Xαιρετισμός του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην εκδήλωση με θέμα «Το μέλλον είναι εδώ: Από το brain drain στο brain gain»
Θέλω να πω εισαγωγικά, ότι είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που βρίσκομαι στο Δημόκριτο μετά από πέντε χρόνια, αν θυμάμαι καλά. Πέντε χρόνια πριν, το 2014, θέλοντας εκείνη την εποχή να αναδείξω ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που πιστεύω ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζει η χώρα. Όμως αυτά τα χρόνια έγιναν προσπάθειες για να αντιστρέψουμε την τάση, να αντιστρέψουμε τη ροπή. Και το πρόβλημα ονομάστηκε «brain drain». Δεν είναι άλλο από τη φυγή του πιο πολύτιμου δυναμικού της ελληνικής κοινωνίας, του επιστημονικού δυναμικού, των υψηλά μορφωμένων, καταρτισμένων και ειδικευμένων νέων ανθρώπων με ένα και δύο πτυχία και μεταπτυχιακά, που φεύγουν στο εξωτερικό. Όχι από επιλογή, διότι δεν πρέπει να μπούμε και στο άλλο άκρο, να δαιμονοποιήσουμε την επιλογή των νέων ανθρώπων να αποκτήσουν περισσότερες γνώσεις, ενδεχομένως και σε κάποια ερευνητικά ή πανεπιστημιακά κέντρα υψηλού κύρους και εγνωσμένης διεθνούς ακτινοβολίας. Αλλά μιλάμε γι΄ αυτούς που φεύγουν από ανάγκη, που αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό ή γι΄ αυτούς που, έχοντας φύγει από επιλογή, δεν βρίσκουν ευκαιρίες να γυρίσουν πίσω και να μπορέσουν να συμβάλουν στην κοινή προσπάθεια για την ανοικοδόμηση της παραγωγικής μας βάσης.
Θέσαμε, λοιπόν, από την πρώτη στιγμή ως ένα από τα σημαντικότερα στοιχήματα να αντιστρέψουμε αυτή την τάση, αυτή τη ροπή. Το μεγάλο ερώτημα είναι, πώς μπορείς να αντιστρέψεις αυτή την τάση και αυτή τη ροπή, αν αρκεί να έχεις την πολιτική βούληση, αν δεν έχεις και τους πόρους, προκειμένου να μπορέσεις να υλοποιήσεις τους απαραίτητους σχεδιασμούς.
Εγώ θέλω να πω ότι, προφανώς έχουν να γίνουν πολλά περισσότερα πράγματα ακόμη, προφανώς δεν μπορεί να είμαστε ικανοποιημένοι, να ευλογούμε τα γένια μας. Αλλά, θέλω να πω ότι δώσαμε, μαζί με τον αναπληρωτή υπουργό, υπεύθυνο για θέματα έρευνας, τον κ. Φωτάκη, από την πρώτη στιγμή, μια μάχη για να αυξήσουμε -και μάλιστα σε πολύ δύσκολες συνθήκες εκείνο τον καιρό, θα θυμάστε όλοι, σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας- το ποσοστό του δημόσιου προϋπολογισμού που κατευθύνεται στην έρευνα, αλλά ταυτόχρονα να αυξήσουμε και το απόλυτο ποσό που κατευθύνεται στην έρευνα.
Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό το καταφέραμε από το 2015 και όχι σήμερα. Σήμερα -ήταν 0,8% οι δαπάνες για την έρευνα- είναι κοντά στο 1,2% του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι από τα περίπου 1.450.000.000 έχουμε ξεπεράσει τα 2 δισ. ετησίως από τον δημόσιο προϋπολογισμό που κατευθύνεται στην έρευνα.
Αυτό, βεβαίως, είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, αλλά δεν είναι από μόνο του αρκετό. Διότι, αυτό που χρειάζεται είναι να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις τις υποδομές εκείνες, αλλά και να στηρίξεις στην πράξη αυτό το δυναμικό, που όλοι μας όταν μιλάμε το εξαίρουμε, αλλά στην πράξη αντιμετωπίζει πάρα πολύ μεγάλα προβλήματα για να μπορέσει να εργαστεί, να ασκήσει την ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα και ακολούθως να εργαστεί και να έχει ένα αξιοπρεπές εισόδημα.
Ένα δεύτερο, λοιπόν, μεγάλο βήμα, πέρα από την αύξηση του προϋπολογισμού, ήταν η δημιουργία του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας, το ΕΛΙΔΕΚ. Το ΕΛΙΔΕΚ από την πρώτη στιγμή, με έναν αρχικό προϋπολογισμό γύρω στα 100 εκατομμύρια –σήμερα αυτός έχει αυξηθεί- προσπάθησε να αξιοποιήσει τα χρήματα αυτά για ερευνητές. Και προκειμένου να δώσει υποτροφίες σε νέους επιστήμονες, να μπορέσουν να μείνουν εδώ ή να επιστρέψουν από το εξωτερικό και να ασκήσουν την ερευνητική τους δραστηριότητα στην Ελλάδα.
Έχω κάποια στατιστικά στοιχεία, τα οποία είναι ενδιαφέροντα για το ΕΛΙΔΕΚ και επιτρέψτε μου να τα μοιραστώ μαζί σας. Σήμερα, το ΕΛΙΔΕΚ έχει, αν δεν κάνω λάθος, πάνω από 1.000 νέους επιστήμονες, διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς -έχω την αίσθηση ότι είναι γύρω στους 1.262 μαζί με τους εργαζόμενους στα προγράμματά του- με στόχο μέχρι το 2022 να φτάσει τους 4.500 ερευνητές.
Σε μια έρευνα, λοιπόν, που έχει γίνει για τους 1.200 περίπου, που σήμερα βρίσκονται με υποτροφίες, νέους επιστήμονες, διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς, έχουμε τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία:
Το 34% των υποψηφίων διδακτόρων και το 17% των μεταδιδακτόρων του ΕΛΙΔΕΚ ασχολούνταν πριν έρθουν να μπουν σε κάποιο πρόγραμμα υποτροφίας και να ξανασχοληθούν με την έρευνα, με μη ερευνητικές δραστηριότητες. Δηλαδή, το 1/3 των υποψηφίων διδακτόρων, στην ουσία ήταν ερευνητές που είχαν παρατήσει την έρευνα και γύρισαν πίσω και ξανασχολούνται με την έρευνα, εξαιτίας του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας. Ενώ το 45% των υποψήφιων διδακτόρων θα έφευγε από τη χώρα, εάν δεν λάμβανε κάποια υποτροφία από το ΕΛΙΔΕΚ.
Επίσης, ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το 79% των μεταδιδακτόρων που προερχόταν από ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα της χώρας και το 21% εξ αυτών, επέστρεψαν από αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού. Δηλαδή, αρχίζει σιγά-σιγά να εμφανίζεται στην πράξη μια τάση επιστροφής ερευνητών, αυτού του σημαντικού επιστημονικού δυναμικού της χώρας, από ιδρύματα εγνωσμένης αξίας και κύρους του εξωτερικού, εδώ στη χώρα, προκειμένου να συνεχίσουν την ερευνητική τους δραστηριότητα. Και βεβαίως, σχεδόν οι μισοί μεταδιδάκτορες, δήλωσαν ότι εάν δεν λάμβαναν την υποτροφία από το ΕΛΙΔΕΚ, τους επόμενους μήνες θα έφευγαν από τη χώρα.
Αυτά είναι κάποια πρώτα ενθαρρυντικά στοιχεία. Και λέω ότι για μας αυτά τα στοιχεία, έστω και γι΄ αυτή τη μικρή περίμετρο των 1.200 περίπου ερευνητών, είναι, αν θέλετε, η απόδειξη ότι, εν πάση περιπτώσει, έχουμε βάλει ένα μικρό λιθαράκι. Ένα μικρό λιθαράκι, θα μου πείτε, όμως, στη θάλασσα των νέων ανθρώπων που δυσκολεύονται να μείνουν στη χώρα, στη θάλασσα των νέων ανθρώπων με πολύ μεγάλες δεξιότητες, με πολύ μεγάλα προσόντα, με πολύ μεγάλες ικανότητες, για τους οποίους πρέπει πρωτίστως να δουλέψουμε, προκειμένου να δημιουργήσουμε τις υποδομές.
Εγώ δεν θα σταθώ απέναντί σας για να παρουσιάσω μια κατάσταση ωραιοποιημένη. Διότι η κρίση, πράγματι, από το 2010 και μετά, έχει δημιουργήσει εξαιρετικά αρνητικές συνθήκες. Όμως, θα ήθελα να επισημάνω, ότι αυτό το ποσοστό στον προϋπολογισμό του ΑΕΠ, που βρήκαμε το 2015 κάτω από το 1% και σήμερα έχει πάει στο 1,2%, ήταν ένα ποσοστό που υπήρχε την περίοδο που στην Ελλάδα δεν μιλάγαμε για κρίση. Υπήρχε την περίοδο που στην Ελλάδα οραματιζόμασταν, όχι να αξιοποιήσουμε τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, μεταξύ των οποίων είναι και η τάση της ελληνικής κοινωνίας να θέλει τα παιδιά μας να αποκτούν υψηλή εκπαιδευτική εξειδίκευση και μόρφωση, αλλά, το μεγάλο όραμα στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και στις αρχές του 2000 ήταν να κάνουμε Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν λέω, ενδεχομένως και αυτό είχε την αξία του. Όμως, θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί όταν η υπήρχε δημοσιονομική δυνατότητα και το δημοσιονομικό περιθώριο να επενδύσουμε στη νέα γνώση, στις νέες τεχνολογίες, να επενδύσουμε στην καινοτομία, να επενδύσουμε στην έρευνα αφού όλοι διαπιστώνουμε ότι αυτό είναι ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας και το διαπιστώνετε όλοι εδώ εσείς οι ερευνητές, έχοντας την εμπειρία κάποιοι από εσάς να έχετε βρεθεί σε ιδρύματα στο εξωτερικό ή σε ερευνητικά κέντρα, αλλά σίγουρα επικοινωνείτε με συναδέλφους σας στο εξωτερικό και βλέπετε πόσο αναγνωρισμένο είναι το επίπεδο της ερευνητικής κοινότητας της χώρας σε όλα τα διεθνή fora. Γιατί, λοιπόν, δεν υπήρξε ποτέ αυτή η πολιτική βούληση και σε περιόδους όπου υπήρχε η δημοσιονομική δυνατότητα να επενδύσουμε στη γνώση, στην παραγωγή νέας γνώσης, στις νέες τεχνολογίες και στην καινοτομία.
Ας μην μείνουμε, όμως, σε αυτό. Το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα. Και νομίζω ότι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε, είναι να σταματήσουμε συλλογικά ως κοινωνία να υποτιμούμε τις δυνατότητες που έχουμε ως κοινωνία, που έχουμε ως χώρα και να υποτιμούμε το ίδιο μας το εκπαιδευτικό σύστημα. Να υποτιμούμε τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας μας, να υποτιμούμε τα ερευνητικά κέντρα της χώρας μας και να υποτιμούμε και τους Έλληνες επιστήμονες και ερευνητές. Αυτή είναι μια τάση γενικευμένη. Ήταν τουλάχιστον όλα τα προηγούμενα χρόνια. Και είναι και αυτή η τάση, η οποία λέει ότι, εφόσον δεν μπορούμε να αναβαθμίσουμε το παραγόμενο εκπαιδευτικό έργο στα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια, ας μη δουλέψουμε ή ας μην ψάξουμε να βρούμε πόρους για να τα ενισχύσουμε, αλλά ας επιτρέψουμε τη δημιουργία ιδιωτικών. Εγώ είμαι αντίθετος σε αυτή τη λογική.
Πιστεύω ότι και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με όλα τα προβλήματα και τις παθογένειες που έχει και πρέπει να δουλέψουμε για να το διορθώσουμε από το Δημοτικό έως το Λύκειο, αλλά και τα ελληνικά πανεπιστήμια. Έχουν σημαντικές δυνατότητες, τις οποίες πρέπει να αξιοποιήσουμε. Και κυρίως, οφείλουμε αντί να λέμε ευχολόγια κάθε φορά που συζητάμε για τους νέους που έφυγαν στο εξωτερικό, για το πώς θα μετατρέψουμε το brain drain σε brain gain, οφείλουμε τουλάχιστον να συνομολογήσουμε ότι πρέπει να αποτελέσει εθνικό στόχο και στρατηγική η Ελλάδα να γίνει –και μπορεί να γίνει- ένα hub καινοτομίας, έρευνας και νέας τεχνολογίας. Τα κατάφεραν με πολύ σημαντικά αποτελέσματα χώρες με μικρότερες ίσως δυνατότητες από αυτές που έχει η Ελλάδα. Όταν επισκέπτομαι συχνά το Ισραήλ, βλέπω τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ που, ας μου επιτραπεί η έκφραση, κομπάζει για τα επιτεύγματα που έχει αυτή η πολύ μικρή χώρα στον τομέα της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών. Εγώ πιστεύω ότι πραγματικά μπορούμε να το πετύχουμε αυτό. Και πιστεύω ότι έχουμε κάνει κάποια μικρά βήματα μέσα στην κρίση, προκειμένου να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις στο μέλλον, αν συνεχίσουμε και αν δώσουμε ακόμη περισσότερο βάρος στην έρευνα και στους νέους ερευνητές, να κάνουμε ακόμη μεγαλύτερα βήματα.
Πριν από λίγο, επισκέφθηκα το παράρτημα της Tesla, εδώ στον «Δημόκριτο», της μεγάλης αυτής αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που παράγει ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ό,τι πιο πρωτοπόρο και σύγχρονο στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Η Tesla επέλεξε –δεν πιστεύω ότι αυτό είναι τυχαίο- ως τη μοναδική χώρα, που αποφάσισε να φτιάξει τμήμα R&D, έρευνας δηλαδή εδώ στην Ελλάδα –τη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα- το οποίο είναι στελεχωμένο ως επί το πλείστον από Έλληνες επιστήμονες, από διδακτορικούς ή απόφοιτους ως επί το πλείστον, από ό,τι είδα, του ΕΜΠ. Αλλά αυτό κατά την άποψή μου έχει μια σημασία. Κάτι σημαίνει αυτό και πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν οι δυνατότητες, ακριβώς επειδή έχουμε αυτό το υψηλά εξειδικευμένο προσωπικό, δυναμικό, τους νέους επιστήμονες, που προφανώς για αυτό η Tesla αποφάσισε να έρθει να φτιάξει τμήμα R&D στην Ελλάδα.
Συνάντησα, όμως, και μια σειρά από νέους ερευνητές, οι οποίοι έχουν έδρα εδώ στον «Δημόκριτο», στο μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο της χώρας και οι οποίοι τα τελευταία χρόνια έδωσαν μία μάχη, προκειμένου να κρατηθούν, να μείνουν εδώ στην Ελλάδα, φτιάχνοντας τα δικά τους εταιρικά σχήματα. Και, βεβαίως, θα πρέπει να πω ότι αυτά τα εταιρικά σχήματα, όπως και άλλα τα οποία θέλουμε να δημιουργηθούν, startup, νεοφυείς επιχειρήσεις, είναι ίσως το μοντέλο, πάνω στο οποίο μπορεί να ανθίσει η νεανική επιχειρηματικότητα στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας.
Στον τομέα, λοιπόν, αυτό, επίσης κάναμε κάποια βήματα. Το πρώτο σημαντικό βήμα είναι το πρόγραμμα «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ». Ένα πρόγραμμα το οποίο αναπτύχθηκε από το 2016 και μετά. Έχουμε κατανείμει πόρους 360 εκατ. ευρώ σε 576 ερευνητικά έργα, από τα οποία τα 414 αφορούν σε συνεργασίες επιχειρήσεων με δημόσιους ερευνητικούς φορείς και υπολογίζεται να δημιουργηθούν πάνω από 4.000 νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας στη βάση αυτού του προγράμματος. Τώρα, προχωράμε και στη νέα προκήρυξη, στο δεύτερο κύκλο του προγράμματος «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ», με συνολικό προϋπολογισμό 250 εκατομμυρίων ευρώ, όπου θα δίνεται έμφαση στη στήριξη του στελεχιακού δυναμικού τμημάτων R&D καινοτόμων επιχειρήσεων. Και, νομίζω, ότι μια σειρά από επιχειρήσεις που αντιλαμβάνονται –όχι νέες επιχειρήσεις, και παλιότερες- την υψηλή ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους μέσα από την ενίσχυση της καινοτομίας τους στα προϊόντα τους, θα επωφεληθούν από αυτά τα προγράμματα και πιστεύω ότι θα αγκαλιάσουν ερευνητές και θα δώσουν τη δυνατότητα σε πολλούς νέους ανθρώπους να βρουν θέσεις εργασίας στη χώρα μας.
Ένα επίσης σημαντικό βήμα ήταν το λεγόμενο Υπερταμείο Επιχειρηματικών Συμμετοχών, το Equifund, για την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων που παράγουν νεοφυείς επιχειρήσεις, startups επιχειρήσεις. Δηλαδή, ένα από τα προβλήματα νέων ερευνητών που έχουν μία εξαιρετική ιδέα που μπορεί να βρει πρακτικά αποτελέσματα, αν αυτή η ιδέα εξελιχθεί, είναι η αδυναμία τους να βρουν χρηματοδότηση στα πρώτα τους βήματα στην αγορά. Και εκεί, λοιπόν, ήρθαμε με τη σκέψη, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων -όπου θέλω να πω ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε αυτή μας την προσπάθεια ήταν πραγματικά αρωγοί και στήριξαν αυτή την προσπάθεια- ήρθαμε και φτιάξαμε ένα ταμείο με ελάχιστο συνολικό επενδυτικό κεφάλαιο τα 300 εκατομμύρια, τα 200 εκατομμύρια είναι δημόσια δαπάνη και τα άλλα 100 από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, προκειμένου να γίνει η πρώτη αρχή για τη χρηματοδότηση τέτοιων προγραμμάτων, που βασίζονται σε εμπνευσμένες καινοτόμες ιδέες νέων ερευνητών.
Θέλω να πω ότι αυτό το Ταμείο, με τα 300 εκατομμύρια ευρώ ως βάση, είναι το μεγαλύτερο από τα αντίστοιχα που υπάρχουν σε όλη την Ε.Ε. Άρα, τα λέω αυτά γιατί θέλω να επισημάνω ότι για εμάς, και πιστεύω ότι πρέπει να είναι κοινός τόπος αυτός, η καινοτομία και η έρευνα πρέπει να αποτελεί βασική και στρατηγική και επιλογή, για να στηρίξουμε τα επόμενα βήματα που αφορούν την ελληνική οικονομία, αφορούν την εκπαίδευση συνολικά και τέλος αφορούν τη νέα γένια αυτού του τόπου.
Μιας και αναφέρθηκα στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και εφόσον ο Πρόεδρός σας είπε ότι κάπου εδώ βρίσκονται – εγώ δεν τους είδα ακόμα – να μην παραλείψω να πω ότι έχουμε ήδη μια καταρχήν συμφωνία για τη συγχρηματοδότηση μαζί με το Δημόσιο της επέκτασης του Τεχνολογικού Πάρκου του Δημοκρίτου, του Πάρκου «Λεύκιππος» στο campus του Δημοκρίτου, η οποία συνολικά θα κοστίσει 40 εκατομμύρια ευρώ.
Με αυτές τις σκέψεις, αν μου επιτρέπετε εισαγωγικά, ήθελα να απευθυνθώ σε όλους και όλες εσάς, που γνωρίζω ότι από πρώτο χέρι αντιλαμβάνεστε και τις δυσκολίες γιατί τις αντιμετωπίσατε, αλλά και τις δυνατότητες, που έχει αυτό το οποίο κάνετε.
Εγώ πιστεύω πραγματικά, ότι κάθε ευρώ που επενδύεται στο χώρο της έρευνας, των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας, επιστρέφεται πολλαπλώς στο μέλλον. Δεν αποτελεί απλά μια επιλογή για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της φυγής νέων ανθρώπων στο εξωτερικό. Αποτελεί μία στρατηγικού χαρακτήρα επένδυση στο μέλλον της χώρας και στη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Όχι μέσα από τη στενή οικονομίστικη οπτική ότι η χώρα δαπανά, εφόσον στην Ελλάδα έχουμε την δημόσια Παιδεία, ένα μεγάλο ποσό για να δώσει γνώσεις και κατάρτιση στους νέους ανθρώπους και αυτοί φεύγουν στο εξωτερικό και άρα στελεχώνουν τις οικονομικές και τις παραγωγικές δομές άλλων κρατών. Αλλά κυρίως μέσα από την οπτική του ότι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να είναι ένα μέλλον έντασης της εργασίας, αλλά πρέπει να είναι ένα μέλλον έντασης της γνώσης και της καινοτομίας. Μέσα από την οπτική, δηλαδή, της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Μέσα από μια αναπτυξιακή λογική πιστεύω ότι πρέπει να δώσουμε έμφαση στην έρευνα, την καινοτομία και τη νέα γνώση. Και πιστεύω ότι έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Ότι έχει τη δυνατότητα η Ελλάδα να γίνει ένα hub διεθνούς επιπέδου στην καινοτομία και την έρευνα. Μπορεί να μην έχει άλλες δυνατότητες, αλλά αυτή τη δυνατότητα την έχει. Δεν μπορεί το μέλλον της Ελλάδας, για παράδειγμα, να είναι μονάχα οι υπηρεσίες στον τουρισμό, αλλά πρέπει να είναι η παραγωγή νέας γνώσης που θα βρίσκει εφαρμογή παντού, για να αξιοποιήσουμε και τα άλλα μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας.
Έβλεπα, για παράδειγμα, πριν, ότι κάποιοι συνάδελφοι σας παράγουν καινοτομία που έχει εφαρμογή σε συστήματα για την έξυπνη γεωργία. Να, για παράδειγμα ένας τομέας όπου επίσης, θα πρέπει να αναπροσανατολιστούμε, να φύγουμε από μια λογική μαζικής παραγωγής βασισμένης στις επιδοτήσεις και να πάμε στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων, με έξυπνο τρόπο και, άρα, πολύ πιο οικονομικό, όχι κατ’ ανάγκη βασισμένο στις επιδοτήσεις. Και, άρα, να γιατί πρέπει οι νέοι αγρότες στον τόπο μας να μην είναι στο κλασικό πρότυπο του αγρότη, όπως το γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, αλλά να κυκλοφορούν με Laptop και με κινητό, με smartphones, για να μπορούν να έχουν τη γνώση των αναγκών της καλλιέργειάς τους.
Όλα αυτά, λοιπόν, συντείνουν σε αυτό το συμπέρασμα, που ήθελα αρχικά να πω. Ότι η επένδυση στη νέα γνώση, η επένδυση στις καινοτομίες και στην έρευνα, είναι η επένδυση του μέλλοντος. Πιστεύω ότι έχουμε βάλει κάποια μικρά λιθαράκια σε αυτή την κατεύθυνση και πιστεύω ότι, πράγματι, όσο η χώρα θα βγαίνει σταδιακά από την κρίση, θα υπάρχουν και μεγαλύτερα περιθώρια, δημοσιονομικά εννοώ να μπορέσουμε να στηρίξουμε αυτές τις προσπάθειες, όσο κυρίως να στηρίξουμε και νέες ιδέες για να κάνουμε αυτό το όραμα, κάποια στιγμή, πραγματικότητα.
Κλείνω εδώ, λέγοντας ότι προφανώς δεν ήρθα μόνο για να μιλήσω, αλλά για να σας ακούσω και όχι για να ακούσω μόνο θετικά, να ακούσω και τα στραβά, τα προβλήματα και τις δυσκολίες. Τις δυσκολίες όχι μόνο των ερευνητών, αλλά και των νέων επιχειρηματιών. Άκουσα κάποια λίγο πριν, στην δυνατότητα που είχα να συνομιλήσω, διότι μόνο εάν μπορέσουμε να εντοπίσουμε τα κρίσιμα προβλήματα και να διαπιστώσουμε ότι μπορούμε να βρούμε λύσεις πάνω σε αυτά, θα πάμε ένα βήμα παραπέρα.
Σας ευχαριστώ.