Τι είπε για τα κενά στα σχολεία η υφυπουργός – Η Επίκαιρη Ερώτηση της Βουλευτού Β1΄ Βόρειου Τομέα Αθηνών της Κ.Ο. “ΣΥΡΙΖΑ – ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ” κας Αθηνάς Λινού προς τον Υπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, με θέμα: “Άμεση ανάγκη κάλυψης των κενών θέσεων εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης”, συζητήθηκε σήμερα στη Βουλή στα πλαίσια του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου.
Ειδικότερα, την Ερώτηση απάντησε η Υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, κα Δόμνα – Μαρία Μιχαηλίδου και στην επισήμανση της κας Λινού πως η προσεχής Δευτέρα θα είναι η 41η μέρα εκπαίδευσης και παρά τις τρεις περιόδους νέων προσλήψεων υπάρχουν ακόμα κενά τριών χιλιάδων (3.000), περίπου, εκπαιδευτικών η κα Μιχαηλίδου απάντησε πως: 2% των εκπαιδευτικών δεν είναι στα σχολεία “Στις τρεις χιλιάδες (3.000), αν τις υπολογίσουμε με βάση το σύνολο του εκπαιδευτικού σώματος για πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια -που ξεπερνά τις εκατόν τριάντα χιλιάδες (130.000) εκπαιδευτικούς- είμαστε στο 2%, δηλαδή την 1η Νοεμβρίου 2% των εκπαιδευτικών δεν είναι στα σχολεία μαζί με τα παιδιά μας. Είναι ένα ποσοστό πολύ μεγάλο; Δεν είναι. Είναι ένα ποσοστό που μας νοιάζει, όμως, γιατί όπως το είπατε και εσείς κάθε ώρα στην οποία τα παιδιά δεν έχουν έναν εκπαιδευτικό δίπλα τους, είναι ένα κρίμα, είναι μια μεγάλη αγωνία για το ίδιο το παιδί, την οικογένεια του, αλλά και βέβαια εμάς ως Υπουργείο αρμόδιο για τα εκπαιδευτικά ζητήματα στη χώρα.”.
Η Υφυπουργός ΠΑΙΘΑ αναφερόμενη στα της Παράλληλης Στήριξης ανέφερε πως: “Οι αιτήσεις για παράλληλη στήριξη για παιδιά με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, μόλις πριν πέντε χρόνια για την εκπαιδευτική χρονιά, δηλαδή 2018-2019 ήταν στις 7,5 χιλιάδες. Πέντε χρόνια μετά έχει υπερτριπλασιαστεί και είμαστε στις 20 χιλιάδες. Αυτό από τη μια είναι μια θετική εξέλιξη, διότι σημαίνει ότι ναι, μπορεί δυστυχώς να έχουν αυξηθεί οι ανάγκες των παιδιών αλλά από την άλλη δεν μπορεί μόνο να έχουν αυξηθεί, σημαίνει ότι έχει αυξηθεί και η εγρήγορση των γονέων και των οικογενειών ότι δεν υπάρχουν όσα στερεότυπα υπήρχαν στο παρελθόν και άρα ζητείται για το παιδί η βοήθεια η οποία μπορεί να του παρέχεται. Από την άλλη δημιουργεί μια αυξανόμενη ζήτηση για εκπαιδευτικούς, τους οποίους το σύστημα δεν γνωρίζει εκ των προτέρων, καθότι η ανάγκη αυτή προκύπτει από τα ΚΕΔΑΣΥ με γνωματεύσεις καινούργιες κάθε χρόνο και μάλιστα γνωματεύσεις εν μέσω της χρονιάς, οι οποίες δίνονται”.
“Tι θα κάνετε και του χρόνου, πώς θα μπορέσετε να εξασφαλίσετε ότι νωρίς, τον Μάιο του 2024, θα ξέρετε πώς θα είναι τα κενά και θα τα καλύψετε εγκαίρως, ώστε με το καλό τον επόμενο Σεπτέμβριο να μην έχουμε αυτό το φαινόμενο;” ρώτησε η κα Λινού και η κα Μιχαηλίδου απάντησε ως εξής: Διορισμοί και καταγραφή κενών κεντρικά “Αυτό μπορεί να έχει δύο λύσεις σε δύο αν θέλετε πλαίσια.
Το ένα αφορά στην στελέχωση των σχολείων μας και πόσους παραπάνω μόνιμους διορισμούς κάνουμε στα σχολεία μας, έτσι ώστε να έχουμε αυτό που όλοι χρειαζόμαστε -και εδώ συμφωνούμε σε αυτό-, δηλαδή μόνιμους εκπαιδευτικούς στα σχολεία μας, μόνιμους διορισμούς στα σχολεία μας, όπου εκεί έχουμε αρχίσει με σωστούς ρυθμούς από το 2020 από εκεί που δέκα χρόνια δεν είχε γίνει ένας διορισμός, έχουν γίνει πάνω από 28,5 χιλιάδες διορισμοί, 4 εκ των οποίων έγιναν φέτος. Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Και αυτοί οι διορισμοί δεν μας φθάνουν. Η αρχή όμως, έχει γίνει και έχουμε δείξει ότι το κατανοούμε στο επίπεδο αυτό. Το δεύτερο έχει να κάνει με την ταχύτητα βάσει της οποίας ανταποκρίνεται το υπουργείο στις υπηρεσιακές μεταβολές. Εδώ πέρα είναι δύο οι άξονες. Ο πρώτος αφορά αμιγώς τις υπηρεσιακές μεταβολές, οι οποίες φέτος ξεκίνησαν νωρίτερα από το οτιδήποτε. Ο δεύτερος και πολύ σημαντικός πάνω στον οποίο έρχεται η μεταρρύθμιση μας, έτσι ώστε όπως είπατε, να ξέρουμε τα κενά τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό και να φτάνουμε σε δεύτερη φάση τον Σεπτέμβριο και όχι σε τρίτη το Νοέμβριο εκ των προτέρων. Αντιστρέφουμε λοιπόν, το σύστημα και από εκεί που κάθε διευθυντής σχολικής μονάδας αναφέρει τα κενά σε κάθε διευθυντή πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος με τη σειρά του τα περνάει στο Υπουργείο με αποτέλεσμα να τα γνωρίζουμε αυτά μία ή δυο εβδομάδες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, αυτό το πράγμα να γίνεται αντίστροφα, δηλαδή να καταγράφονται από το Υπουργείο στην Άνοιξη της προηγούμενης χρονιάς με πολύ μεγάλο βαθμό εμπιστοσύνης και η όποια απόκλιση υπάρχει στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Πάντα θα υπάρχουν αποκλίσεις. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί, οι οποίοι δεν αναλαμβάνουν εκείνη τη στιγμή, υπάρχουν εκπαιδευτικοί με ανάγκες, υπάρχουν εκπαιδευτικοί οι οποίοι έχουν κάποια αρρώστια, υπάρχουν εκπαιδευτικοί, οι οποίοι έχουν κάποια εγκυμοσύνη”.
Τέλος αναφερόμενη στις προτεραιότητες του ΥΠΑΙΘΑ η κα Μιχαηλίδου είπε:
“Ξεκινάμε με δύο πολύ μεγάλες προτεραιότητες. Οι δύο μεγάλες προτεραιότητες είναι οι δύο τελευταίες χρονιές του Λυκείου, δευτέρα και τρίτη Λυκείου, οι χρονιές που το παιδί προετοιμάζεται για τις Πανελλήνιες και το Δημοτικό. Πρέπει να διασφαλίσουμε, δηλαδή, ότι υπάρχουν δάσκαλοι σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού μας και παράλληλα, ότι η εκπαιδευτική κατεύθυνση είναι εκεί όπου και αν είναι αυτό στα νησιά, στα χωριά, στις ακριτικές περιοχές, έτσι ώστε ένα παιδί από το Μαρκάκι, ένα παιδί από τους Αρκιούς, να μην έχει λιγότερο ισότιμη πρόσβαση σε σχέση με ένα παιδί στην Αθήνα. Τώρα αυτό το καταφέρνουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Δυστυχώς, όμως, είναι τέτοια η φύση και η βάση των αριθμών της εκπαίδευσης που δεν θα μπορούμε -και το ξέρουμε από τώρα- να ανταποκρινόμαστε πάντα. Όταν μία εκπαιδευτικός, μια καθηγήτρια πληροφορικής -που πλέον ένα στα τρία παιδιά παίρνει ένα μάθημα κατεύθυνσης, το οποίο αφορά σε κάποιο βαθμό και την πληροφορική- μένει έγκυος κάποια στιγμή μέσα στη σχολική χρονιά, είναι δυστυχώς λογικό να μην περιμένουμε την επόμενη μέρα να πάει ένας εκπαιδευτικός στη Σαμοθράκη να την αναπληρώσει. Δυστυχώς, είναι τέτοια η φύση του επαγγέλματος που δεν θα μπορέσουμε αυτό, όσο τυχεροί και να είμαστε, την επόμενη μέρα να το αναπληρώσουμε και αυτό θα έχει αντίκτυπο σε ένα παιδί. Παρ’ όλα αυτά, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Σκοπός μας είναι να δούμε τι κάνουμε και με τις δύσκολες, τις δυσπρόσιτες περιοχές, πώς μπορούμε να δώσουμε ειδικά κίνητρα σε ανθρώπους να πάνε εκεί”.