«Βρίσκομαι 30 χρόνια στην ίδια επαγγελματική θέση και θα πάρω σύνταξη από αυτή. Βέβαια προσέξτε: αυτό που περιγράφω με αυτό που θα ζήσετε εσείς, δεν έχει καμία σχέση. Εσείς θα αλλάξετε εργασιακό αντικείμενο πέντε έως έξι φορές στη ζωή σας και, μην παραξενεύεσθε, μπορεί να κάνετε μια δουλειά που δεν έχει ανακαλυφθεί»!
Η Janet Irons, υψηλόβαθμο στέλεχος του πανεπιστημίου Harvard στον τομέα των εγγραφών-υποτροφιών, απέσπασε το θερμό χειροκρότημα της κατάμεστης από Ελληνες γονείς και εφήβους αίθουσας. Η αιτία του ενθουσιασμού δεν ήταν μόνο ο απολαυστικός τρόπος ομιλίας της, όσο οι καίριες παρατηρήσεις της προς ένα κοινό… υποψιασμένο. «Η επιλογή των φοιτητών δεν γίνεται μόνο με βάση τους βαθμούς των υποψηφίων. Θέλουμε να δούμε “όλο το πρόσωπο”» ανέφερε, μιλώντας στην «Κ», η κ. Irons. «Συγκεκριμένα, για την επιλογή υποψηφίων αξιολογούνται οι κλίσεις τους όπως π.χ. στις τέχνες, στη ρητορική, στον αθλητισμό. Θέλουμε οι φοιτητές μας να μπορούν να συνδιαλέγονται, να φέρνουν καινούργιες ιδέες, να είναι ανοιχτοί στον ξένο, αφού το Χάρβαρντ είναι ένα πανεπιστήμιο με φοιτητές από όλο τον κόσμο» τονίζει η κ. Irons.
Τα ΑΕΙ των ΗΠΑ δέχονται τους περισσότερους ξένους σπουδαστές διεθνώς –η υπερδύναμη συγκέντρωσε 974.926 ξένους φοιτητές το 2015, μεταξύ των οποίων περίπου 2.500 Ελληνες– και βεβαίως στην αφρόκρεμα των ΑΕΙ οι θέσεις είναι περιορισμένες και η επιλογή υποψηφίων αυστηρή. «Οι νέοι πρέπει να είναι τολμηροί, να διεκδικούν θέση σε ένα πανεπιστήμιο όπως το Χάρβαρντ. Για όσους σκέφτονται το ύψος των διδάκτρων, να επισημάνω ότι δίνονται πολλές υποτροφίες. Βέβαια, το Harvard, όπως και όλα τα ΑΕΙ των ΗΠΑ, θέλει να είναι σίγουρο για το πολύ καλό επίπεδο γνώσης των αγγλικών κάθε φοιτητή» λέει η κ. Irons, προσθέτοντας ότι «οι κριτές αξιολογούν, μέσω της συνέντευξης, εάν ο υποψήφιος έχει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση και ψυχική δύναμη να ζήσει μακριά από την οικογένειά του σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον, εάν μπορεί να μοιραστεί τις γνώσεις που παίρνει στο πανεπιστήμιο με άλλους».
Από την άλλη, η ανάπτυξη δεξιοτήτων είναι απαραίτητη, καθώς οι πτυχιούχοι πρέπει να ξέρουν πώς θα κινηθούν στα… αχαρτογράφητα νερά της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με την έρευνα των C. Frey & M. Osborne, «The Future of Employment: How Susceptible are Jobs to Computerization? », το 47% των εργαζομένων στις ΗΠΑ κάνει δουλειές που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αυτοματοποιηθούν στα επόμενα χρόνια. Το αντίστοιχο ποσοστό, σύμφωνα με άλλες μελέτες, είναι 49% στην Ιαπωνία και 35% στη Βρετανία. Οι θέσεις εργασίας που απειλούνται δεν είναι μόνο χαμηλής αλλά και υψηλής εξειδίκευσης. Και ο στόχος του Χάρβαρντ είναι να θωρακίσει τους πτυχιούχους του να αντιμετωπίζουν τη ρευστότητα της αγοράς εργασίας. Η νέα εποχή θέλει ανάπτυξη των hard αλλά και των soft skills, όπως λέει η κ. Irons.
«Hard skills είναι το πτυχίο, τα χρόνια προϋπηρεσίας σε αντίστοιχη θέση ή είναι κάτοχοι κάποιας πιστοποίησης. Από την άλλη, τα λεγόμενα soft skills είναι δεξιότητες, ικανότητες και στοιχεία που αφορούν την προσωπικότητα ή τη συμπεριφορά μας. Soft skills μπορεί να είναι ο τρόπος που επικοινωνούμε ή εργαζόμαστε στο πλαίσιο μιας ομάδας, οι ηγετικές μας δεξιότητες, ο επαγγελματισμός μας, η κριτική ικανότητα ή η προσοχή στη λεπτομέρεια που μας διακρίνει» παρατηρεί στην «Κ» η Βάσια Γιαννακοπούλου, Career Coach και μέλος της επιστημονικής ομάδας της Career In Progress. «Οι νέοι επαγγελματίες ξεκινούν την πορεία τους, έχοντας ήδη κατακτήσει λόγω της οικονομικοκοινωνικής κατάστασης και της φύσης των σπουδών στην Ελλάδα αρκετά soft skills. Μπορούν π.χ. να επιδίδονται ταυτόχρονα σε πολλές δραστηριότητες, έχουν συνηθίσει συγκριτικά περισσότερο με παλαιότερες γενιές να εργάζονται σε ομάδες, διαπραγματεύονται σχεδόν τα πάντα.
Από την άλλη, πολλές φορές στερούνται δεξιότητες διπλωματίας και βασικές επικοινωνιακές δεξιότητες, δηλαδή δεν μπορούν να παράγουν επικοινωνιακό περιεχόμενο με συγκεκριμένο στόχο, δεν μπαίνουν στη διαδικασία να ακούσουν τον συνομιλητή τους ενεργά και δεν μπορούν να προσαρμόζουν ένα μήνυμά τους σε διαφορετικό δέκτη κάθε φορά» προσθέτει η ίδια.
Ο 20χρονος Κωνσταντίνος Φερτάκης που σπουδάζει στη Σχολή Η/Υ του ΕΜΠ και ασχολείται και με την εκπαίδευση ατόμων (είναι μέλος της σχετικής ευρωπαϊκής ένωσης φοιτητών EESTEC) συμπυκνώνει στην «Κ»:
«Τα soft skills αποτελούν το αόρατο γρανάζι που επιτρέπει σε μια ομάδα ατόμων αλλά και στο ίδιο το άτομο να πετύχουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους, εκπληρώνοντας παράλληλα τους στόχους που θέτουν».
Η αξία της επαγγελματικής εκπαίδευσης
Αρκετοί απόφοιτοι Γενικών Λυκείων τη θυμούνται αργά την επαγγελματική εκπαίδευση, επιστρέφοντας στα θρανία για να μάθουν μια τέχνη. Και αυτό διότι η επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα συνεχίζει να παραμένει στη σκιά της γενικής. «Στην Ελλάδα η επαγγελματική εκπαίδευση έχει υποστεί την τελευταία εικοσαετία πολλαπλές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των αλλαγών ήταν το τελικό αποτέλεσμα: παραμένει στο περιθώριο της εκπαιδευτικής πολιτικής και της σημασίας που η κοινωνία δίνει σε αυτή» παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο κ. Θέμης Κοτσιφάκης, πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ, καθηγητής στην επαγγελματική εκπαίδευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2013 καταργήθηκαν 114 Επαγγελματικές Σχολές αλλά και 4 τομείς των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑΛ) με περίπου 20.000 μαθητές.
Η νυν ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει προχωρήσει από φέτος σε αλλαγές στα ΕΠΑΛ, ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι απαιτούνται ηχηρότερα μηνύματα για να πεισθούν οι Ελληνες μαθητές –και οι γονείς τους– να στραφούν στην επαγγελματική εκπαίδευση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, το σχολικό έτος 2015-2016 στα συνολικά 396 ημερήσια και εσπερινά δημόσια ΕΠΑΛ φοιτούσαν 88.713 μαθητές, ενώ το τρέχον έτος ο αντίστοιχος αριθμός είναι 87.332 μαθητές. Ο κ. Κοτσιφάκης θεωρεί ότι το συνολικό μαθητικό δυναμικό των ΕΠΑΛ για τη χρονιά 2016-17 αναμένεται να είναι τελικά ίδιο με αυτό της χρονιάς 2015-16, γιατί αναμένεται να προστεθούν τα τελικά στοιχεία των μετεγγραφών προς τα ΕΠΑΛ. Από την άλλη, το 2015-16 στην Α΄ Τάξη ΕΠΑΛ (για την οποία δεν υπάρχει η δυνατότητα μετεγγραφών) φοίτησαν 18.719 μαθητές και φέτος αντίστοιχα 17.051, δηλαδή κατά 1.668 λιγότεροι μαθητές (ένας λόγος της μείωσης είναι και το δημογραφικό πρόβλημα).
Ωστόσο, από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Ανδριανουπολίτης, εκπαιδευτικός ερευνητής και πρόεδρος της Επιστημονικής Ενωσης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΤΕΚ) εκτιμά, μιλώντας στην «Κ», ότι «οι αλλαγές που εφαρμόζονται στα ΕΠΑΛ δεν έχουν αποδώσει και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το Γενικό Λύκειο θεωρείται πιο εύκολο σχολείο και ότι η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πιο εύκολη μέσω του Γενικού Λυκείου. Χαρακτηριστικό είναι ότι έχει γίνει πια παράδοση τα παιδιά στη Γ΄ Λυκείου να “εξαφανίζονται” από το σχολείο λίγο πριν από τις πανελλαδικές εξετάσεις ώστε να προετοιμασθούν γι’ αυτές, χωρίς να ελέγχεται εάν οι λόγοι που επικαλούνται για την απουσία τους είναι αληθείς. Επίσης, τα δύο τελευταία χρόνια θεωρείται ότι έχει γίνει πιο εύκολη η προαγωγή στο Γενικό Λύκειο. Ολα αυτά ευνοούν το
Γενικό Λύκειο στη συνείδηση παιδιών και γονιών, πολλοί εκ των οποίων θεωρούν ότι η επαγγελματική εκπαίδευση είναι για αδύναμους μαθητές».
Βέβαια, πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν την αξία της επαγγελματικής εκπαίδευσης εκ των υστέρων. Συγκεκριμένα, οι απόφοιτοι ΕΠΑΛ μπορούν να επιστρέψουν για σπουδές στη Γ΄ τάξη ΕΠΑΛ, για απόκτηση και δεύτερης ειδικότητας. Επίσης, απόφοιτοι όλων των τύπων Λυκείων μπορούν να εγγράφονται στη Β΄ Τάξη ΕΠΑΛ ώστε, αφού παρακολουθήσουν μόνο τα τεχνολογικά μαθήματα, να αποκτήσουν πτυχίο ειδικότητας και να συμμετάσχουν στις ειδικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ το 2015-2016 στην Α΄ Τάξη των δημόσιων ΕΠΑΛ φοίτησαν 17.051 μαθητές, ένα χρόνο αργότερα, στη φετινή Β΄ Τάξη του 2016-2017 ο αριθμός των μαθητών είναι 27.378. Δηλαδή, 8.659 μαθητές προστέθηκαν στο ΕΠΑΛ από μετεγγραφή από άλλου τύπου σχολείο ή είναι απόφοιτοι και επιστρέφουν στα θρανία για να πάρουν μία ειδικότητα, η οποία θα τους βοηθήσει να βγάλουν τα προς το ζην. Και αυτό γιατί, ίσως, με το πανεπιστημιακό πτυχίο δεν τα έχουν καταφέρει τόσο καλά στον στόχο αυτό.