Στη διεθνή κατάταξη QS που δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβριο τα ρωσικά ΑΕΙ ήταν κατά έξι περισσότερα από ό,τι το 2013, δηλαδή 21. Για πρώτη φορά ο πίνακας QS περιέλαβε το…
Ινστιτούτο Μηχανικής και Φυσικής της Μόσχας (481-490), το Εθνικό Ερευνητικό Κρατικό Πανεπιστήμιο του Σαράτοβ (601-650) και το Πανεπιστήμιο μεταλλουργίας και κραμάτων National University of Science and Technology MISIS (701).
Ο πρύτανης του Ινστιτούτου Μηχανικής και Φυσικής της Μόσχας χαιρέτισε την είδηση, και χαριτολογώντας είπε ότι «ως Πανεπιστήμιο για πυρηνικά θέματα, χρησιμοποιήσαμε πυρηνικά όπλα» για να βρεθούμε στο μέσον της κατάταξης. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι «το ΑΕΙ είναι ικανό να επιδείξει και καλύτερα αποτελέσματα». Στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Σαράτοβ ανέφεραν ότι «η είσοδος στη λίστα είναι απλά το αποτέλεσμα της δουλειάς όλου του ΑΕΙ, δηλαδή κάθε φοιτητή, διδακτορικού φοιτητή και καθηγητή».
Οι διεθνείς αξιολογήσεις στη Ρωσία αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα μόλις από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Για πολλά από τα ΑΕΙ όμως, είναι κάτι το καινούριο. Όπως και να’ χει, τα τελευταία δέκα χρόνια, ΑΕΙ και κράτος, ύστερα από κάποιες αμφιταλαντεύσεις και προσπάθειες να δημιουργήσουν τις δικές τους διεθνείς αξιολογήσεις, αποφάσισαν να «διδαχθούν» πώς παίζεται το παιχνίδι σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες. Ετσι, το γεγονός ότι τρία νέα Πανεπιστήμια κατάφεραν να πλασαριστούν στη λίστα, αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό, στο ομοσπονδιακό πρόγραμμα στήριξης των ΑΕΙ «5-100», στο οποίο συμμετέχουν 15 ρωσικά Πανεπιστήμια. Επόμενος στόχος τώρα, είναι να επιτευχθεί η ένταξη πέντε ρωσικών ΑΕΙ στο τοπ-100 των διεθνών αξιολογήσεων έως το 2020.
Αγορά υπηρεσιών και soft power
Το παλαιότερο ΑΕΙ της Ρωσίας, το Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας «Λομονόσοφ», καταλαμβάνει την πρώτη θέση στον πίνακα QS μεταξύ των ρωσικών Πανεπιστημίων, αλλά βρίσκεται μόλις στη 114η θέση της κατάταξης. Από το 2006, μόνο μια φορά -το 2007- έπεσε σε θέση κάτω από τα 200. Ωστόσο, επέστρεψε αμέσως στα συνήθη πριν από αυτό επίπεδα. Σύμφωνα με την αναπληρωτή κοσμήτορα της σχολής Δημοσιογραφίας του «Λομονόσοφ», Αναστασία Γκρούσα, «οι διεθνείς αξιολογήσεις είναι κατά πρώτο λόγο μια «εμπορευματοποιημένη διαδικασία», καθ’ ότι η εκπαίδευση αποτελεί υπηρεσία της αγοράς». Αυτό, όπως εξηγεί, «δεν είναι απαραίτητα κακό, μιας και δεν πρόκειται για εποχές όπως αυτή του Πανεπιστημίου της Μπολόνια του 11ου αιώνα, όταν δεν χρειαζόταν να πωλούνται οι υπηρεσίες εκπαίδευσης. Εμείς, λοιπόν, είμαστε ανταγωνιστικοί σε διεθνές επίπεδο, επειδή δίνουμε σημασία σε αυτές τις αξιολογήσεις».
Προβληματική βαθμολόγηση
Η Ανώτατη Οικονομική Σχολή, ένα από τα αναγνωρισμένα ως καλύτερα ΑΕΙ της Ρωσίας στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, το οποίο ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχε υιοθετήσει αρχικά το Δυτικό μοντέλο, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα τα καλύτερα χαρακτηριστικά της σοβιετικής ακαδημαϊκής σχολής.
Στον πίνακα της QS, η Ανώτατη Οικονομική Σχολή καταλαμβάνει μια ταπεινή θέση μεταξύ 501-550. Θέσεις που διατηρεί από το 2009. Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου Παιδείας της εν λόγω Σχολής, Ισαάκ Φρούμιν, η αιτία της χαμηλής αξιολόγησης βρίσκεται στο γεγονός ότι η Σχολή είναι ένα εξειδικευμένο ΑΕΙ, ενώ η γενική κατάταξη της QS βαθμολογεί τα ΑΕΙ ποικίλης εκπαίδευσης, όπου υπάρχουν και η Ιατρική, και Φυσικές, και Θετικές επιστήμες. Κατά τον Φρούμιν, οι αξιολογήσεις χαρακτηρίζονται από ασαφείς όρους και πολλές αδυναμίες ή λάθη, ωστόσο είναι απαραίτητες.
BRICS ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Εξηγώντας τι ακριβώς έκανε η Ανώτατη Οικονομική Σχολή προκειμένου να ανεβεί στις αξιολογήσεις της QS, ο Φρούμιν επισημαίνει ότι η Σχολή αναρριχήθηκε αισθητά στον πίνακα QS, διότι ετέθησαν σε εφαρμογή προγράμματα σύνδεσης των σπουδών με την εργασία και την παραγωγή.
Από τη μεριά του, ο αντιπρύτανης σε θέματα διεθνούς συνεργασίας του Κρατικού Πανεπιστημίου του Νοβοσιμπίρσκ (328η θέση στον πίνακα της QS), Αλεξέι Οκούνεφ, σημειώνει ότι «τα κριτήρια των διεθνών αξιολογήσεων απηχούν το αγγλοσαξονικό μοντέλο ΑΕΙ και είναι κακώς προσαρμοσμένα στη διάρθρωση των δικών μας Πανεπιστημίων». Εκτός των άλλων, στη Ρωσία υπάρχει από ιδιαιτερότητες, όπως για παράδειγμα, ο κλειστός –από εποχής Σοβιετικής Ενωσης- χαρακτήρας κάποιων ΑΕΙ, ειδικά εκείνων που προετοιμάζουν στελέχη για το στρατό και την αμυντική βιομηχανία. Αυτά είναι αδύνατον να αξιολογηθούν με τα παραπάνω συστήματα «βαθμολόγησης».
Σε συνέντευξή του στην RBTH, ο πρύτανης του Κρατικού Τεχνικού Πανεπιστημίου «Μπάουμαν», (322η θέση στην αξιολόγηση της QS), Ανατόλι Αλεξάντροφ, ανέφερε ότι το ΑΕΙ ειδικεύεται στο χώρο της Αμυνας και του Διαστήματος, γι’ αυτό και δεν πρέπει να δίνει προσοχή στις διεθνείς αξιολογήσεις. Παρά ταύτα, πριν από τέσσερα χρόνια έφτασε στο μέσον της λίστας με τα καλύτερα ΑΕΙ στον κόσμο. Σύμφωνα με τον Αλεξάντροφ, «το “Μπάουμαν” χάνει επειδή δεν μπορεί να δεχθεί το ποσοστό του 15% ξένων φοιτητών. Ασχολούμαστε με το διάστημα, τις αμυντικές τεχνολογίες, γι’ αυτό και δεν μπορούν να εισαχθούν σε μας περισσότεροι από χίλιοι αλλοδαποίφοιτητές. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητά μας».
Το «βαρύ πυροβολικό» του Μπάουμαν
Που να σπουδάσουν οι ξένοι στη Ρωσία
Ένα ακόμη πρόβλημα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι «Στη Δυτική κουλτούρα, ο αριθμός των δημοσιευμένων εργασιών για τα αποτελέσματα της δουλειάς ενός Πανεπιστημίου, είναι το βασικό κριτήριο αποτελεσματικότητάς του. Σε μας αυτό δεν ίσχυε, ούτε θα ισχύσει ποτέ. Για μας, το αποτέλεσμα της έρευνας και της δουλειάς μας, είναι η ιδέα, το σχέδιο, το “σιδερικό” που δημιουργήσαμε, και η τεχνολογία την οποία εφαρμόσαμε. Φυσικά συνιστούμε στο προσωπικό μας να δημοσιεύει ενεργά τις μελέτες του στα επιστημονικά περιοδικά. Αλλά πρέπει να υπάρχουν κάποια λογικά όρια. Δημοσιεύουμε 3500 άρθρα ετησίως, και όχι μόνο σε ρωσικά περιοδικά. Αυτό είναι πολύ. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να γράψει 100 άρθρα. Τότε παύει να είναι ερευνητής, και γίνεται συγγραφέας».
Στο ερώτημα αν το Πανεπιστήμιο «Μπάουμαν» κάνει κάτι για να ανεβεί στην κατάταξη ταχύτερα, ο Αλεξάντροφ είπε ότι αυτά είναι «ανοησίες». «Οι αξιολογήσεις δεν πρέπει να γίνονται φετίχ. Είναι απλά ένας κατά προσέγγιση συντελεστής. Αν εμάς μας βλέπουν εκεί πέρα, τότε αυτό είναι ήδη θετικό. Και όσον αφορά τα υπόλοιπα, θα το δείξει ο χρόνος».
Πηγή