Τα Θρησκευτικά ως mix Θρησκειών και η Ελλάδα ως έρμαιο
Γράφει ο Νικόλαος Ροζής
Μέσα στην οικονομική δυσχέρεια και τη συλλογική κατήφεια της χώρας, σημαντικό ζήτημα έχει ανακύψει με τις αλλαγές που εφαρμόζονται στην Παιδεία στην διδασκαλία των Θρησκευτικών. Πρόκειται για αλλαγές που αλλάζουν τελείως το μάθημα πάνω σε νέες επινοημένες λογικές.
Το να ισχυρίζεται κανείς πως το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να γίνει ένα mix αναφορών σε όλες τις θρησκείες ισοδυναμεί περίπου με τον ισχυρισμό πως το μάθημα της γλώσσας πρέπει να γίνει μάθημα μελέτης όλων των γλωσσών. Η διδασκαλία των Θρησκευτικών δεν αποσκοπεί στην παρουσίαση των «διαθέσιμων» Θρησκειών μέσω της συγκριτικής μεθόδου σαν έρευνα εμπορικής αγοράς ώστε ο μαθητής να επιλέξει την «καλύτερη», ούτε βέβαια να γνωρίσει ο μαθητής από πολιτισμική οπτική τα θρησκεύματα ανά γεωγραφική περιοχή του πλανήτη. Η λογική που υποστηρίζει πως η ελευθερία προϋποθέτει αφετηριακή θρησκευτική ουδετερότητα ή ασυνειδησία του ατόμου δεν μπορεί να συμβαδίσει με την ύπαρξη συγκροτημένων κοινωνιών, ειδάλλως δεν θα υπήρχαν συνεκτικά στοιχεία μεταξύ των γενεών ώστε να τους εξασφαλίζουν συνέχεια.
Τα Θρησκευτικά είναι η απόφαση της σύγχρονης κοινωνίας να μεταλαμπαδεύει σε κάθε επόμενη γενιά της κατάληξη της θεολογικής προσέγγισης του κόσμου μετά από την πάροδο χιλιάδων ετών. Αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξης του εν λόγω μαθήματος. Είναι αποτέλεσμα του χρόνου, όσο ο κόσμος προχωρά και εξελίσσεται σε υλικό επίπεδο να παραμερίζεται από ανθρώπους η ανάγκη πνευματικής αναζήτησης ελέω υλισμού. Θεωρούμε πια δεδομένες κάποιες αντιλήψεις και αξίες ως προς τον κόσμο και την ζωή, αλλά δίχως τη θρησκεία μας αυτές δεν θα είχαν ποτέ επικρατήσει. Σπουδαίοι άνθρωποι από την Αρχαία Ελλάδα ακόμα, που δεν υπήρχε ο Χριστιανισμός μετά από βαθείς αναλύσεις πάνω σε ζητήματα κοσμοθεωρίας καλλιέργησαν θεολογικές απόψεις και δημιούργησαν στην κοινωνία αίσθημα αναγνώρισης και άυλης υπόστασης του κόσμου, ύστερα υιοθετήθηκε η Χριστιανική θρησκεία που ανύψωνε πνευματικά πια το άτομο και τον κόσμο, θεμελιώθηκε στην κοσμοθεωρία του Έθνους μας και διατηρήθηκε έως και σήμερα. Εδώ, λοιπόν, η συγκροτημένη κοινωνία έχει αποφασίσει, όπως άλλωστε γράφεται και στο Σύνταγμα, να καλλιεργεί στους νέους, μέσω του συστήματος εκπαίδευσης, την θρησκευτική συνείδηση, παράλληλα με την εθνική. Το κράτος δεν προσβάλλει προφανώς σε καμία περίπτωση τα διαφορετικά πιστεύω, υπάρχει ειδική μέριμνα απαλλαγής από το συγκεκριμένο μάθημα για αλλόδοξους μαθητές.
Θα έθετε ίσως κάποιος το ερώτημα τώρα αφού άλλα σύγχρονα κράτη, την λειτουργία των οποίων ζηλεύουμε σε άλλα επίπεδα, δεν εμπεριέχουν στο εκπαιδευτικό τους σύστημα την Θρησκευτική διδασκαλία ποιος είναι ο λόγος να το πράττουμε εμείς. Η απάντηση δίνεται από το παρελθόν και την άρρηκτη σύνδεση του Έθνους μας με την Ορθοδοξία. Η θρησκευτική συνείδηση στάθηκε το όπλο που διατήρησε αναμμένη τη σπίθα του ελληνισμού τα χρόνια της τουρκοκρατίας και ενίσχυσε το αίσθημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Είμαστε ένα μικρό σε διαστάσεις κράτος που προσέφερε πολλά στον κόσμο με σημαντικό μερίδιο στην εξέλιξη του, και σήμερα έχοντας απεμπολήσει κάθε λάμψη του παρελθόντος έχουμε εκλέξει μια κυβέρνηση που κάνει κάθε προσπάθεια να διασπάσει οποιοδήποτε δεσμό έχει η σημερινή ελληνική κοινωνία με το παρελθόν. Προσπάθεια που απαντάται ακόμα στην ιδεοληπτική μείωση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών και την αφαίρεσης σημαντικών χωρίων της Ιστορίας και ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον κίνδυνο πλέον να μας βρει η νέα εποχή δίχως ταυτότητα και συνεκτικά στοιχεία, έρμαιο άλλων συμφερόντων στο παγκόσμιο χάρτη.