– Με αφορμή την τελευταία έρευνα του PISA ο Andreas Schleicher του αναλύει όλα όσα πρέπει να αλλάξουν στο ελληνικό .

«Εάν δεν εμπιστευτούμε το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς μας, είναι αδύνατο να οικοδομήσουμε ένα ισχυρό εκπαιδευτικό σύστημα», αναφέρει στο The Magazine του NEWS 24/7 ο Andreas Schleicher, Διευθυντής Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Είναι ειδικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο και υπεύθυνος για το διεθνές πρόγραμμα αξιολόγησης PISA (Programme for International Student Assessment). Με πολυετή εμπειρία στον τομέα της εκπαίδευσης, είναι γνωστός για τις καινοτόμες προσεγγίσεις του και την προσπάθειά του να προάγει την ισότητα και την ποιότητα στα σχολικά συστήματα ανά τον κόσμο.

Με αφορμή την τελευταία έρευνα του PISA για το 2022, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού αξιολόγησε τη δημιουργική σκέψη των 15χρονων, ο Andreas Schleicher μίλησε αποκλειστικά στο The Magazine για τις επιδόσεις της χώρας μας, τις κοινωνικές ανισότητες στην εκπαίδευση, τις ευκαιρίες και προκλήσεις του “Ψηφιακού Σχολείου”, καθώς και τη γενναία αλλαγή παραδείγματος που απαιτείται για να σπάσει ο κύκλος της εσωστρέφειας, του φοβικού κλίματος και της δυσπιστίας που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια σχολική εκπαίδευση στην Ελλάδα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΚΟΝΑ

-Στο σύνολο των 64 κρατών-μελών που συμμετείχαν στην έρευνα PISA 2022 για τη δημιουργική σκέψη των 15χρονων μαθητών, η Ελλάδα τοποθετείται στην 38η θέση και εντάσσεται στην ομάδα χωρών με σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ, καταγράφοντας μάλιστα την 3η χαμηλότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

Πώς σχολιάζετε αυτή την κατάταξη;

Η βαθμολογία στη δημιουργική σκέψη είναι σε μεγάλο βαθμό σύμφωνη με ό,τι θα περίμενε κάποιος, δεδομένης της απόδοσης των Ελλήνων μαθητών, για παράδειγμα, στα Μαθηματικά. Με αυτήν την έννοια, τα αποτελέσματα δεν είναι εντελώς απρόσμενα. Ταυτόχρονα, όμως, δεδομένης της έμφασης που παραδοσιακά έχει προσδώσει η Ελλάδα σε σχολικά μαθήματα που εμπεριέχουν τη δημιουργικότητα, είναι απογοητευτικό να βλέπουμε τόσους πολλούς μαθητές να υστερούν στη δημιουργική σκέψη.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ

-Το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μαθητών στην Ελλάδα αλλά και στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ φαίνεται να παραμένει ένας ισχυρός παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά την επίδοσή τους τόσο στα παραδοσιακά πεδία που αξιολογεί το PISA, δηλαδή στα Μαθηματικά, τις Φυσικές Επιστήμες και την Κατανόηση Κειμένου, όσο και στη δημιουργική σκέψη. Πώς μπορεί να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα;

Είναι σαφές από τα αποτελέσματα της έρευνας ότι οι διαφορές μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων μαθητών στην Ελλάδα είναι πολύ πιο έντονες από, για παράδειγμα, τις διαφορές μεταξύ των φύλων. Αλλά μπορείτε επίσης να δείτε ότι οι μαθητές από το κατώτερο τέταρτο της κοινωνικοοικονομικής κατανομής σε ορισμένες χώρες του ΟΟΣΑ τα πάνε καλύτερα από τους μαθητές από το πλουσιότερο τέταρτο των οικογενειών στην Ελλάδα. Αυτό μας λέει ότι η φτώχεια δεν είναι πεπρωμένο.

“Αν προέρχεσαι από πλούσια οικογένεια, θα βρίσκεις πάντα ανοιχτές πόρτες στη ζωή. Αλλά αν προέρχεσαι από ένα φτωχό, μη προνομιούχο υπόβαθρο, συχνά έχεις μόνο μία ευκαιρία και αυτή είναι να βρεις τον κατάλληλο δάσκαλο και ένα καλό σχολείο”

Επίσης, μας λέει ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν χρέος να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να βοηθήσουν τους μαθητές από όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα να προχωρήσουν και να εξελιχθούν. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Αν προέρχεσαι από πλούσια οικογένεια, θα βρίσκεις πάντα ανοιχτές πόρτες στη ζωή. Αλλά αν προέρχεσαι από ένα φτωχό, μη προνομιούχο υπόβαθρο, συχνά έχεις μόνο μία ευκαιρία και αυτή είναι να βρεις τον κατάλληλο δάσκαλο και ένα καλό σχολείο. Αν χάσεις αυτή την ευκαιρία, είναι αρκετά πιθανό το μονοπάτι της ζωής σου να είναι για πάντα δύσκολο και ανηφορικό.

Υπάρχουν αρκετά που μπορούν να κάνουν τα σχολικά συστήματα για να βοηθήσουν να γεφυρωθεί το κοινωνικοοικονομικό χάσμα. Μπορούν να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν χρηματοδοτικά μοντέλα που ευθυγραμμίζουν τους διαθέσιμους πόρους με τις διαφορετικές μαθησιακές ανάγκες και κοινωνικά υπόβαθρα των μαθητών, προσελκύοντας, για παράδειγμα, τους πιο ταλαντούχους δασκάλους και καθηγητές στις πιο «απαιτητικές» τάξεις και τους καλύτερους διευθυντές στα πιο υποβαθμισμένα και «δύσκολα» σχολεία. Η έγκαιρη διάγνωση των ανισοτήτων, τόσο σε επίπεδο μαθητή αλλά και σχολείου, και η εφαρμογή διορθωτικών παρεμβάσεων είναι σημαντικά ώστε να προλαβαίνουν τους μη προνομιούχους μαθητές από το να «πέσουν στο κενό».

-Η έρευνα PISA 2022 δείχνει, επίσης, μία ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απόδοση των μαθητών στη δημιουργικής σκέψη, με τα κορίτσια να υπερέχουν των αγοριών, σχεδόν σε όλες τις χώρες. Τι μαθήματα μπορούμε να αντλήσουμε από αυτό το εύρημα;

Το ενδιαφέρον σε αυτό το εύρημα είναι ότι οι διαφορές των φύλων στη δημιουργική σκέψη αντικατοπτρίζονται στις στάσεις και τις συμπεριφορές των μαθητών που σχετίζονται με τη δημιουργικότητα. Για τα κορίτσια φαίνεται πιο εύκολο να βλέπουν και να εξετάζουν τον κόσμο μέσα από περισσότερα και ποικίλα πρίσματα, κάτι που πιθανόν τα βοηθάει να αναγνωρίζουν και να είναι πιο ανοιχτά σε διαφορετικές αντιλήψεις, απόψεις και προοπτικές.

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ

-Οι Έλληνες μαθητές ανέφεραν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα έκθεσης σε παιδαγωγικές μεθόδους που ενθαρρύνουν τη δημιουργική σκέψη σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Τι αλλαγές θα προτείνατε στις ελληνικές εκπαιδευτικές αρχές, για παράδειγμα στο Υπουργείο Παιδείας, σε σχέση με το τρέχον μοντέλο κατάρτισης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών;

Ναι, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές έχουν κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση της δημιουργικότητας των μαθητών, χρησιμοποιώντας διδακτικές πρακτικές που ενθαρρύνουν τους μαθητές να διερωτώνται, να εξερευνούν, να παράγουν ιδέες και να προβληματίζονται σχετικά με αυτές. Η αρχική εκπαίδευση και η κατάρτιση των εκπαιδευτικών μπορούν να παρέχουν σαφή πλαίσια για το τι είναι η δημιουργική σκέψη και το πώς μπορεί να διδαχθεί σε όλα τα μαθήματα. Μπορεί, επίσης, να βοηθήσει στην αντιμετώπιση συχνών παρανοήσεων, όπως για παράδειγμα ότι η δημιουργική σκέψη είναι μια ικανότητα που μπορούν να χουν μόνο οι λίγοι και ταλαντούχοι μαθητές ή ότι η δημιουργικότητα είναι μια ικανότητα που αφορά αποκλειστικά και μόνο τα καλλιτεχνικά μαθήματα.

Η έρευνα PISA ζήτησε από τις εθνικές αρχές των κρατών-μελών που συμμετείχαν στην έρευνα να αναφέρουν αν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα παρέχουν σαφή πλαίσια για την αρχική εκπαίδευση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών [δηλαδή τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και στα προγράμματα επιμόρφωσης των εν ενεργεία εκπαιδευτικών] και αν σε αυτά τα πλαίσια αναφέρεται ρητά η ανάπτυξη της δημιουργικότητας των μαθητών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, η ανάπτυξη της δημιουργικότητας των μαθητών αναφέρεται ρητά σε λιγότερο από το 70% των εθνικών πλαισίων. Οι αναφορές στην αξιολόγηση της δημιουργικότητας των μαθητών είναι, μάλιστα, λιγότερο συχνές και υπάρχουν μόνο στο 44% και 40% των πλαισίων αρχικής εκπαίδευσης και διαρκούς κατάρτισης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αντίστοιχα. Με βάση αυτά τα στοιχεία, θα έλεγα πως υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης στην Ελλάδα.

ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ Η ΕΞΥΠΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ

-Η έρευνα PISA για την Ελλάδα έδειξε ότι η εκτός σχολείου χρήση ψηφιακών τεχνολογιών για ψυχαγωγικούς σκοπούς συσχετίζεται θετικά με υψηλότερες μαθητικές επιδόσεις στη δημιουργική σκέψη. Ίσως να γνωρίζετε και την πρόσφατη πρωτοβουλία του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας που προωθεί το λεγόμενο Ψηφιακό Σχολείο. Πώς μπορούν τα σχολεία να ενσωματώσουν αποτελεσματικά νέες τεχνολογίες στο αναλυτικό τους πρόγραμμα για να ενισχύσουν τη δημιουργικότητα των μαθητών;

Αρχικά να πω ότι η πρωτοβουλία αυτή κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και έχει καλές προοπτικές. Η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στο σχολείο μπορεί να καταστήσει τη μάθηση πιο προσωποποιημένη, πιο προσαρμοστική και πιο διαδραστική. Μπορεί, επίσης, να δώσει στους εκπαιδευτικούς περισσότερα και καθαρότερα «σήματα» για την αξιολόγηση της προόδου των μαθητών τους. Ταυτόχρονα, όμως, η τεχνολογία δεν αποτελεί μια «μαγική φόρμουλα». Θα την χαρακτήριζα ως έναν εκπληκτικό επιταχυντή, έναν απίστευτο ενισχυτή που μπορεί να ενισχύσει τις καλές ιδέες και τις καλές πρακτικές με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να ενισχύσει τις κακές ιδέες και τις κακές πρακτικές.

Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει να μειώσουμε τους κοινωνικούς αποκλεισμούς κάνοντας την σχολική εκπαίδευση πιο προσβάσιμη και καλύτερα προσαρμοσμένη στις διαφορετικές ανάγκες των μαθητών. Αλλά η πανδημία έδειξε, επίσης, πώς η τεχνολογία μπορεί να ενισχύσει σχεδόν κάθε μορφή ανισότητας στην εκπαίδευση. Η τεχνολογία μπορεί να ενισχύσει τους δασκάλους να γίνουν σχεδιαστές καινοτόμων μαθησιακών εμπειριών. Ή μπορεί να τους αποδυναμώσει ώστε να μετατραπούν σε «σκλάβους» αλγορίθμων που δεν καταλαβαίνουν. Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει στην άμβλυνση προκαταλήψεων μέσω καλύτερων δεδομένων, αλλά μπορεί επίσης να ενισχύσει και να εδραιώσει αυτές τις προκαταλήψεις. Η τεχνολογία μπορεί να διασυνδέσει ανθρώπους πέρα από γεωγραφικά, γλωσσικά ή πολιτισμικά σύνορα, αλλά μπορεί επίσης να τους απομονώσει σε «θαλάμους αντήχησης» (echo chambers).

Χρειαζόμαστε έξυπνα συστήματα που να λειτουργούν για όλους, που να έχουν την ισότητα όχι ως plug-in, αλλά στον πυρήνα τους

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι αυτά που ονομάζουμε ευφυή μαθησιακά περιβάλλοντα δεν αφορούν μόνο την τεχνολογία, αλλά προτείνουν μια ριζική ανασυγκρότηση του πώς μπορεί να εξελιχθεί η διδασκαλία και η μάθηση όταν υποστηρίζεται από την τεχνολογία. Πρέπει, λοιπόν, να μετατοπίσουμε την προσοχή από την τεχνολογία της μάθησης αυτή καθεαυτή στη μαθησιακή δραστηριότητα που ενσωματώνει καλύτερα τις ατομικές, ομαδικές και σχολικές δραστηριότητες με ψηφιακά περιβάλλοντα. Το εκπαιδευτικό υλικό πρέπει να εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε οι συσκευές να είναι παρούσες αλλά λιγότερο «ορατές» ώστε να μην αποσπούν την προσοχή των μαθητών. Χρειαζόμαστε έξυπνα συστήματα που να λειτουργούν για όλους, που να έχουν την ισότητα όχι ως plug-in, αλλά στον πυρήνα τους. Πρέπει, τέλος, να δούμε πώς η Τεχνητή Νοημοσύνη ενδυναμώνει τους μαθητές και τους δασκάλους αντί να τους αποδυναμώνει.

Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

-Και μία τελευταία ερώτηση: Αν το δούμε διαχρονικά, οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στις αξιολογήσεις του PISA έχουν μια χαμηλή και φθίνουσα πορεία, συνεχίζοντας, σε κάθε περίπτωση, να είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Ποιες βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες στρατηγικές θα μπορούσε να υιοθετήσει η Ελλάδα για να βελτιώσει όχι μόνο της κατάταξή της στο PISA, αλλά και το σχολικό εκπαιδευτικό της σύστημα συνολικότερα;

Ένας καλός τρόπος για να μελετήσουμε αυτό το θέμα είναι να κοιτάξουμε προς τα έξω, στα εκπαιδευτικά συστήματα που τα πάνε καλά. Το πρώτο πράγμα που έμαθα είναι ότι οι ηγεσίες των χωρών που χαρακτηρίζονται από αυτό που λέμε εκπαιδευτικά συστήματα υψηλής απόδοσης έχουν πείσει τους πολίτες τους να δίνουν αξία στο μέλλον. Οι Κινέζοι γονείς και παππούδες θα επενδύσουν τα τελευταία τους χρήματα στο μέλλον, στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Στην Ευρώπη έχουμε ήδη ξοδέψει τα χρήματα των παιδιών μας για τη δική μας κατανάλωση.

Αλλά η αξία που δίνουμε στην εκπαίδευση είναι ένα μόνο μέρος της εξίσωσης. Ένα άλλο σημαντικό μέρος είναι η βαθιά πεποίθηση ότι κάθε μαθητής μπορεί να μάθει. Σε ορισμένες χώρες, οι μαθητές χωρίζονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις από νεαρή ηλικία, αντανακλώντας την αντίληψη ότι μόνο μερικά παιδιά μπορούν να πετύχουν. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Εσθονία, ο Καναδάς, η Φινλανδία ή η Ιαπωνία, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί εμπιστεύονται ότι όλοι οι μαθητές μπορούν να ανταποκριθούν σε υψηλά πρότυπα, και αυτή η εμπιστοσύνη εκδηλώνεται τόσο στη συμπεριφορά των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών. Αυτά τα συστήματα έχουν προχωρήσει από την ταξινόμηση του ανθρώπινου ταλέντου με βάση κοινωνικοοικονομικά κριτήρια στην ανάπτυξή του. Συνειδητοποιούν ότι συνηθισμένοι μαθητές μπορεί να διαθέτουν εξαιρετικά ταλέντα και να επιτύχουν απίστευτα πράγματα.

Και πουθενά η ποιότητα ενός σχολικού συστήματος δεν υπερβαίνει την ποιότητα των δασκάλων του. Τα κορυφαία σχολικά συστήματα επιλέγουν και εκπαιδεύουν προσεκτικά το διδακτικό προσωπικό τους. Και παρέχουν ένα περιβάλλον όπου οι εκπαιδευτικοί συνεργάζονται για να διαμορφώσουν καλές πρακτικές, όπου μπορούν να αναπτύσσονται επαγγελματικά και προσωπικά. Τα σχολικά συστήματα υψηλής απόδοσης έχουν μετακινηθεί από διοικητικά μοντέλα βασισμένα στην αυστηρή ιεραρχία και έλεγχο σε νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας, που ενθαρρύνουν τους εκπαιδευτικούς τους να είναι καινοτόμοι, να βελτιώνουν τη δική τους απόδοση και αυτή των συναδέλφων τους και να επιδιώκουν την επαγγελματική τους ανάπτυξη που οδηγεί σε βελτιωμένες πρακτικές. Στα κορυφαία σχολικά συστήματα, η έμφαση δεν είναι να κοιτάς προς τα πάνω εντός του σχολείου σου ή της διοικητικής ιεραρχίας του ευρύτερου σχολικού συστήματος, αλλά να κοιτάς δίπλα σου και έξω από το σχολείο σου, δημιουργώντας έτσι μια κουλτούρα συνεργασίας και ισχυρών δικτύων καινοτομίας. Τα σχολικά συστήματα με την καλύτερη απόδοση παρέχουν υψηλής ποιότητας εκπαίδευση σε όλο το σύστημα, έτσι ώστε κάθε μαθητής να επωφελείται από εξαιρετική διδασκαλία. Όπως ανέφερα και παραπάνω, για να το επιτύχουν αυτό, αυτές οι χώρες προσελκύουν τους καλύτερους διευθυντές στα πιο «δύσκολα» σχολεία και τους πιο ταλαντούχους δασκάλους στις πιο «απαιτητικές» τάξεις.

Ο δρόμος των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων είναι γεμάτος με καλές ιδέες που στην πράξη εφαρμόζονται με προχειρότητα

Είναι εξίσου σημαντικό να πούμε ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα υψηλής απόδοσης τείνουν να ευθυγραμμίζουν τις πολιτικές και τις πρακτικές σε όλο το φάσμα, διασφαλίζοντας ότι οι πολιτικές είναι συνεπείς για παρατεταμένες χρονικές περιόδους και ότι υλοποιούνται με συνεκτικό τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, η γνώση είναι μόνο τόσο πολύτιμη όσο η ικανότητά μας να την εφαρμόζουμε. Για να μεταμορφώσουμε την εκπαίδευση σε μεγάλη κλίμακα, δεν χρειαζόμαστε μόνο μια ριζοσπαστική ματιά για το τι είναι δυνατόν, αλλά και έξυπνες στρατηγικές που να καταστήσουν την αλλαγή εφικτή. Ο δρόμος των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων είναι γεμάτος με καλές ιδέες που στην πράξη εφαρμόζονται με προχειρότητα.

Οι νόμοι, οι κανονισμοί, οι δομές και οι θεσμοί στους οποίους επικεντρώνονται συνήθως οι ηγεσίες είναι μόνο το μικρό ορατό μέρος του παγόβουνου. Και αυτός είναι ο λόγος που είναι τόσο δύσκολο να μετακινηθούν τα σχολικά συστήματα, αφού υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο αόρατο μέρος κάτω από την επιφάνεια του νερού. Αυτό το αόρατο μέρος αφορά τα συμφέροντα, τις πεποιθήσεις, τα κίνητρα και τους φόβους των ανθρώπων που εμπλέκονται στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των γονέων και των εκπαιδευτικών. Εκεί είναι που συμβαίνουν απροσδόκητες συγκρούσεις, αφού αυτό το αόρατο μέρος κάθε εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης τείνει να ξεφεύγει από τα ραντάρ της δημόσιας πολιτικής. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ηγεσίες είναι σπάνια επιτυχημένες όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Eκτός, βέβαια, και αν δημιουργήσουν ένα πλαίσιο κοινής κατανόησης και συλλογικής συμμετοχής στην αλλαγή, εκτός και αν οικοδομήσουν ικανότητες και δημιουργήσουν το σωστό πολιτικό κλίμα, με μέτρα λογοδοσίας σχεδιασμένα να ενθαρρύνουν την καινοτομία αντί του ελέγχου και της συμμόρφωσης.

“Σε μια εποχή όπου τα συστήματα command-and-control αποδυναμώνονται, η οικοδόμηση εμπιστοσύνης είναι ο πιο υποσχόμενος τρόπος για να προωθήσουμε και να τροφοδοτήσουμε σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα υψηλής απόδοσης”

Ξέρετε, πολλά σχολεία και εκπαιδευτικοί είναι έτοιμοι για αυτό. Για να ενθαρρύνουμε, όμως, την ανάπτυξή τους, η πολιτική πρέπει να μετατοπιστεί προς την έμπνευση και την ενδυνάμωση της καινοτομίας, την αναγνώριση και τη διάχυση βέλτιστων πρακτικών. Και αυτή η αλλαγή πολιτικής θα πρέπει να βασίζεται στην εμπιστοσύνη· εμπιστοσύνη στο θεσμό της εκπαίδευσης, στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς, στους μαθητές και στις κοινότητες. Όταν μιλάμε για δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη συνθήκη μιας καλής διακυβέρνησης. Η εμπιστοσύνη είναι ένας καθοριστικός παράγοντας του πού θέλουν να εργαστούν οι ικανοί άνθρωποι. Αλλά η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να νομοθετηθεί και να επιβληθεί και αυτός είναι ο λόγος που είναι τόσο δύσκολο να ενσωματωθεί σε παραδοσιακά μοντέλα διοίκησης. Και η εμπιστοσύνη είναι πάντα σκόπιμη. Μπορεί να καλλιεργηθεί μόνο μέσω υγιών σχέσεων και εποικοδομητικής διαφάνειας. Αυτό είναι το μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από τη Φινλανδία, όπου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερά υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης των πολιτών στην εκπαίδευση. Σε μια εποχή όπου τα συστήματα command-and-control αποδυναμώνονται, η οικοδόμηση εμπιστοσύνης είναι ο πιο υποσχόμενος τρόπος για να προωθήσουμε και να τροφοδοτήσουμε σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα υψηλής απόδοσης.

Τέλος, οι ηγεσίες πρέπει να κοιτάζουν όχι μόνο μπροστά αλλά και προς τα έξω. Και δεν αναφέρομαι σε copy-paste λύσεις, αλλά στο να κοιτάζουμε σοβαρά και ψύχραιμα τις καλές πρακτικές στη δική μας χώρα αλλά και εκτός, ώστε να κατανοήσουμε τι λειτουργεί και σε ποιες συνθήκες. Τα σχολικά συστήματα που αισθάνονται απειλούμενα από εναλλακτικούς τρόπους σκέψης παγιδεύονται αναπόφευκτα σε απαρχαιωμένες πρακτικές. Αυτά που προχωρούν μπροστά έχουν το βλέμμα στραμμένο στον κόσμο και είναι δεκτικά να μάθουν από καλές πρακτικές που έχουν επιφέρει θετικές αλλαγές στη σχολική εκπαίδευση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025