιων κοινωνικών παθογενειών, το τροχοπέδη της ανάπτυξης, η απειλή για το απαστράπτον μέλλον. Συγχρόνως, μέσα στα σχολεία βιώνει το ρόλο του πρωταγωνιστή της Δίκης του Κάφκα. Σε κάθε του πρωτοβουλία νιώθει να δικάζεται, σε κάθε του τοποθέτηση διαισθάνεται μια καταγγελία. Λειτουργώντας σ’ ένα φοβικό και καταγγελτικό κλίμα δυσκολεύεται να δράσει ελεύθερα και δημιουργικά. Αναπόφευκτα, οδηγείται στην φαινομενικά ασφαλή αδράνεια της σπείρας της σιωπής. Αυτός, όμως, ο πνευματικός εγκλεισμός τον εμποδίζει από το να επιτελέσει το ιστορικό του καθήκον.
«Σε έναν κόσμο τον οποίον εύκολα θα ορίζαμε ως τον πιο τυφλωμένο, η παρουσία ανθρώπων που επιμένουν στη δυνατότητα της αλλαγής του αποκτά υπέρτατη σημασία»
Ελίας Κανέτι
Το ερώτημα είναι πώς αντιδρά; Πώς μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και το έργο του; Μπορεί να μετατρέψει τις συσσωρευμένες αγωνίες σε δημιουργική δράση; Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο δάσκαλος πρέπει να αναστοχαστεί τον εαυτό του, το ρόλο του, τις πρακτικές του. Να στοχεύσει αφενός στη βελτίωση του εαυτού του και αφετέρου στην ενδυνάμωση των παιδιών, ρίχνοντας φως σε όλες τις «μυθολογίες» που ορίζουν τις ζωές τους και προδιαγράφουν το μέλλον τους. Να καθοδηγήσει τους μαθητές του να ατενίσουν κριτικά τον κόσμο θέτοντας στο επίκεντρο της σχολικής καθημερινότητας εκείνα τα ερωτήματα που επιμελώς αποφεύγονται. Να προσεγγίσει τη γνώση σφαιρικά επιτρέποντας στα παιδιά να διευρύνουν τον κύκλο των νοημάτων που η συνήθης πρακτική αρέσκεται να κλείνει.
Είναι θεμελιώδες, επίσης, να υπερβεί τον εαυτό του αποδεχόμενος ότι στο σύγχρονο μεσοποιημένο κόσμο του ωκεανού των πληροφοριών δεν μπορεί να θεωρείται δάσκαλος –με την παραδοσιακή έννοια του αυτάρεσκου μύστη– αλλά επιμελητής του ταξιδιού προς την ανακάλυψη. Κατά συνέπεια, ο ζωντανός δάσκαλος ευρίσκεται σε τροχιά με τις εξελίξεις του σύγχρονου κόσμου και της επιστήμης. Διακατέχεται από μια αθώα λαχτάρα για μάθηση, γίνεται ο ίδιος ένας μαθητής δια βίου. Ταυτοχρόνως, επικαιροποιεί τις παιδαγωγικές του προσεγγίσεις για να συγχρονιστεί με τις ανάγκες των παιδιών στον 21ο αιώνα.
Συν τοις άλλοις, υποχρεούται να σταθεί προστάτης των δικαιωμάτων των παιδιών απέναντι στην τάση των τελευταίων ετών να αποψιλώνονται τα δημοσία σχολεία και να αποβάλλονται ολοένα και περισσότεροι νέοι από το μέλλον τους ως «περιττοί». Να μη συναινέσει σε οποιοδήποτε περιορισμό της ελευθερίας του έργου του που θα τον μετατρέψει σε απλό διεκπεραιωτή εγκυκλίων ή υπάλληλο τεχνοκρατικών εντολών. Ακόμη, να υπερασπιστεί σθεναρά τον αργό και ποιοτικό χρόνο που χρειάζεται μια τάξη για να αποδώσει, εν αντιθέσει με την τυραννία της ταχύτητας και των άμεσων αποτελεσμάτων. Να επιστρατεύσει, σε μίζερους καιρούς, τον ενθουσιασμό, δημιουργώντας ένα ευχάριστο και δημιουργικό περιβάλλον για μάθηση. Να γράψει, πρώτα απ’ όλα, το δικό του εκπαιδευτικό μανιφέστο ως μια πράξη ευθύνης, αγάπης, αλλαγής.
Ζώντας σ’ έναν –ποικιλοτρόπως χρεοκοπημένο– τόπο, όπου τα επικοινωνιακά παιχνίδια και οι αλληλοενοχοποιήσεις ανθούν, ο δάσκαλος έχει καθήκον να επαναδιεκδικήσει τη φωνή του αξιώνοντας ενεργό ρόλο στην παιδεία και στην κοινωνία. Αυτή θα είναι και η καλύτερη απάντηση στον εκμηδενισμό της προσωπικότητάς του. Για να το πετύχει, όμως, χρειάζεται με θάρρος να αποδομήσει και να επανεφεύρει τον εαυτό του.