Συνήθως οι συζητήσεις που γίνονται στο σχολείο και στην κοινωνία αφορούν την παραδοσιακή εκπαιδευτική οδό, τι κερδίζουν οι μαθητές από τους εκπαιδευτικούς. Και αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού η ίδια η καταστατική πράξη της εκπαίδευσης εδραιώνεται σ’ αυτή ακριβώς τη βάση, στη μετάδοση γνώσεων και αξιών, στάσεων και συμπεριφορών από τον παιδαγωγό στον παιδαγωγούμενο.
Του Νίκου Τσούλια
Όμως τα σύγχρονα διεθνή εκπαιδευτικά και ελληνικά εκπαιδευτικά συνέδρια και οι σχετικές έρευνες και μελέτες αναδεικνύουν όλο και πιο πολύ την αμφίδρομη σχέση μεταξύ εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων ως βασικό στοιχείο τόσο της σχολικής λειτουργίας όσο και της επινόησης νέων μεθόδων και τεχνικών για τη προαγωγή της γνώσης. Έτσι τα σύγχρονα σχολεία θεωρούνται «οργανισμοί μάθησης» για όλους, εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους.
Αλλά τι μπορεί να μάθει ένας εκπαιδευτικός από τους μαθητές του; Εδώ οι απαντήσεις έχουν διπλό πεδίο αναφοράς, πρώτον τους μαθητές / τις μαθήτριες σε γενικό επίπεδο και δεύτερον τον κάθε μαθητή και την κάθε μαθήτρια ξεχωριστά. Στο βασικό μέλημα του εκπαιδευτικού επαγγέλματος για τη μετάδοση των γνώσεων, οι θεωρίες μάθησης ισχυρίζονται ότι ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να γνωρίζει και το πώς μαθαίνουν οι μαθητές γενικά με βάση τα πορίσματα της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας αλλά και το πώς μαθαίνει κάθε μαθητής ξεχωριστά. Γιατί αν δεν γνωρίζει το πώς μαθαίνουν οι μαθητές, δεν μπορεί να διδάξει. Και το πιο φοβερό είναι να νομίζει ότι διδάσκει…
Η τελευταία περίπτωση – η προσωπική – είναι και η πιο δύσκολη, γιατί δεν απαιτεί μόνο τις γενικές προσεγγίσεις που πρέπει να γνωρίζει ο εκπαιδευτικός με βάση την «επαγγελματική του αποσκευή», αλλά θα πρέπει να γνωρίζει την ιδιαίτερη περίπτωση του μαθητή. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί μια τέτοια «συνάντηση εκπαιδευτικού – μαθητή» προϋποθέτει και μια διαπροσωπική σχέση και μια πλήρη κατανόηση των μαθησιακών δυσκολιών ή των χαρισματικών δυνατοτήτων του μαθητή, του ψυχικού και συναισθηματικού του κόσμου του, των ενδεχόμενων «αγκαθιών» της κοινωνικοποίησής του στη σχολική κοινότητα ακόμα και των πολύ προσωπικών προβλημάτων του ή των σχετικών οικογενειακών δυσχερειών του. Όσο ο μαθητής είναι ένα «στρείδι» μέσα στη σχολική αίθουσα που έχει περικλείσει περιοριστικά το προσωπικό του σύμπαν, καμιά γενικόλογη συμβουλή ή θεωρητική ενθάρρυνση δεν μπορεί να διεισδύσει και να βρει έδαφος συνεννόησης.
Αλλά ο εκπαιδευτικός δεν κερδίζει στοιχεία των «Θεωριών μάθησης» που μόνο μέσα από την καθημερινή εμπειρία του μπορεί να αποκομίσει, αλλά κερδίζει και από τη στάση και τη συμπεριφορά των μαθητών και από τον χαρακτήρα τους και από τις φιλοδοξίες τους και τα όνειρά τους. Οι μαθητές είναι φορείς του μέλλοντος, είναι κομιστές του «καινούργιου», είναι οι αυθεντικοί εκφραστές των νέων ρευμάτων σκέψης και αντίληψης. Και εύκολα μπορεί να γίνει – ο εκπαιδευτικός – κοινωνός της αναδυόμενης «νέας εποχής» αρκεί να είναι ταπεινός, να συνδέεται συναισθηματικά με τους νέους, να ψυχανεμίζεται επί των αγωνιών των και των αναζητήσεών των.
Η μικρή ιστορία μας δεν σταματάει εδώ. Όταν έρχονται οι γονείς στο σχολείο για να ρωτήσουν για την εκπαιδευτική πορεία των παιδιών τους, τότε εμείς οι εκπαιδευτικοί «πιάνουμε» τον εαυτό μας να εστιάζει προφανώς και στον χαρακτήρα και στη γενικότερη «αύρα» του μαθητή και όχι μόνο στο μαθησιακό πεδίο και μέσα απ’ αυτή την εστίαση ανακαλύπτουμε αυτό που συχνά είναι σκεπασμένο με τη σκόνη των επιταγών της καθημερινότητας, ανακαλύπτουμε «παιδιά – διαμάντια» και χαιρόμαστε με έναν πρωτόγνωρο τρόπο απλά και μόνο γιατί έχουμε συμμετοχή στο ξεπέταγμα του θαλερού βλαστού, στο άνοιγμα του όμορφου μπουμπουκιού…
Μέσα στην τάξη θα συναντήσουμε μαθητές και μαθήτριες που έχουν ευγενέστερα συναισθήματα απ’ εμάς τους εκπαιδευτικούς – και αυτό όχι απλά και μόνο γιατί βρίσκονται σε μια τρυφερή και ίσως ρομαντική ηλικία -, που εκφράζουν έναν όμορφο κόσμο αγάπης, που αναδεικνύουν μετριοπάθεια και σύνεση. Είναι υποδείγματα που νιώθουμε ότι διαπαιδαγωγούν και εμάς τους εκπαιδευτικούς! Ίσως δε να συμβαίνει και το εξής. Η εκφορά του δικού μας παιδαγωγικού λόγου (και λιγότερο αυτής καθ’ εαυτής μιας υποδειγματικής συμπεριφοράς μας) να πηγάζει κυρίως από την επαγγελματική μας ιδιότητα και δεν είναι μια «κατάκτηση της ζωής», να είναι πρωτίστως εξωτερίκευση ενός επιτηδεύματος και όχι αυθεντική ακτινοβολία μας.
Αλλά πέραν των όποιων επιρροών εκπαιδευτικού χρώματος και μόνο η “συναναστροφή μας” με τους μαθητές μας / τις μαθήτριές μας, μόνο το πρωινό βίωμά μας μέσα στο σχολικό μικρόκοσμο, μέσα στο μεγαλείο της νιότης και της ομορφιάς δεν είναι η απόλυτη “θεία δωρεά” που μόνο εμείς οι εκπαιδευτικοί απολαμβάνουμε; Μπορώ να πω ότι στεναχωριέμαι που δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να νιώσουν έστω και παροδικά τη μαγεία της σχολικής αίθουσας, την αυταξία της παιδαγωγικής σχέσης…
Στις παιδαγωγικές συνεδριάσεις των Συλλόγων Διδασκόντων, που γίνεται ανταλλαγή απόψεων και θεωρήσεων ως προς την πορεία των μαθητών μας, εκεί διαπιστώνουμε με πόση ευκολία ταυτίζονται οι θετικές εκτιμήσεις μας για τον «άλφα» μαθητή ή για τη «βήτα» μαθήτρια. Εκεί ακούς ξανά και ξανά μια στερεότυπη μεν φράση αλλά γεμάτη αυθεντικότητα και αυθόρμητη ομολογία «πόσο κερδίζουμε εμείς που τον / την έχουμε μαθητή / μαθήτρια» και απλώνεται αυτή η κοινή διαπίστωση στο γενικό κλίμα της Συνεδρίασης νιώθοντας κάθε εκπαιδευτικός και μια ιδιότυπη αγαλλίαση γιατί βρίσκεται – έστω για τη σχολική περίοδό τους – στο σκηνικό της ζωής των «παιδιών – διαμαντιών».