Τουλάχιστον ο ένας στους τέσσερις Ελληνες μαθητές δεν είναι σε θέση να εντοπίζει πληροφορίες σε ένα κείμενο, να διενεργεί διαδικασίες ρουτίνας ακολουθώντας οδηγίες, να κάνει απλή σύνδεση ανάμεσα στην πληροφορία που βρίσκεται στο κείμενο και σε κοινή καθημερινή γνώση. Αυτό υποδηλώνει ο πάτος στον οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στα ποιοτικά δεδομένα που μετράει ο ΟΟΣΑ για τα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών-μελών του.
Ειδικότερα, χθες, ο ΟΟΣΑ παρουσίασε μια ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων στους διαγωνισμούς PISA από το 2003 έως και το 2012. Ο διαγωνισμός PISA διενεργείται κάθε τρία χρόνια και σε αυτόν μετέχουν 15χρονοι μαθητές από τις χώρες του ΟΟΣΑ, εξεταζόμενοι στα Μαθηματικά, στην Κατανόηση Κειμένου και στις Φυσικές Επιστήμες. Το PISA δίνει πλήθος πληροφοριών που δεν προσφέρει καμία άλλη έρευνα εθνική ή διεθνής, όπως είναι π.χ. τα κίνητρα των μαθητών για μάθηση, οι στάσεις και οι πεποιθήσεις τους, οι στρατηγικές μάθησης που ακολουθούν, το κλίμα που επικρατεί στο σχολείο, οι δραστηριότητες που οργανώνει το σχολείο, τα εξωσχολικά μαθήματα, η χρήση των νέων τεχνολογιών εντός και εκτός σχολείου.
Στον διαγωνισμό του 2012, η Ελλάδα βρέθηκε στην τρίτη και τελευταία ομάδα χωρών, με μέση επίδοση χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Μεταξύ 65 χωρών, στην Κατανόηση Κειμένου η Ελλάδα ήταν στην 39η θέση και στη 41η θέση στα Μαθηματικά και στις Φυσικές Επιστήμες.
Ωστόσο, το ζητούμενο είναι να μελετηθεί τι συμβαίνει στα ποιοτικά δεδομένα της ελληνικής εκπαίδευσης. Ο ΟΟΣΑ κατατάσσει τα αποτελέσματα των χωρών σε έξι επίπεδα: το πρώτο είναι το χειρότερο, το έκτο το καλύτερο. Με άριστα το 20, το επίπεδο 1 θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε βαθμό έως 3,5 και το επίπεδο 6 σε βαθμό από 16,6 και πάνω. Ετσι, με βάση τα ποιοτικά αποτελέσματα:
• Στο χειρότερο επίπεδο βρέθηκε ο ένας στους τρεις (35,7%) Ελληνες μαθητές στα Μαθηματικά, ο ένας στους πέντε (22,6%) στην Κατανόηση Κειμένου και ο ένας στους τέσσερις (25,5%) στις Φυσικές Επιστήμες. Οι αντίστοιχοι μ.ό. του ΟΟΣΑ είναι 23%, 18% και 17,8%.
• Αντίστροφα, στο καλύτερο επίπεδο, στα Μαθηματικά βρέθηκε το 0,6% των Ελλήνων, στην Κατανόηση Κειμένου το 0,5% και στις Φυσικές Επιστήμες το 0,2%. Οι αντίστοιχοι μ.ό. του ΟΟΣΑ είναι 3,3%, 1,2% και 1,2%.
Οπως προκύπτει, στους αρνητικούς δείκτες η Ελλάδα είναι υψηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και στους θετικούς πολύ χαμηλότερα. «Η ανάλυση των δεδομένων για τους Ελληνες μαθητές ανέδειξε ότι οι παράγοντες που σχετίζονται με τις χαμηλές επιδόσεις είναι το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο της οικογένειας, οι μετανάστες, το φύλο, η προσχολική εκπαίδευση και ως προς τα Μαθηματικά, η στάση απέναντι στο μάθημα (αυτο-αντίληψη, επιμονή, άγχος)», ανέφερε χθες στην «Κ» η Χρύσα Σοφιανοπούλου, εθνική διαχειρίστρια του PISA και επίκουρη καθηγήτρια Ανάλυσης της Εκπαιδευτικής Επίδοσης και της Πληροφορικής Κατάρτισης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Ως προς τις επιδόσεις των χωρών του ΟΟΣΑ, Βραζιλία, Γερμανία, Ιταλία, Μεξικό, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρωσία, Τυνησία και Τουρκία, βελτίωσαν τις επιδόσεις τους στα Μαθηματικά μεταξύ 2003 και 2012, με τη μείωση του ποσοστού των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις στο αντικείμενο. Οπως σχολιάζει η κ. Σοφιανοπούλου: «Προφανώς πρόκειται για χώρες με πολλές μεταξύ τους κοινωνικο-οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές. Αλλά εκεί βρίσκεται η ουσία: όλες οι χώρες μπορούν να βελτιώσουν τις επιδόσεις των μαθητών τους, εάν ληφθούν οι κατάλληλες πολιτικές και υπάρχει βούληση για την εφαρμογή τους».