Του Νίκου Τσούλια
Κάθε επιστήμη στα καταστατικά της στοιχεία περιλαμβάνει και την οριοθέτησή της σε σχέση με τις άλλες επιστήμες, οριοθέτηση μάλιστα που συχνά παίρνει και τη μορφή διαμάχης ωσάν να πρόκειται για αντιπαραθέσεις όμορων κρατών. Προφανώς οι διαμάχες είναι γεννήματα των επιστημόνων και έχουν ως κύριο σκοπό την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων και βλέψεών τους. Είναι δε αυτή η οριοθέτηση απαραίτητη για την ανάπτυξη και για την εξέλιξη της κάθε επιστήμης.
Ωστόσο, στο διάβα του χρόνου και υπό το φως της διαρκούς εξειδίκευσης και της δημιουργίας όλο και πιο νέων επιστημονικών κλάδων, διαφάνηκε ότι είναι άκρως αναγκαία η διεπιστημονική συνεργασία, γιατί η πολυπλοκότητα των προβλημάτων δεν αντιμετωπιζόταν με την απλή παράθεση «παράλληλων επιστημονικών μονολόγων». Έτσι γεννήθηκαν και γνωστικά πεδία στην παραμεθόριο περιοχή των παραδοσιακών επιστημών, όπως η Φυσικοχημεία, η Βιοχημεία, η Βιοφυσική κλπ. Πέραν τούτου του στοιχείου, στην εκπαίδευση και μάλιστα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν μπορεί να μεταφερθεί το επιστημονικό παιχνίδι της απόλυτης οριοθέτησης για συγκεκριμένους λόγους. α) Εδώ το Γυμνάσιο και το Λύκειο είναι θεσμοί Γενικής Παιδείας, οπότε δεν χρειαζόμαστε εκτεταμένη εξειδίκευση. β) Σε κάθε περίπτωση και ειδικά στο πεδίο της τελική φάσης της Γενικής Παιδείας πρέπει να αναδεικνύεται και να προάγεται η ενότητα της Γνώσης και όχι ο επιμερισμός και ο τεμαχισμός της.
Δεδομένων λοιπόν αυτών των στοιχείων, δεν μπορεί στο Λύκειο να έχουμε διδασκαλία με μονομερή χαρακτηριστικά, με «παράλληλα μαθήματα», όπου δεν θα υπάρχει καμιά συνεργασία των εκπαιδευτικών σε επιστημονικό επίπεδο παρά μόνο στο αντίστοιχο παιδαγωγικό και μάλιστα μόνο στις Συνεδριάσεις των Συλλόγων Διδασκόντων. Και όταν αναφέρομαι σε συνεργασία, δεν εννοώ εκείνη τη μορφή της που είναι «εκ των ουκ άνευ», όπως, για παράδειγμα, η προϋπόθεση εκμάθησης κάποιων αναγκαίων Μαθηματικών στοιχείων για τη διδασκαλία της Φυσικής. Εννοώ την ανάπτυξη συστηματικών διεπιστημονικών συνεργασιών, προκειμένου οι μαθητές να κατανοούν και να ερμηνεύουν πληρέστερα την κοινωνική και τη φυσική πραγματικότητα και έτσι να μπορούν να τοποθετούν τον εαυτό τους στον Κόσμο με άρτιο τρόπο.
Ας δούμε μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις. Η Ιστορία «διδάσκει» το παρελθόν, αλλά μέσω αυτής της διδασκαλίας επιχειρεί να ερμηνεύσει τις δυνάμεις που προσδιορίζουν τη ροή της και μ’ αυτό τον τρόπο να ιχνογραφήσει και τη δημιουργία του μέλλοντος διαμορφώνοντας την κρίσιμη μαγιά της κριτικής σκέψης στους μαθητές. Αλλά για να συμβεί αυτή η βαθιά ερμηνεία είναι απαραίτητη η γνώση των «επιταγών» και της Κοινωνιολογίας. Τι γίνεται όμως με τα αναλυτικά προγράμματα και με τα σχολικά βιβλία; Κάθε ομάδα εργασίας και συγγραφής των σχολικών βιβλίων κινείται αυτόνομα και δεν ξέρει το πεδίο αναφοράς των συγγενών εγχειριδίων. Έτσι μόνο τυχαία θα εμφανιστεί η διεπιστημονικότητα στα σχολικά προγράμματα.
Πέφτει λοιπόν ευθύνη στους εκπαιδευτικούς κάθε σχολείου να «ξεφυλλίζουν» και να διαβάζουν εκείνα τα σημεία των άλλων σχολικών βιβλίων, τα οποία κατά τη γνώμη τους χρήζουν κοινής εστίασης μεταξύ δύο ή και τριών επιστημονικών κλάδων. Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Μια μορφή συνεργασίας θα ήταν η ταυτόχρονη παρουσία των δύο καθηγητών στη διδασκαλία του κοινού ενδιαφέροντος πεδίου, όπου οι εκπαιδευτικοί θα παραθέτουν την ξεχωριστή και διαλογική ματιά τους και με την ενεργό συμμετοχή των μαθητών θα ρίχνεται καλύτερο φως στην ερμηνεία των πραγμάτων. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί κοινά διαμορφωμένο από τους καθηγητές ερωτηματολόγιο ή να παρουσιαστεί οπτικοακουστικό υλικό μέσα από τα πλούσια κοιτάσματα του Διαδικτύου κλπ.
Τέτοιες περιπτώσεις συνεργασίας μπορούν να γίνουν γι’ όλα τα μαθήματα, η Φυσική με τη Χημεία ή με τα Μαθηματικά, η Χημεία με τη Βιολογία, τα Αρχαία με τα Λατινικά, η Έκθεση, όπως και η Φιλοσοφία με όλα σχεδόν τα μαθήματα. Επίσης υπάρχουν θεματικές ενότητες, όπου να συνδιαλεχτούν αρκετές επιστημονικές ειδικότητες. Για παράδειγμα, ο ρόλος του νερού στην εξέλιξη της Ανθρωπότητας. Εδώ συνυπάρχει η ματιά της Χημείας, της Βιολογίας, της Φιλοσοφίας, της Ιστορίας, της Οικονομίας, της Κοινωνιολογίας κλπ! Μια τέτοια κινητικότητα έχει πολλαπλά οφέλη για τους εκπαιδευόμενους. α) Γεύονται στην πράξη την ενότητα της γνώσης, η οποία ενότητα είναι απαραίτητη για τη δημιουργία πυρήνων κριτικής σκέψης και σοφίας, γιατί αυτοί είναι οι ουσιώδεις στόχοι της εκπαίδευσης! β) Γνωρίζουν μια νέα μορφή διδασκαλίας, που δεν «σπάζει» απλά και μόνο την εν πολλοίς τυποποιημένη παραδοσιακή εικόνα αλλά έτι περαιτέρω ανοίγει πεδία καινοτομίας και ερευνητικής κουλτούρας. γ) Βιώνουν την εικόνα της συνεργασίας και της κοινής προσπάθειας των εκπαιδευτικών, εικόνα που ανοίγει τη σκέψη τους για τη δική τους μελλοντική μορφή συνεργασίας στον επαγγελματικό τους χώρο.
Αλλά και οι εκπαιδευτικοί μαθαίνουν και εμπλουτίζουν την επιστημονική και την παιδαγωγική αποσκευή τους μέσα από τέτοιες μορφές διδασκαλίας και προάγουν την κουλτούρα της διαρκούς αναζήτησης και της ερευνητικής προσπάθειας, που είναι συστατικά στοιχεία για την ουσία της εκπαίδευσης και της αγωγής αλλά και για την αρτίωση του επαγγελματικού και του συναισθηματικού τους Κόσμου.