Στις 10 του μηνός Νοεμβρίου εορτάζουμε τη μνήμη του αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου. Το βίο του αγίου συνέγραψε ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, τον οποίο είχε βαπτίσει ο άγιος Αρσένιος δίνοντας του το όνομά του (το κατά κόσμον όνομα του Οσίου Παϊσίου ήταν Αρσένιος). Μεταφέρουμε παρακάτω θαύματα του αγίου Αρσενίου όπως τα κατέγραψε στο βίο του ο Όσιος Παΐσιος (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, έκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου “Eυαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης)
Κάποτε πήγαν τρεις Τούρκοι να ληστέψουν τον Χατζηεφέντη.
Επειδή άκουγαν ότι τρέχει πολύς κόσμος στον Πατέρα Αρσένιο, νόμιζαν ότι θα έχει πολλά χρήματα, ενώ ο Πατήρ χρήματα ούτε έπιανε στα χέρια του. Οι ληστές λοιπόν πήγαν ημέρα Τετάρτη, για να τον βρουν σίγουρα στο κελί του, επειδή είχαν υπόψη τους ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή έμενε έγκλειστος στο κελί του. Οι μεν δυο κλέφτες κάθισαν απ’ έξω, ο δε τρίτος, αφού μπήκε από το παράθυρο, άνοιξε τη πόρτα του κελιού του και πέρασε το ένα πόδι μέσα. Ο Πατήρ Αρσένιος, εκείνη την ώρα διάβαζε την νυχτερινή του ακολουθία και όταν άκουσε θόρυβο, έριξε μια ματιά προς τη πόρτα, την στιγμή ακριβώς που περνούσε το ένα του πόδι ο ληστής μέσα στο κελί του. Εκείνη η ματιά όμως του Πατρός Αρσενίου, λες και ήταν δυνατόν ηλεκτρικό ρεύμα, τον κοκάλωσε, όπως βρισκόταν, με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο απ΄ έξω και οπλισμένο με τα μαχαίρια και τα φυσεκλίκια του. Ο Πατήρ, μετά την ματιά εκείνη, συνέχισε την ακολουθία του ατάραχος…
Επειδή άκουγαν ότι τρέχει πολύς κόσμος στον Πατέρα Αρσένιο, νόμιζαν ότι θα έχει πολλά χρήματα, ενώ ο Πατήρ χρήματα ούτε έπιανε στα χέρια του. Οι ληστές λοιπόν πήγαν ημέρα Τετάρτη, για να τον βρουν σίγουρα στο κελί του, επειδή είχαν υπόψη τους ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή έμενε έγκλειστος στο κελί του. Οι μεν δυο κλέφτες κάθισαν απ’ έξω, ο δε τρίτος, αφού μπήκε από το παράθυρο, άνοιξε τη πόρτα του κελιού του και πέρασε το ένα πόδι μέσα. Ο Πατήρ Αρσένιος, εκείνη την ώρα διάβαζε την νυχτερινή του ακολουθία και όταν άκουσε θόρυβο, έριξε μια ματιά προς τη πόρτα, την στιγμή ακριβώς που περνούσε το ένα του πόδι ο ληστής μέσα στο κελί του. Εκείνη η ματιά όμως του Πατρός Αρσενίου, λες και ήταν δυνατόν ηλεκτρικό ρεύμα, τον κοκάλωσε, όπως βρισκόταν, με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο απ΄ έξω και οπλισμένο με τα μαχαίρια και τα φυσεκλίκια του. Ο Πατήρ, μετά την ματιά εκείνη, συνέχισε την ακολουθία του ατάραχος…
Οι άλλοι δυο όμως ληστές που ήταν απ’ έξω ανησυχούσαν, γιατί άραγε και υα τους έπαιρνε η ημέρα και μπήκαν και αυτοί. Όταν είδαν το σύντροφό τους ακίνητο με το πόδι μέσα στο κελί και τα άλλο απ’ έξω, στο μικρό διάδρομο τους έπιασε τρόμος. Παρακάλεσαν τότε το Πατέρα Αρσένιο να τους συγχωρέσει και να λύσει το σύντροφο τους από εκείνο το αόρατο δέσιμο. Ο Πατήρ, χωρίς να διακόψει την ακολουθία του, έκανε νόημα να φύγει, και έτσι μπόρεσε νε λυθεί, και έφυγαν. Οι Τούρκοι αυτοί μετά το ομολογούσαν και στους άλλους Τούρκους αυτό που έπαθαν και έλεγαν: «Αμάν, αμάν٠ μην πάτε να ληστέψετε τον Χατζηεφέντη!». (Αυτό το ανέφεραν οι Φαρασιώτες από την Θεσσαλονίκη).
***
Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε πως μια φορά είχαν έρθει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες) στο χωριό (Φάρασσα) και έτυχε εκείνος να είναι άρρωστος στο κρεβάτι και να σπαρταράει σαν το ψάρι από δυνατό ρίγος. Όταν τον ειδοποίησαν, βρέθηκε σε δύσκολη θέση σαν Πρόεδρος, γιατί έφερνε ευθύνη του χωριού, και είπε σ’ αυτούς που ήταν γύρω του να τον πιάσουν, όπως ήταν, και να τον πάνε στον Χατζηεφέντη. Όπως και έκαναν. Ο Χατζηεφέντης, όταν τον είδε σ’ αυτή τη κατάσταση και έμαθε που είχαν έρθει οι Τούρκοι, ούτε καν τη φυλλάδα του πήρε να τον διαβάσει, αλλά χωρίς να χασομερήσει καθόλου πήρε ένα τσεραστούπι (κανδηλοκέρι), το ευλόγησε, το τύλιξε στο δεξί του χέρι και του είπε: «Πήγαινε παλικάρι, στην ευχή του Χριστού και διώξε τους Τούρκους να μην μπουν στο χωριό μας». Αμέσως έγινε καλά με την ευχή του, συγκέντρωσε τα παλληκάρια του χωριού και τους έδιωξε, χωρίς να έχουν ούτε τραυματία.
****
Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε ότι μια φορά είχαν πάει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες), για να πατήσουν τα Φάρασα. Στο χωριό οι άνδρες έλειπαν, άλλοι στα μακρινά κτήματα και άλλοι στα ταξίδια.
Αναγκάστηκε τότε να μαζέψει τα μικρά παιδιά, μόνο για να δείξουν στόχο γύρω από το Κάστρο ότι είναι πολλοί, και μετά τα έδιωξε, για να κρυφθούν.
Μερικοί γέροι που ήταν, και αυτοί σκόρπισαν, και τελικά έμεινε μόνος του με την απόφαση να σκοτωθεί καλύτερα παρά να δει του Τούρκους στο χωριό. Είχαν τελειώσει όμως οι σφαίρες του και μετά τον έπιασαν ζωντανό οι Τούρκοι. Αφού τον έδεσαν γερά, τον πήγαν στο σπίτι του και τον ανέβασαν στο δώμα (ταράτσα), όπου είχαν στήσει τη κρεμάλα του. Εκεί τον βασάνιζαν, για να τους δώσει ότι είχε και μετά να τον τελειώσουν. Εκείνη τη στιγμή όπου τον βασάνιζαν, δεν ξέρει πως του ήρθε, είπε στου Τούρκους:
«Ό,τι έχω, τα έχω στον Χατζεφεντή».
Οι Τούρκοι δεν χασομερούν και τον πηγαίνουν στον Πατέρα Αρσένιο. Όταν άνοιξε την πόρτα του ο Πατήρ και είδε αυτή τη σκηνή, πολύ πληγώθηκε, και μάλιστα μάλωσε τους Τούρκους, που τον είχαν δεμένο, για να τον ελευθερώσουν γρήγορα, και μάλιστα τους είπε και «παλιότουρκους». Ο αρχηγός τους θύμωσε και τράβηξε το χατζάρι του, για να κόψει τον Χατζεφεντή. Ο Χατζεφεντής τότε λέγει στον Τούρκο Καπετάνιο:
– Γρήγορα κατέβασε το χέρι σου κάτω ξερό.
Ώ του θαύματος! Το χέρι του Τούρκου κατέβηκε ξερό κάτω αγκυλωμένο και το χατζάρι του έπεσε κάτω καταγής. Όταν είδαν αυτό οι άλλοι Τούρκοι της συμμορίας, άρχισαν να τρέμουν από φόβο και ο αρχηγός με κλάματα να παρακαλεί να του κάνει καλά το χέρι του. Ο Πατήρ Αρσένιος τότε του σταύρωσε το χέρι του και το θεράπευσε. Και αφού έλυσαν και τον Πρόεδρο, τους μάλωσε, για να μην ξαναπατήσουν στο χωριό. Πράγματι από εκείνη τη συμμορία δεν είχε ξαναπατήσει κανείς στα Φάρασσα.