Αδιαμφισβήτητα, ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση. Όπως με το να κλείνουμε τα μάτια γινόμαστε μέρος του προβλήματος το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το να απαιτούμε την παραδειγματική τιμωρία και την περιθωριοποίηση των θυτών. Υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το να απορρίπτει μια ολόκληρη κοινότητα ένα νέο παιδί; Πως μπορεί ένα παιδί να ξεφύγει από τη μαύρη προφητεία πως κρύβει μέσα του έναν επικίνδυνο άνθρωπο; Και ξέρουμε πολύ καλά πόσο πιθανό είναι η προφητεία αυτή να γίνει αυτοεκπληρούμενη. Αν εξαντλήσουμε την σκληρότητα μας στους νέους με εκφοβιστική συμπεριφορά τότε προσθέτουμε άλλον έναν κρίκο στην αλυσίδα της βίας, μόνο που αυτή τη φορά οι θύτες είμαστε εμείς και οι νέοι αυτοί είναι τα νέα θύματα. Το σπάσιμο της αλυσίδας της βίας απαιτεί άλλου τύπου χειρισμό γιατί πολύ κοινά: η βία φέρνει βία.
Επιμέλεια Δημήτρης Τσιριγώτης
Που εκκολάπτεται το αυγό του εκφοβισμού
Πολλές φορές πιστεύουμε πως ένα παιδί ασκεί βία γιατί παίζει βίαια ηλεκτρονικά παιχνίδια ή γιατί αναπαράγει τις εικόνες βίας που προβάλλονται στην τηλεόραση, στο σινεμά ή στο διαδίκτυο. Οι αιτίες όμως είναι άλλες. Ένα παιδί που ασκεί βία το κάνει για να νιώσει δύναμη. Μόνο που συγχέει τη δύναμη με τη σκληρότητα. Αυτό που νιώθει κατά βάθος όμως είναι αδυναμία, φόβος ή απόρριψη που έχουν αναπτυχθεί μέσα στο άμεσο περιβάλλον του το οποίο προφανώς με κάποιον τρόπο το εκφοβίζει ή το κάνει να νιώθει αδύναμο ή το απορρίπτει. Επικρατεί η άποψη πως τα παιδιά που ασκούν εκφοβισμό είναι συνήθως θύματα ή μάρτυρες ενδοοικογενειακής σωματικής βίας. Όμως κάτι τέτοιο δεν αποτυπώνει πλήρως την πραγματικότητα. Σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει και για άλλους λόγους όπως: ψυχολογική βία από μέλη της οικογένειας, απόρριψη ή αδιαφορία από μέλη της οικογένειας, η έλλειψη ηθικής καθοδήγησης και σωστής διαπαιδαγώγησης από τους γονείς, οι υπερβολικά αυταρχικοί γονείς αλλά και αντίθετα οι υπερβολικά ανεκτικοί γονείς. Είναι πιθανόν να συμβεί και στις «καλύτερες των οικογενειών» άμα δεν προσέξουμε.
Ένας επίσης πολύ σημαντικός λόγος που δεν αφορά την οικογένεια είναι πως το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα είναι τόσο ανταγωνιστικό και ταξικό που αντί να περικλείει, αποκλείει, λειτουργώντας ως μηχανισμός περιθωριοποίησης για αρκετά μεγάλο μέρος του μαθητικού πληθυσμού. Και για ένα περιθωριοποιημένο άτομο είναι απρόβλεπτο ποιο τρόπο θα επιλέξει αν αποφασίσει να ενταχθεί. Με άλλα λόγια, όσο και αν αυτό μοιάζει παράλογο, η άσκηση εκφοβισμού πιθανόν για κάποια παιδιά που νιώθουν στο περιθώριο να αποτελεί έναν τρόπο ένταξης.
Στο μυαλό ενός παιδιού που ασκεί εκφοβισμό
Ας επιχειρήσουμε να μπούμε για λόγο στο μυαλό ενός παιδιού που ασκεί εκφοβισμό. Όπως συμβαίνει σε κάθε παιδί λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της εφηβείας το πιο βασικό είναι η αυτό-εικόνα του. Αν λοιπόν νιώσει πως η αυτό-εικόνα του τραυματίζεται είναι πιθανόν να αναπτύξει ναρκισσισμό, θετικό ή αρνητικό. Παρόλο που και οι δύο περιπτώσεις έχουν ως κίνητρο την επιδιόρθωση της τραυματισμένης αυτό-εικόνας με ένα σκεπτικό του τύπου: «θα σας δείξω εγώ τώρα», εντούτοις ακολουθούν εντελώς διαφορετικό τρόπο επίτευξης που τελικά κάνει και τη διαφορά. Ανήκουν και οι δύο στην κλασική περίπτωση που «αυτός που αντιμετώπιζαν σαν σκουπίδι τώρα θέλει να γίνει βασιλιάς». Για κάποιον που έχει μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου υπάρχουν μόνο αδύναμοι και δυνατοί είναι αναμενόμενο να μην υπάρχει κάτι ενδιάμεσο, να μην υπάρχει ισότητα. Οπότε θεωρεί πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή: ή με τους νικητές ή με τους χαμένους.
Θετικός και αρνητικός ναρκισσισμός
Ποια όμως είναι το ποιοτικά κριτήρια που καθορίζουν το είδος του ναρκισσισμού (θετικό ή αρνητικό) που πιθανόν να αποκτήσει το παιδί που έχει χαμηλή αυτό-εικόνα; Είναι προφανές πως τον πιο σημαντικό ρόλο τον παίζει ο ηθικός κώδικας που έχει αναπτύξει.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα παιδιών με τραυματισμένη αυτό-εικόνα που ένιωθαν πως είναι σκουπίδια στα μάτια των άλλων και που παρόλα αυτά έβαλαν τα δυνατά τους και επεδίωξαν να γίνουν πρώτοι των πρώτων και να διακριθούν, να γίνουν δηλαδή «βασιλιάδες», όχι όμως ασκώντας εξουσιαστική βία σε άλλους αλλά υπερβάλλοντας εαυτόν. Έχουμε δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις κυρίως στους τομείς που παρέχουν δόξα, λάμψη και τη δύναμη του χρήματος όπως στις τέχνες, στον πρωταθλητισμό και στις επιχειρήσεις. Αυτές είναι περιπτώσεις που αφορούν το θετικό ναρκισσισμό.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις παιδιών που δεν έχουν καλλιεργημένες όσο πρέπει ηθικές αναστολές και που αναπτύσσουν αρνητικό ναρκισσισμό. Μεταφέρουν δηλαδή τη βία (σωματική ή συναισθηματική) που υπόκεινται σε τρίτους, κατά προτίμηση πιο αδύναμους από εκείνα. Το παιδί που εκφοβίζει επιδιώκει με αρνητικό τρόπο να σώσει την αυτό-εικόνα του μέσω της καταξίωσης και της αναγνώρισης που αισθάνεται από την ομάδα. Νιώθει πως η αξία του μεγαλώνει όταν την αφαιρεί από άλλα παιδιά. Νιώθει πως το σέβονται όταν αρνείται τον σεβασμό προς άλλα παιδιά. Αισθάνεται δυνατό όταν κάνει τα άλλα παιδιά να νιώσουν αδύναμα. Χτυπάει τα άλλα παιδιά για να χαλάσει την ωραία τους εικόνα, τα κακοποιεί λεκτικά για να χαλάσει την ψυχολογία τους. Τρέφεται με τον πόνο των άλλων παιδιών αλλά πίσω από όλα βρίσκεται η ανάγκη του για αποδοχή. Κάνει τα πάντα για να έχει οπαδούς που το αναγνωρίζουν και το σέβονται.
Ο εκφοβισμός δεν αντιμετωπίζεται με εκφοβισμό
Όση φροντίδα χρειάζεται να δώσουμε στα παιδιά που είναι θύματα εκφοβισμού, τόση χρειάζεται να δώσουμε και σε εκείνα τα παιδιά που ασκούν εκφοβισμό σε άλλα. Αν πέσουμε στην παγίδα του διαχωρισμού των «καλών» και των «κακών» παιδιών διαπράττουμε σφάλμα με απρόβλεπτες συνέπειες. Ο στόχος με ένα παιδί που έχει υποστεί εκφοβισμό είναι να το πείσουμε να πετάξει τη μάσκα του αδύναμου που του φορέθηκε από άλλον ενώ ο στόχος με ένα παιδί που ασκεί εκφοβισμό είναι να το πείσουμε να πετάξει την μάσκα του δυνατού που το ίδιο φόρεσε για να καλύψει την αδυναμία που αισθανόταν.
Ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα πρόβλημα που δεν αντιμετωπίζεται με αυστηρές τιμωρίες ή με αστυνομοκρατικές πρακτικές. Έχει να κάνει με τον τρόπο που ένα παιδί αντιλαμβάνεται τη θέση του μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Αν του φερθούμε με σκληρότητα και έχει στο σχολείο παρόμοια αντιμετώπιση με εκείνη που έχει και στο σπίτι η υπάρχουσα κοσμοθεωρία του παιδιού επιβεβαιώνεται και ενισχύεται. Για να αλλάξει η αντίληψη του παιδιού για τον κόσμο μάλλον χρειάζεται να του δείξουμε έναν άλλον κόσμο. Χωρίς καλούς και κακούς, νικητές και χαμένους, ισχυρούς και αδύναμους, σκουπίδια και βασιλιάδες. Το θέμα όμως είναι: τα δικά μας μάτια είναι ικανά να δουν έναν τέτοιο κόσμο;