Τα πανεπιστήμια και τα άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ) αποτελούν τον βασικότερο παραγωγό έρευνας στην Ελλάδα, με ποσοστό που ξεπερνά το 35% του συνόλου της δραστηριότητας Έρευνας και Ανάπτυξης, μερίδιο από τα υψηλότερα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Τα ελληνικά ΑΕΙ έχουν επίσης κεντρικό ρόλο στην εκπαίδευση και στην απόκτηση δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, όμως η συνεισφορά τους στην καινοτομία και την εθνική οικονομία είναι για την ώρα σχετικά πιο περιορισμένη. Από την άλλη, το ελληνικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης παρουσιάζει μεγάλο βαθμό εξάρτησης από το κράτος σε όρους χρηματοδότησης, αν και διακρίνεται πλέον μια τάση για εξεύρεση πόρων και από άλλες πηγές, είτε μέσω συνεργασιών στο πλαίσιο ερευνητικών έργων, είτε από αξιοποίηση ίδιων πόρων, καθώς τα ΑΕΙ αναζητούν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, επανεξετάζοντας τις στρατηγικές τους.
Αυτά επισημαίνει η νέα έκδοση του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) «Έρευνα, Εκπαίδευση, Καινοτομία: Οι διαστάσεις του Τριγώνου της Γνώσης στην Ελλάδα, όπου αναλύεται η συνεισφορά των εγχώριων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων. Μεταξύ άλλων, η έκθεση αναφέρει ότι:
– Παρά τη μείωση πολλών μακροοικονομικών δεικτών κατά τα τελευταία έτη, οι εθνικές δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) αυξήθηκαν με την αξιοποίηση και των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, παρότι η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. – Με βάση τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία Ε&Α (2015) ο δείκτης της έντασης δαπανών Ε&Α (ποσοστό των δαπανών Ε&Α ως προς το ΑΕΠ της χώρας) διαμορφώνεται στο 0,96% του ΑΕΠ. – Ο αριθμός του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται σε αυτές τις δραστηριότητες, υπερβαίνει τις 82.000, με τη μεγάλη πλειονότητα αυτών να απασχολείται στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
– Σημαντική ερευνητική δραστηριότητα έχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα και τα ΤΕΙ, η οποία διεξάγεται κυρίως με δημόσια χρηματοδότηση (τακτική και κονδύλια ΕΣΠΑ), ενώ πρόσθετοι πόροι προέρχονται από τα ανταγωνιστικά προγράμματα Ε&Α της ΕΕ. – Τα ερευνητικά αποτελέσματα που παράγονται στη χώρα μας, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως υψηλού επιπέδου, όταν αξιολογηθούν με ακαδημαϊκούς όρους. – Η συμμετοχή Ελλήνων ερευνητών σε ανταγωνιστικά προγράμματα Ε&Α της ΕΕ, πχ από το Πρόγραμμα Πλαίσιο (2007-2013), είναι επίσης υψηλή, δεδομένου ότι η χώρα έχει λάβει κεφάλαια που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 2,2% της συνολικής κοινοτικής χρηματοδότησης. – Το 10,5% των εγχώριων επιχειρήσεων που καινοτομούν σε προϊόντα και διαδικασίες, έχουν συνάψει συνεργασία με κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο ή ερευνητικό ίδρυμα. – Ο αριθμός των Ελλήνων διδακτόρων από ελληνικά ιδρύματα αυξάνεται διαχρονικά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Έτσι, η Ελλάδα τοποθετείται μεταξύ των πρώτων δέκα χωρών σε αριθμό κατόχων διδακτορικού, ανά 1.000 άτομα πληθυσμού. Ωστόσο, η έκθεση τονίζει ότι τα αποτελέσματα των δεσμών και των συνεργασιών μεταξύ εκείνων των φορέων που παράγουν γνώση και εκείνων που την εφαρμόζουν ή την ενσωματώνουν σε προϊόντα και υπηρεσίες -δηλαδή μεταξύ της ερευνητικής/πανεπιστημιακής και της επιχειρηματικής κοινότητας- δεν είναι εμφανή στην εθνική οικονομία. Επισημαίνεται ότι «αν και αυτή η ασυνέχεια μεταξύ των ερευνητικών αποτελεσμάτων υψηλού επιπέδου και της αδυναμίας εμπορικής εκμετάλλευσής τους είναι ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο, το λεγόμενο “ευρωπαϊκό παράδοξο” στη χώρα μας φαίνεται να ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό».
H μελέτη αναφέρει ακόμη, ότι η συμβολή των ελληνικών επιχειρήσεων στις συνολικές εθνικές δαπάνες Ε&Α υστερεί σε σύγκριση με άλλες χώρες. Αυτό υποδηλώνει τη μη αποδοτική εκμετάλλευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων από την πραγματική οικονομία και την παραγωγή. Ενδεικτικά, το 2014 οι δαπάνες των ελληνικών επιχειρήσεων κυμάνθηκαν στο 0,28% του ΑΕΠ, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι 1,3% του ΑΕΠ. Αυτή η αναλογία διατηρήθηκε, με μικρές μόνο διακυμάνσεις, καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία. Η ίδια εικόνα για την καινοτομική υστέρηση των ελληνικών επιχειρήσεων αποτυπώνεται στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που θεωρούνται ευρέως ένας σημαντικός δείκτης της έντασης γνώσης της παραγωγικής ικανότητας του ιδιωτικού τομέα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις συμβάλλουν ελάχιστα στις αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας στην ΕΕ (ποσοστό μόνο 0,1%). Συνολικά ως χώρα διεθνώς, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των κρατών με μέτριες επιδόσεις καινοτομίας.