Μέσα από τη βιβλιογραφία φαίνεται ότι η ρουτίνα να συνδέεται με τους εξής κυρίως παράγοντες:
α) Με τους μαθητές του εκπαιδευτικού, στον οποίον εμφανίζεται το φαινόμενο και, συγκεκριμένα, με το πλήθος, την ηλικία, τη συμπεριφορά τους, την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού και του σχολείου ( επίδοση στα μαθήματα και διαγωγή). Ακόμη συνδέεται με τη «γλώσσα» και την επικοινωνία μαθητών και δασκάλου, καθώς και με την ανταπόκριση τους στα πρότυπα του μαθητή ( που μεταφέρει μέσα του κάθε εκπ/κός και συνδέονται με τις δικές του αναμνήσεις και τα βιώματα του ως μαθητή και συμμαθητή ).
β) Με τη σχέση του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του, ανεξάρτητα από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των μαθητών και η οποία αποκαλύπτεται, αρκετά, σε δύσκολες κυρίως καταστάσεις , π.χ. σε καταστάσεις μαθητικής απειθαρχίας.
γ) Με αυτό το ίδιο το εκπαιδευτικό έργο και μάλιστα , με το χαοτικό των απαιτήσεων του. (Οι εκπαιδευτικοί αυτοί νιώθουν ότι είναι έργο «που δεν τελειώνει ποτέ», έργο «που καταπονεί», «που εξαπατά για το μέγεθος και το βάρος που προκαλεί»). Επίσης, οι έρευνες συνδέουν τη ρουτίνα με τις συγκρούσεις που η άσκηση του εκπαιδευτικού έργου εμπεριέχει, γεγονός που επιδεινώνεται με το ασαφές του εκπαιδευτικού ρόλου.
δ) Με τις επιπτώσεις από τη μακροχρόνια συσσώρευση δυσκολιών, αποτυχιών ή απογοητεύσεων,
με την κούραση που προκαλούν η υπερφόρτωση των ρόλων, η προετοιμασία για τα μαθήματα κλπ.
ε) Με τα προγράμματα καθημερινής ρουτίνας και τις κοινότυπες διαδικασίες μέσα στον εκπαιδευτικό μηχανισμό (Γνωστές οι εκφράσεις τους: «Το ίδιο πάντα βιολί», «κάθε μέρα μάθημα.», «κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια»).
στ) Με το γεγονός πως ο εκπ/κός δεν έχει πρωτοβουλίες και δεν επηρεάζει με τις αποφάσεις του την εξέλιξη στο σχολείο και γενικότερα στην εκπαίδευση· γ’ αυτό και έχει την αίσθηση, πως ό,τι και να κάνει δεν μπορεί να αλλάξει το status quo.
Διαβάστε όλη την έρευνα σε Έλληνες εκπαιδευτικούς εδώ
Αλεξ. Κοσμόπουλος