Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Βουλής η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Επί των άρθρων που αφορούν την επιλογή στελεχών διατυπώνονται τα ακόλουθα:Επί του κεφαλαίου Γ΄ του Μέρους Πρώτου (άρθρα 21 έως 36)
Α. Το γενικό συνταγµατικό πλαίσιο που διέπει την επιλογή στελεχών της δηµόσιας πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης αναπτύσσεται στην απόφαση 711/2017 της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας.
Με την εν λόγω απόφαση είχε κριθεί ότι διαδικασία επιλογής των διευθυντών των σχολικών µονάδων βάσει της αποτίµησης του κριτηρίου της συµβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκρότησης του υποψηφίου από τον σύλλογο διδασκόντων µε µυστική ψηφοφορία αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας. Κατά το σκεπτικό της απόφασης, η διοίκηση των σχολικών µονάδων της πρωτοβάθµιας και της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης πρέπει να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί µε εχέγγυα αξιοκρατίας, αµεροληψίας και αντικειµενικότητας (όπως τα καθιερωµένα υπηρεσιακά συµβούλια) και µε διαφανή και αντικειµενική διαδικασία, κατάλληλη για την ενιαία και οµοιόµορφη εφαρµογή των οριζόµενων κριτηρίων, και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δοµής της υπηρεσίας.
Επιπροσθέτως, η αποτίµηση του κριτηρίου της συµβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκρότησης του υποψηφίου πρέπει να χωρεί µε εξατοµικευµένη κρίση, η αιτιολογία της οποίας θα προκύπτει από πρακτικό ή άλλο στοιχείο στο οποίο διατυπώνονται ειδικές σκέψεις και κρίσεις που τεκµηριώνουν την αποτίµηση του κριτηρίου σύµφωνα µε τον φάκελο.
Β. Συµφώνως µε τα άρθρα 21 παρ. 3 και 25 του νοµοσχεδίου, η πλήρωση συγκεκριµένων θέσεων στελεχών της δηµόσιας εκπαίδευσης (Οργανωτικών Συντονιστών ΠΕΚΕΣ, Προϊσταµένων ΚΕΑ, Προϊσταµένων Τµηµάτων Εκπαιδευτικών Θεµάτων των Διευθύνσεων Πρωτοβάθµιας και Δευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης, Υποδιευθυντών Σχολικών Μονάδων και ΕΚ κ.λπ.) γίνεται κατόπιν πρότασης περιφερειακών συµβουλίων ή (για τους υποδιευθυντές) του οικείου συλλόγου διδασκόντων. Τα κριτήρια επιλογής καθορίζονται κατά γενικό τρόπο στο άρθρο 23 παρ. 2 και, για την επιλογή υποδιευθυντών, λαµβάνεται «ειδικότερα» υπόψη η ικανότητα του υποψηφίου να επιδεικνύει πνεύ-
µα συνεργασίας και οµαδικότητας, συνέπεια και να αναλαµβάνει πρωτοβουλίες.
Από τη διατύπωση του άρθρου 25 προκύπτει ότι το αποφασιστικό όργανο περιορίζεται µόνο σε έλεγχο νοµιµότητας της πρότασης. Μάλιστα, για την επιλογή υποδιευθυντών σχολικών µονάδων και ΕΚ ορίζεται περαιτέρω ότι το υπηρεσιακό συµβούλιο προτείνει την τοποθέτηση των υποδιευθυντών «ύ-
στερα από έλεγχο της συνδροµής των προϋποθέσεων και της νοµιµότητας της διαδικασίας διαµόρφωσης της πρότασης», ενώ, εάν ο σύλλογος διδασκόντων δεν διατυπώσει πρόταση, «αποφασίζει» το ίδιο (άρθρο 25 παρ. 4).
Σηµειώνεται σχετικώς ότι η αιτιολογική έκθεση υπολαµβάνει αντιθέτως ότι, για την εν λόγω επιλογή, «λαµβάνεται υπόψη» η πρόταση του συλλόγου διδασκόντων (σελ. 20).
Τέτοια διαδικασία συνάδει µε την ανωτέρω νοµολογία εφόσον πληρούνται τα οικεία κριτήρια στο ίδιο το προτείνον όργανο. Εάν δηλαδή η ουσιαστική αποτίµηση των κριτηρίων επιλογής ανατίθεται, π.χ., στον σύλλογο διδασκόντων, το όργανο αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει τις απαιτήσεις που πηγάζουν από την αρχή της αξιοκρατίας [κατά τη νοµολογία (ΣτΕ 711/2017), κρίση από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί µε εχέγγυα αξιοκρατίας, αµεροληψίας και αντικειµενικότητας, και µε διαφανή και αντικειµενική διαδικασία, κατάλληλη για την ενιαία και οµοιόµορφη εφαρµογή των οριζόµενων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δοµής της υπηρεσίας]. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή θα πρέπει να στηρίζεται σε τεκµηριωµένη και εξατοµικευµένη κρίση, ώστε να καθίσταται ελέγξιµη η ουσιαστική αποτίµηση των κριτηρίων του άρθρου 21.
Γ. Συµφώνως προς το άρθρο 30 παρ. 3 του νοµοσχεδίου, «[µ]ε εξαίρεση την επιλογή σε θέσεις διευθυντών ή προϊσταµένων και υποδιευθυντών σχολικών µονάδων, καθώς και υποδιευθυντών και υπευθύνων τοµέων Ε.Κ., και µε την επιφύλαξη των περιπτώσεων ε΄, η΄ και θ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 27 και των παραγράφων 5 και 7 του άρθρου 29, δεν επιτρέπεται η επιλογή για τρίτη διαδοχική θητεία, ύστερα από την ολοκλήρωση δύο (2) συνεχόµενων θητειών πλήρων διδακτικών ετών, σε όµοια θέση στελέχους της εκπαίδευσης. Όµοιες θέσεις για την εφαρµογή του πρώτου εδαφίου νοούνται οι θέσεις των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 21, καθώς και οι θέσεις των περιπτώσεων α΄ έως και γ΄ της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ξεχωριστά για κάθε περίπτωση».
Οι προτεινόµενες ρυθµίσεις δίδουν τη δυνατότητα στα υπηρετούντα στελέχη να διατηρήσουν επίκαιρη την επαφή µε την εκπαιδευτική πράξη ή να εµπλουτίσουν την εµπειρία τους σε άλλη θέση ευθύνης. Ο εν λόγω θεµιτός σκοπός πρέπει να νοείται υπηρετούµενος κατά τρόπο συµβατό µε τις συνταγµατικές αρχές της ίσης µεταχείρισης, της αξιοκρατίας, και της ορθολογικής οργάνωσης και συνέχειας της δηµόσιας υπηρεσίας. Οι εν λόγω αρχές δεν επιτρέπουν, καταρχήν, την εκδήλως άνιση µεταχείριση, µε την εισαγωγή κριτηρίου αποκλεισµού το οποίο δεν συνδέεται µε αξιολογικά προσόντα, ούτε µε απαιτήσεις συναπτόµενες µε την ορθολογική οργάνωση της υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, γεννάται προβληµατισµός εάν σύστηµα ορίου θητειών το οποίο τυγχάνει αµέσου εφαρµογής, αποκλείοντας µείζονα αριθµό προσώπων που κατέχουν θέσεις ευθύνης να κριθούν εκ νέου όχι µόνο για τις ίδιες, αλλά και για όµοιες θέσεις, και δη για λόγους άσχετους µε τα προσόντα και την εµπειρία τους, είναι συµβατό µε τις ανωτέρω αρχές.