Του Νίκου Τσούλια
Υπάρχουν κάποια ζητήματα στη λειτουργία της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας,που δεν μπορούν να προσεγγιστούν με τα παραδοσιακά εργαλεία ανάλυσης. Αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία στη δράση του Υπουργού Παιδείας.
Κάθε ημέρα κάνει δηλώσεις για δύο ή τρία ζητήματα κατά μέσο όρο και τις δημοσιοποιεί σαν να έχουν καμιά πολιτική ή εκπαιδευτική σημασία. Έτσι, για παράδειγμα, δημοσιεύει βαθυστόχαστους χαιρετισμούς του σε κάποια εκδήλωση και αναρωτιέσαι ως προς τι αυτή η κίνηση και ποιον μπορεί να ενδιαφέρει…
Λέει διαρκώς τα ίδια και τα ίδια και αν στύψεις το περιεχόμενο τους, δεν μένει τίποτα. Έτσι, επί δύο χρόνια ο κ. Γαβρόγλου και οι προκάτοχοί του «διόριζαν» 8.000 εκπαιδευτικούς αρχικά και 20.000 στη συνέχεια με δηλώσεις τους κάθε εβδομάδα. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Φτάσαμε στη συνέντευξή του στον «Ελεύθερο Τύπο», όπου συμβαίνουν τα εξής αποκαλυπτικά. Ερώτηση. «Σε τι στάδιο βρίσκεστε με τις μόνιμες προσλήψεις εκπαιδευτικών».
Και η απάντηση. «Σε πολύ καλό. Δεν θα μπω στη διαδικασία να πω αριθμούς. Θέλω να είμαστε έτοιμοι, όταν ανακοινώσουμε τον αριθμό να τηρούνται όλα τα δεδομένα για να γίνουν οι εν λόγω προσλήψεις. Όσο για τον τρόπο πρόσληψης, θα πάμε σε μεικτό σύστημα, ώστε να εξασφαλίσουμε και την πρόσληψη των εκπαιδευτικών που για χρόνια έχουν στηρίξει το δημόσιο σχολείο ως αναπληρωτές αλλά και την είσοδο των νέων εκπαιδευτικών. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα δεν γνωρίζω αν θα προχωρήσουμε σε γραπτό διαγωνισμό. Θέλω πρώτα να διερευνήσουμε τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του συστήματος και στη συνέχεια να λάβουμε αποφάσεις».
Δηλαδή όλες αυτές οι δηλώσεις που έκανε και οι αριθμοί που έλεγε τι νόημα είχαν όταν δεν έχει καν μελετήσει τον τρόπο διορισμού; Δύο χρόνια στην κυβέρνηση και δεν έχουν κάνει τίποτα! Και υπάρχει και άλλο ουσιαστικό πρόβλημα. Δεν έχουν θέσει το ζήτημα των διορισμών των εκπαιδευτικών ούτε στους θεσμούς – ίσως γιατί νομίζουν ότι τους έχουν καταργήσει… – και έτσι και η όποια συζήτηση για τον τρόπο διορισμού πάλι είναι άσκηση επί χάρτου.
Ας δούμε άλλο μείζον ζήτημα. Επί δύο χρόνια πάλι καταργούσαν τις Πανελλαδικές Εξετάσεις και απορούσαμε όλοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας, πώς μπορεί να γίνει αυτή η σωτήρια εκδοχή και δεν το είχαμε αντιληφθεί κανένας εδώ και δεκαετίες; Να λοιπόν η ερώτηση. «Το πόρισμα του ΙΕΠ δεν κάνει λόγο για κατάργηση των Πανελληνίων. Τι αλλάζει τελικά στον νέο τρόπο εισαγωγής που προτείνετε»;
Και η ευφυής απάντηση. «Δεν υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς εξετάσεις. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να συμβιβαστούμε με αυτό. Εμείς έχουμε στόχο οι εξετάσεις να μην είναι αποφασιστικές για το υπόλοιπο της ζωής των μαθητών. Θέλουμε να δώσουμε τη δυνατότητα στα παιδιά με την είσοδό τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση να έχουν ευελιξία στο αντικείμενο των σπουδών τους. Υπάρχουν τμήματα με εξαιρετικά προγράμματα. Το θέμα είναι να γίνουν ευέλικτα τα τμήματα. Γι αυτό ακριβώς και σχεδιάζουμε αλλαγές στο πρώτο έτος, με τη διατήρηση σχολών και όχι τμημάτων. Θέλουμε να προτείνουμε στα Ιδρύματα στο πλαίσιο της σχολής, ένας φυσικός για παράδειγμα να μπορεί να παρακολουθήσει και κάποια μαθήματα χημείας και να λάβει ένα πτυχίο Φυσικής που να αναγνωρίζει τις γνώσεις του και στο δεύτερο αντικείμενο που σπούδασε, σε αυτή την περίπτωση στη Χημεία».
Δηλαδή ο Υπουργός κατανόησε αυτό που είναι παντού και πάντα γνωστό στην ελληνική κοινωνία… Αλλά και πάλι πρόταση ούτε καν σαν ιδέα δεν υπάρχει στις τόσες και τόσες προτάσεις της απάντησής του.
Υπάρχει και μια ακόμα πιο σοβαρή περίπτωση, η συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Εδώ ο κ. Υπουργός αφήνει έξω από τη συζήτηση τα κύρια ζητήματα, ακριβώς γιατί θέλει να αποκρύψει την αποδόμηση του λυκείου που εμπεριέχει η πρότασή του. Αποκρύπτει αν θα έχουμε ένα ή δύο Εθνικά Απολυτήρια και επομένως η Επαγγελματική εκπαίδευση θα καταργηθεί και θα μετασχηματιστεί σε Κατάρτιση εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος. Αποκρύπτει το γεγονός ότι δεν μπορεί να ενοποιηθεί η Γενική εκπαίδευση και η Επαγγελματική εκπαίδευση σε έναν Ενιαίο τύπο λυκείου και ότι πουθενά στην Ευρώπη δεν υπάρχει μόνο μια δομή στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αποκρύπτει το πώς θα είναι ο κορμός του Εθνικού Απολυτηρίου και ποια θα είναι η σχέση του με το Σύστημα Πρόσβασης. Και αντί όλων αυτών καταθέτει μια θεωρητική καλολογική μελέτη της μορφής: «Τι ωραίο είναι το σχολείο που θα φτιάξω»!
Αναρωτιέμαι μήπως τελικά το πρόβλημα δεν είναι μόνο η δημαγωγία και ο λαϊκισμός, που τόσο πολύ εύκολα αλλά και παράδοξα ανθοφορεί σε «χειμώνες καιρούς» σ’ όλο το στερέωμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Μήπως υπάρχει και ασχετοσύνη και ανικανότητα; Μήπως δεν μπορούν να κατανοήσουν την κοινή πραγματικότητα και ζουν στην κομματική φαντασιοχώρα της κατάργησης των μνημονίων. Μήπως είναι σε παράλληλο σύμπαν αλλαγής της Ευρώπης και του Κόσμου και δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε;