Ο Μαζ, ο Νικ, ο Λίο και ο Νίκολας, προερχόμενοι από διάφορα σημεία του πλανήτη, επέλεξαν τη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσουν εν μέσω καραντίνας.
Γνώριζαν ελάχιστα για την πόλη και την Ελλάδα γενικότερα, κι όμως, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εκφράζουν την επιθυμία να ζήσουν εδώ, εφόσον τους δοθεί η δυνατότητα, για αρκετά χρόνια ακόμη! Ο συνδυασμός Ανατολής και Δύσης, οι άνθρωποι, αλλά και το εξαιρετικό, όπως τονίζουν, επίπεδο σπουδών είναι αυτά που πρωτίστως τους κέρδισαν τους έξι μήνες που βρίσκονται στη χώρα.
Φοιτητές των αγγλόφωνων προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών στα τμήματα Δημοσιογραφίας και Κινηματογράφου του ΑΠΘ, ο Μαζ από τα Μπαρμπέιντος, ο Νικ από το Γιοχάνεσμπουργκ, ο Λίο από τη Βερόνα και ο Νίκολας από το Κονέκτικατ, θα μπορούσαν όλο αυτό το διάστημα να παρακολουθούν τα διαδικτυακά τους μαθήματα από τις πατρίδες τους. Η Θεσσαλονίκη όμως -στην οποία έφθασαν τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανάμεσα στα λοκντάουν- τους «κράτησε» εδώ.
«Είναι σημαντικό ότι έχω τη δυνατότητα να συναντιέμαι με συμφοιτητές μου από διαφορετικές χώρες και να μαθαίνω μια νέα κουλτούρα», εξηγεί ο Λίο, προσθέτοντας ότι παρ’ όλη την «αίσθηση που υπάρχει στην Ιταλία ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στις αναπτυγμένες χώρες, ζώντας εδώ συνάντησα κάτι τελείως διαφορετικό. Μια πλούσια πολιτισμικά χώρα», τονίζει.
Αντίθετα, ο Νίκολας ήρθε στην Ελλάδα για την πλούσια πολιτιστική της κληρονομιά, για την οποία έμαθε κυρίως μέσα από τις σπουδές του στη Φιλοσοφία, στην πατρίδα του. «Για μένα, η Θεσσαλονίκη ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Ελπίζω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαθαίνοντας για τον ελληνικό πολιτισμό. Έτσι κι αλλιώς θα μού πάρει καιρό μέχρι να μάθω τέλεια ελληνικά», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Κινηματογράφου.
«Πολύ χαρούμενος» με την επιλογή και την τύχη του να βρεθεί στη Θεσσαλονίκη, δηλώνει ο Μαζ από τα Μπαρμπέιντος. Ύστερα από ένα πτυχίο Φωτογραφίας στην Κίνα, έψαχνε ένα αγγλόφωνο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών Δημοσιογραφίας στην Ευρώπη και αυτό του ΑΠΘ ήταν το πρώτο που βρήκε. «Θα ήθελα να μείνω εδώ για τουλάχιστον μερικά χρόνια. Η Θεσσαλονίκη είναι μια ευχάριστη και πολύχρωμη πόλη με ωραίους ανθρώπους», τονίζει και δηλώνει εντυπωσιασμένος από το πόσοι άνθρωποι μιλούν καλά αγγλικά. «Δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο εύκολο να επικοινωνώ με τους ανθρώπους», επισημαίνει. Στο πόσο δεκτικοί είναι οι άνθρωποι εδώ, στέκεται και ο Λίο. «Δεν νιώθεις ποτέ ξένος. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα σε καλέσει, θα σε βοηθήσει αν δεν καταλαβαίνεις κάτι», υπογραμμίζει.
Το μόνο που γνώριζε ο Νικ από το Γιοχάνεσμπουργκ για τη Θεσσαλονίκη ήταν ότι βρίσκεται στην Ελλάδα και ότι εδώ υπάρχει ένα καλό Μεταπτυχιακό στη Δημοσιογραφία. Παρ’ όλη την πανδημία και τους περιορισμούς που αυτή έχει φέρει στην κοινωνική ζωή, βρίσκει ενδιαφέρον τον τρόπο που συνδέονται εδώ οι άνθρωποι. Βρίσκει ότι οι Έλληνες μοιάζουν με τους Νοτιοαφρικανούς στην αγάπη τους για ζωή. «Είναι κοινό και στις δύο κουλτούρες ότι μας αρέσει να απολαμβάνουμε το μεγαλείο της ζωής. Δεν χρειάζεται να είναι όλα οργανωμένα, όλα άσπρο ή μαύρο. Και αυτό μ’ αρέσει», λέει. Αγαπάει ιδιαίτερα την παραλία της Θεσσαλονίκης, το πολυπολιτισμικό παρελθόν της, που αποτυπώνεται σε διάφορα σημεία, αλλά και ότι ταυτόχρονα είναι μια σύγχρονη πόλη. «Έχει ενδιαφέρον η πόλη γιατί σε κάποια σημεία της είναι πραγματικά άσχημη και σε άλλα πραγματικά όμορφη», τονίζει.
Υπάκουοι στα μέτρα, αλλά τους λείπει το ταξίδι
Παρά το γεγονός ότι τούς λείπει η διασκέδαση εκτός σπιτιού, οι ίδιοι τηρούν πιστά τα μέτρα, όπως λένε. Ο Λίο, ο οποίος έζησε το πρώτο σφοδρό κύμα της πανδημίας στη γενέτειρά του, τη Βερόνα -από τις περιοχές που είχαν πληγεί περισσότερο- δεν ήθελε να περάσει άλλον ένα χρόνο κλεισμένος, ωστόσο υπακούει στα μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού. Υπάκουος στους κανόνες δηλώνει και ο Νίκολας, σημειώνοντας πως «τα μέτρα στην Ευρώπη είναι πολύ πιο αυστηρά» και ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο στις ΗΠΑ.
Όλοι τους, πάντως, αδημονούν να μπορούν και πάλι να ταξιδέψουν. «Να έχω την επιλογή του ταξιδιού», όπως λέει ο Μαζ, ο οποίος θέλει να επισκεφτεί την Αθήνα και τα νησιά. Ο Νικ, έχει έρθει και παλιότερα στην Ελλάδα για ολιγοήμερες διακοπές, σ΄ αυτό όμως το ταξίδι αναζητά (και) τις ρίζες του: ο παππούς του και η γιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν από τη Δημητσάνα και την Καλαμάτα, και είχαν φύγει για τη Νότια Αφρική, όπου γνωρίστηκαν τη δεκαετία του ’50. Γι’ αυτό, μόλις επιτραπούν τα ταξίδια, θέλει να πάρει το τρένο και να γνωρίσει την ελληνική επαρχία. «Να νιώσω τη χώρα», τονίζει.
Οι φίλοι και συγγενείς του Νίκολας, έχουν στο μυαλό τους την… τουριστική εικόνα της Ελλάδας και νομίζουν ότι περνάει τη μέρα του στις παραλίες και κολυμπώντας σε καταγάλανα νερά. «Δεν τους το χαλάω. Έχει πλάκα. Εγώ είμαι χαρούμενος που είμαι εδώ, αλλά η αλήθεια είναι ότι θέλω πολύ να γνωρίσω και αυτήν την πλευρά της Ελλάδας», σημειώνει χαρακτηριστικά.