“Μπορούμε να ξανασκεφτούμε την Ιστορία που διδάσκουμε στα σχολεία και στο φως των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας;”. Με αυτό το ερώτημα ο επιχείρησε να προσεγγίσει από μια άλλη οπτική τον διάλογο επί των προτεινόμενων αλλαγών στο μάθημα της .

“Σε όλο τον κόσμο, από τα πιο γόνιμα στοιχεία έρευνας είναι η Ιστορία. Έχουν γίνει εκπληκτικές μελέτες τις τελευταίες δεκαετίες. Και στη χώρα μας έχουμε ένα εξαιρετικά πλούσιο υλικό και ένα εξαιρετικά δημιουργικό προσωπικό. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: Αυτά θα αντανακλώνται και στα σχολικά βιβλία; Ή θα αφορούν μόνο τους επιστήμονες, τις έρευνές τους και τα συνέδριά τους;” έλεγε ο Κώστας Γαβρόγλου (στο ΑΠΕ-ΜΠΕ). Ποιος είναι διατεθειμένος να ακούσει, όμως;

Δάκρυα για τον Ιουστινιανό, λίβελοι για τις μάχες του 1821, αγωνίες για τον καπιταλισμό, προβληματισμοί για τον συνδικαλισμό και μια σειρά συντηρητικών λόγων, συνασπίστηκαν μέσα στην εβδομάδα για να “στήσουν” θέμα γύρω από το μάθημα της Ιστορίας. Όπως με τα , όπως και με όλες τις απόπειρες αλλαγών στη σχολική πεπατημένη, έτσι και σήμερα οι πολέμιοι της παραμικρής διατάραξης του status quo διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος στο δημόσιο διάλογο.

Η Μ. Ρεπούση υπογραμμίζει, μιλώντας στην «Α», ότι «η Ιστορία, πολύ περισσότερο από άλλα γνωστικά αντικείμενα, θεωρείται καθοριστική για τη διαμόρφωση της ταυτότητας, έμφυλης, πολιτικής και εθνικής. Γι’ αυτό και γίνεται το μήλον της έριδος ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις που βλέπουν τον κόσμο με διαφορετικά μάτια».

“Η σχολική Ιστορία έχει την κι αυτή την ιστορία της”

“Το 1965 εκπαραθυρώθηκε ένα βιβλίο Βυζαντινής Ιστορίας, που είχε γραφτεί για τη Β’ Γυμνασίου, διότι θεωρήθηκε πως αμφισβητεί την ελληνικότητα του Βυζαντίου. Οι επικριτές του προφανώς δεν γνώριζαν ότι έναν αιώνα νωρίτερα ήταν κανόνας η άποψη πως το Βυζάντιο δεν έπρεπε να αποτελεί μέρος της ελληνικής ιστορίας. Χαρακτηριστικά, όταν ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος το 1853 πρότεινε για σχολικό βιβλίο μια Ιστορία του που περιείχε και το Βυζάντιο, το κράτος την απέρριψε”.

Το παράδειγμα αυτό, που παραθέτει στην “Α” ο καθηγητής Χάρης Αθανασιάδης, είναι ενδεικτικό της ίδιας της ιστορικότητας, όμως, των σημερινών βεβαιοτήτων. Μιλώντας με αφορμή το βιβλίο του «Τα αποσυρθέντα βιβλία», μας θυμίζει ότι “κατά καιρούς ξεσπάνε δημόσιες διαμάχες για σχολικά βιβλία, συνήθως βιβλία Ιστορίας”.

“Η σχολική Ιστορία έχει κι αυτή την ιστορία της. Διότι παρακολουθεί (έστω από απόσταση) τις εξελίξεις που συμβαίνουν στην ακαδημαϊκή Ιστορία. Αν οι πολίτες γνώριζαν πως και η Ιστορία εξελίσσεται, όπως όλες οι επιστήμες, τότε δεν θα εξεγείρονταν κάθε φορά που αλλάζει κάτι σε σχέση με την Ιστορία που είχαν διδαχθεί οι ίδιοι στα μαθητικά τους χρόνια” λέει ο Χ. Αθανασιάδης.

Η πρόταση, πάντως, που ετοίμασε ομάδα εργασίας στο ΙΕΠ για το μάθημα δεν φαίνεται να έχει στόχο να αλλάξει τη σχολική ιστορία. Στοχεύει “να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται”, εξηγεί ο Πολυμέρης Βόγλης, επικεφαλής της ομάδας εργασίας. “Η λογική μας ήταν η λογική του εμπλουτισμού του μαθήματος. Γι’ αυτό θίγουμε και θέματα όπως ο καπιταλισμός. Είναι η μεγαλύτερη κοινωνική και οικονομική αλλαγή των τελευταίων αιώνων και δεν γίνεται να μη διδάσκονται οι μαθητές πώς εδραιώθηκε ως παγκόσμιο οικονομικό σύστημα”.

Ο καπιταλισμός… βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των επικριτών της πρότασης. Για τους περισσότερους δεν έχει δουλειά στα βιβλία, για μια σειρά από ομολογουμένως συντηρητικά επιχειρήματα. Γιατί έχει όμως σημασία;

“Ο καπιταλισμός έχει ένα χρονικό εύρος πλέον των πέντε αιώνων και ένα γεωγραφικό εύρος που αγκάλιασε διαδοχικά όλο τον σύγχρονο κόσμο. Αν αυτό δεν διδαχτεί, πώς θα καταλάβουν τα παιδιά την εξέλιξη του νεότερου και σύγχρονου κόσμου;” διερωτάται, μιλώντας στην “Α”, ο Αντώνης Λιάκος. “Δεν πρόκειται για πολιτικό ζήτημα, όπως έγραψαν ορισμένοι δημοσιογράφοι, όπου γράφοντας για ιστορικά ζητήματα αφήνουν να φανούν οι ελλείψεις της δικής τους ιστορικής παιδείας” συμπληρώνει.

Κ. Γαβρόγλου: Δεν πρέπει να υπάρχουν βιασύνες

“Τέλος Απριλίου με αρχές Μαΐου θα εγκαινιάσουμε ένα σύνολο ημερίδων με συναδέλφους από τα πανεπιστήμια, τα σχολεία, για να κάνουμε μία όσο πιο πλατιά συζήτηση γίνεται σε αυτά τα ζητήματα” προανήγγειλε μέσα στην εβδομάδα ο Κ. Γαβρόγλου. “Γι’ αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να υπάρχουν βιασύνες. Θα ακουστούν και διαφορετικές απόψεις, να δούμε τι γίνεται με τη διδασκαλία της ύλης, αν είναι πολλή ή λίγη, ή αν πρέπει να γίνει με διαφορετικό τρόπο η κατανομή της” συνέχισε.

Η “Α” φιλοξενεί σήμερα ορισμένες πράγματι διαφορετικές απόψεις.

Αντώνης Λιάκος, ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία

“Το αίτημα της αναθεώρησης της σχολικής Ιστορίας θα έλεγα ότι εκκρεμεί εδώ και δεκαετίες. Το 2006 η Μαριέττα Γιαννάκου έπεσε επί των επάλξεων στο βιβλίο της ΣΤ’ Τάξης Δημοτικού. Το 2011 συγκροτήθηκε επιτροπή σύνταξης των νέων προγραμμάτων σπουδών (της οποίας η σημερινή Επιτροπή είναι κατά κάποιον τρόπο συνέχεια), αλλά η τότε υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου δεν τόλμησε να τα εφαρμόσει φοβούμενη το πολιτικό κόστος. Ελπίζω ο Κώστας Γαβρόγλου να αποδειχτεί περισσότερο θαρραλέος. Είναι αλήθεια ότι ακόμη η δημαγωγία γύρω από τα εθνοπατριωτικά δεν έδειξε ακόμη τα δόντια της.

Δεν είναι δουλειά της ιστορίας η προπαγάνδα, ούτε υπέρ του έθνους, ούτε υπέρ οποιουδήποτε κοινωνικού καθεστώτος και ιδεολογίας. Δουλειά της Ιστορίας είναι να διδάσκει την ιστορικότητα των πραγμάτων.

Νομίζω ότι θα πρέπει να εισαχθεί ένας τρόπος να διδαχτούν στο σχολείο τα διάφορα είδη του ιστορικού λόγου, η δημόσια Ιστορία, η μνήμη και κυρίως η προφορική μνήμη, η αναμεσολάβηση της μνήμης από τα ΜΜΕ, έννοιες όπως το ιστορικό τραύμα, η ιστορική δικαιοσύνη και ό,τι θα μπορούσε να συνοψιστεί στην έννοια της ‘ιστορικής κουλτούρας’. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί συνεχώς ανακύπτουν ζητήματα στη δημόσια σφαίρα που προκύπτουν από τα ζητήματα αυτά”.

Πολυμέρης Βόγλης, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επικεφαλής της ομάδας εργασίας του ΙΕΠ για τα νέα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος

“Στόχος των προγραμμάτων σπουδών που προτείνουμε είναι να διεγείρουμε το ενδιαφέρον των μαθητών. Δεν είναι μία πρόταση με στόχο να ‘αλλάξει’ την Ιστορία, αλλά να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η ιστορία στα σχολεία. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνουμε αλλαγές τόσο στο περιεχόμενο του μαθήματος όσο και στον τρόπο διδασκαλίας.

Ξεφεύγουμε πλέον από τη λογική της επανάληψης γεγονότων και ιστορικών περιόδων και δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στη διδασκαλία της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας, ενώ βέβαια συνεχίζουν να διδάσκονται και οι άλλες ιστορικές περίοδοι. Επιπλέον μας ενδιαφέρει να αναδείξουμε τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές διαστάσεις της ιστορικής εξέλιξης και να μην περιοριστεί το μάθημα στα πολιτικά ή στρατιωτικά γεγονότα.

Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι σημαντικά γεγονότα, όπως η Επανάσταση του 1821, χάνονται. Όχι μόνο διδάσκονται, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο της βαλκανικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Ιστορίας για να κατανοηθούν καλύτερα από τους μαθητές.

Ως προς τη μεθοδολογία της διδασκαλίας, το βιβλίο αποκτά με την πρόταση βοηθητικό ρόλο και ενισχύεται η μελέτη της Ιστορίας μέσα στη σχολική τάξη, μέσα από τους θεματικούς φακέλους που θα επιτρέπουν την εμβάθυνση σε επιμέρους ζητήματα με βάση το υλικό που οι μαθητές θα έχουν στη διάθεσή τους ή θα αναζητούν με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού.

Η λογική μας ήταν η λογική του εμπλουτισμού του μαθήματος. Γι’ αυτό αυτό θίγουμε και θέματα όπως ο καπιταλισμός. Είναι η μεγαλύτερη κοινωνική και οικονομική αλλαγή των τελευταίων αιώνων και δεν γίνεται να μη διδάσκονται οι μαθητές πώς εδραιώθηκε ως παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Ή, για να αναφέρω ένα άλλο παράδειγμα, οι μαθητές πρέπει να διδάσκονται τι συνέβη τη δεκαετία, του 1940. Τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 διαμόρφωσαν την ιστορική ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας, είναι ένα θέμα που κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση και μέχρι τώρα στα σχολεία απουσίαζε στην πράξη.

Υπάρχουν κάποιες αρνητικές αντιδράσεις στην πρόταση που καταθέσαμε, οι οποίες κατά τη γνώμη μου είναι υπερβολικές και αβάσιμες. Η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στα σχολεία είναι συνυφασμένη με την καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας, αλλά δεν πρέπει να περιορίζεται σε αυτό. Η Ιστορία στο σχολείο πρέπει να προάγει την κριτική σκέψη, τη δημοκρατική συνείδηση, την καλλιέργεια αξιών όπως η ελευθερία, η ισότητα, ο αλληλοσεβασμός και λοιπά, και βέβαια πρέπει να αποσκοπεί, να αποκτήσουν οι μαθητές ιστορική σκέψη και συνείδηση”.

Χάρης Αθανασιάδης, ιστορικός της Εκπαίδευσης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

“Με τα νέα προγράμματα σπουδών ο όγκος της ύλης στην υποχρεωτική Δευτεροβάθμια προτείνεται να χωριστεί στα τέσσερα. Έτσι στην Α’ Λυκείου θα διδάσκεται αποκλειστικά ο 20ός αιώνας, ώστε ο μαθητής να γνωρίσει επαρκώς το μέρος εκείνο του παρελθόντος που περισσότερο από κάθε άλλο επηρεάζει το παρόν του. Επίσης μειώνεται ο εθνοκεντρισμός, καθώς η ελληνική Ιστορία παραμένει βέβαια στο επίκεντρο, αλλά εξετάζεται ως οργανικό μέρος της ευρύτερης ευρωπαϊκής Ιστορίας και, όπου χρειάζεται (π.χ. στον Ψυχρό Πόλεμο), της παγκόσμιας Ιστορίας.

Τέλος φαίνεται ότι οι συντάκτες δεν περιορίζονται στις παραδοσιακές θεματικές της σχολικής Ιστορίας, δηλαδή στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, αλλά επεκτείνονται σε όσα αφορούν την ευρύτερη κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ζωή της χώρας.

Τα προγράμματα δεν αγνοούν την ελληνική επανάσταση, απλώς την ενθέτουν στο ιστορικό πλαίσιό της, μέσα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις που γέννησαν τον νεωτερικό κόσμο. Να μάθουν βέβαια οι μαθητές τα βασικά επεισόδια του Αγώνα. Αλλά δεν χρειάζεται να κατατρίβονται σε λεπτομέρειες. Πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξέσπασε και πέτυχε η Επανάσταση. Να καταλάβουν δηλαδή οι μαθητές γιατί έγινε η Επανάσταση έγινε το 1821 και όχι νωρίτερα.

Παρόμοια για τον εμφύλιο. Ώς τώρα αποφεύγαμε να τον εξετάζουμε ή τον προσπερνούσαμε με δυο λόγια σε στυλ τι κακό πράγμα είναι η διχόνοια. Είναι κρίσιμο όμως να κατανοήσουν οι νέοι άνθρωποι τους γεωπολιτικούς και κοινωνικούς όρους υπό τους οποίους διολισθήσαμε στον Εμφύλιο και τις επιπτώσεις του Εμφυλίου στη μετέπειτα πορεία της χώρας. Δεν θα μπορέσουν να κατανοήσουν τη γνώση διαιρέσεων που ξεκίνησαν από τον Εμφύλιο.

Στο Δημοτικό ορθά προβλέπεται τα παιδιά να διδαχθούν την ελληνική μυθολογία με παράλληλη αναφορά και στις μυθολογίες άλλων λαών. Η μυθολογία αρέσει στα μικρά παιδιά και τα βοηθάει να οικοδομήσουν με παραμυθένιο τρόπο μια σχέση με το παρελθόν. Όμως είναι επίσης ορθή η επιλογή να μην παρουσιάζεται ως τμήμα της Ιστορίας. Δεν βοηθάει να συγχέονται οι μύθοι με τα πραγματικά γεγονότα.

Ως προς την εισαγωγή των ιστορικών πηγών στη διδασκαλία. Δεν είναι λάθος. Φανερώνει στους μαθητές πώς εργάζονται οι ιστορικοί για να καταλήξουν σε μια αφήγηση. Πώς στοχάζονται πάνω στις πηγές, πώς εξάγουν ασφαλείς πληροφορίες, πώς προτείνουν διαφορετικές ερμηνείες. Μπορούν να διαπιστώσουν πως πράγματι είναι δυνατόν να υπάρξουν διαφορετικές αναγνώσεις για το ίδιο ζήτημα. Νομίζω όμως πως δεν πρέπει να το παρακάνουμε. Το βάρος πρέπει να συνεχίσει να δίνεται στη γνώση των βασικών διαστάσεων του παρελθόντος. Η απόκτηση δεξιοτήτων διαχείρισης των πηγών είναι πολύ χρήσιμη, αλλά μπορεί να γίνεται δειγματικά – είναι άλλωστε αρκετά δύσκολη διαδικασία”.

 

Μαρία Ρεπούση, καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

“Η Ιστορία που διδάσκεται στο σχολείο εξαρτάται από το είδος του πολίτη που θέλουμε να διαμορφώσουμε μέσα από την υποχρεωτική εκπαίδευση. Και για τα μεγάλα και για τα μικρά, τα καθημερινά. Αν συσχετίσει κανείς νοοτροπίες και συμπεριφορές Ελλήνων πολιτών με την ιστορία που διδάχθηκαν στο σχολείο, είναι βέβαιο ότι θα εξηγήσει πολλές από τις αγκυλώσεις και τα στερεότυπα που έχουν. Και θα εξηγήσει σίγουρα την άνοδο και την κυριαρχία του εθνικολαϊκισμού.

Η Ιστορία, πολύ περισσότερο από άλλα γνωστικά αντικείμενα, θεωρείται καθοριστική για τη διαμόρφωση της ταυτότητας, έμφυλης, πολιτικής και εθνικής. Γι’ αυτό και γίνεται το μήλον της έριδος ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις που βλέπουν τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Παλαιότερα ανάμεσα στη συντήρηση και την πρόοδο, τη Δεξιά και την Αριστερά. Στις μέρες μας, οι διαχωρισμοί αυτοί δεν είναι τόσο σαφείς.

Πρόσωπα και φορείς -πολιτικοί, δημοσιογραφικοί ή άλλοι- που στηρίζουν στον εθνικολαϊκισμό την όποια εξουσία έχουν δίνουν μάχη μέχρις εσχάτων για να μην αλλάξει τίποτα στο περιεχόμενο της σχολικής Ιστορίας. Και μέχρι τώρα τις έχουν κερδίσει τις μάχες. Όποιες προσπάθειες έγιναν για να τροποποιηθεί το εθνικιστικό αφήγημα της σχολικής ιστοριογραφίας, για να ενταχθούν οι κοινοί τόποι της ιστοριογραφίας στα προγράμματα σπουδών και στα σχολικά βιβλία Ιστορίας απέτυχαν παταγωδώς με ταυτόχρονη διαπόμπευση των εμπνευστών τους.

Ελπίζω ότι η προσπάθεια που γίνεται τώρα με τα προγράμματα σπουδών Ιστορίας θα έχει αίσιο τέλος. Χρειαζόμαστε μια νίκη για να προχωρήσουμε. Θα είναι μια καλή αρχή για την ιστορική εκπαίδευση στη χώρα μας”.