του Κώστα Γαβρόγλου
Ο Εθνικός και Κοινωνικός Διάλογος για την Παιδεία διεξάγεται από της Επιτροπή Διαλόγου, την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Είναι μία σύνθετη διαδικασία όπου ο κάθε θεσμός έχει έναν συγκεκριμένο ρόλο που συμπληρώνει τους ρόλους όλων των άλλων.
Πέντε είναι τα βασικά συμπεράσματα στο τέλος της πρώτης φάσης του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία.
1. Έγιναν και θα συνεχίσουν να γίνονται πολλές εκδηλώσεις και ήρθαμε σε επαφή με πολλούς και διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού εκπαιδευτικούς. Σε ανοιχτές συζητήσεις των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, σε εκδηλώσεις σχολείων που συνδιοργάνωσαν εκπαιδευτικοί και γονείς με την παρουσία μαθητών, σε εκδηλώσεις που οργάνωσαν τοπικοί, επαγγελματικοί και εκπαιδευτικοί φορείς σε όλην την Ελλάδα, ένα ήταν το κοινό μήνυμα από τα ακροατήρια: «ακούστε μας και διαμορφώστε ένα ρεαλιστικό σχέδιο για τα επόμενα χρόνια».
2. Στην Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου, όπως και στο Ινστιτούτο ΕκπαιδευτικήςΠολιτικής, δημιουργήθηκαν υποεπιτροπές για όλα σχεδόν τα θέματα για τα οποία θα πρέπει να υπάρξουν επεξεργασμένες προτάσεις: για την ύλη στα σχολεία, για την ειδική αγωγή, για τα καλλιτεχνικά, για τα θρησκευτικά, για την γλωσσομάθεια, για την τεχνική εκπαίδευση, για την αναβάθμιση των λυκείων και τις διαδικασίες πρόσβασης στην Ανωτάτη Εκπαίδευση, για τον ενιαίο χώρο Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων, για τα μεταπτυχιακά κτλ.Στο τέλος της πρώτης φάσης του Διαλόγου, τα αποτελέσματα των εργασιών αυτών των επιτροπών είναι άνισα μεν, αλλά με πολλές νέες προσεγγίσεις,και με επεξεργασίες ζητημάτων για τα οποία δεν είχαμε ολοκληρωμένη άποψη.
3. Στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής διαμορφώθηκε ένα πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν οι μελλοντικές αλλαγές και έγινε μία προσπάθεια να κωδικοποιηθούν τα μακροχρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί θεσμοί. Βασικό κριτήριο στον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να είναι το τι είδους πολίτες θέλουμε να έχουμε. Υπήρξε μία συναίνεση ότι η εκπαίδευση θα πρέπει να στοχεύει στη διαμόρφωση μορφωμένων νέων με δημοκρατικό ήθος και κριτική σκέψη. Ορισμένα στοιχεία αυτού του πολιτικού πλαισίου είναι
* Νασυνεχίσουν οι συζητήσεις των σοβαρών προβλημάτων όλων των βαθμίδων της Εκπαίδευσης με τους φορείς και με τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων.
* Να αναγνωρισθούν ως καλές πρακτικές οι αξιόλογες πρωτοβουλίες δασκάλων και καθηγητών, οι οποίοι παρά τις αντιξοότητες που δημιουργεί η οικονομική και ανθρωπιστική κρίση τα τελευταία χρόνια, υπερβαίνουν τις δυσκολίες και φροντίζουν να παρέχουν στους μαθητές την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση.
* Να αξιοποιηθεί δημιουργικά η εμπειρία των διαλόγων που είχαν διεξαχθεί τα προηγούμενα χρόνια.
* Να αξιοποιηθεί δημιουργικά η εμπειρία των Ευρωπαϊκών χωρών.
* Να σχεδιαστεί ένα πλαίσιο μακροπρόθεσμων στοχεύσεων που θα αφορά όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης η υλοποίηση των οποίων θα υπερβαίνει τη θητεία μίας κυβέρνησης.
* Να επιτευχθούν ευρείες συναινέσεις ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα για το περιεχόμενο των ρυθμίσεων και τη διαδικασία εφαρμογής τους.
Παρά τη συμφωνία ορισμένων βουλευτών της αντιπολίτευσης με το πλαίσιο αυτό, υπάρχει μία εμμονή στις καταστατικές αρχές των «μεταρρυθμίσεων» Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου και μία έμφαση σε διαδικασίες αξιολόγησης ως σχεδόν τον μοναδικό τρόπο για να επέλθουν ουσιαστικές αλλαγές στην εκπαίδευση.
4. Παρά την εμφανή διάθεση της κοινωνίας να εμπλακεί σε αυτόν τον διάλογο, δεν είναι όλα «ρόδινα’. ελάχιστες συζητήσεις έγιναν σε πανεπιστημιακούς χώρους, υπήρξαν παρεμβάσεις από δυνάμεις που πρόσκεινται στο ΚΚΕ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θέλησαν βίαια να διακόψουν τις συζητήσεις και την προσέλευση του κόσμου. Η βίαιη ακύρωση δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών παραμένει μία από τις πολλές παθογένειες του «χώρου». Είναι αδιανόητο να υπάρχουν δυνάμεις του συνταγματικού τόξου που εμποδίζουν την συμμετοχή άλλων σε συζητήσεις.
Υπήρξαν, επίσης, εκφράσεις ενός εντεινόμενου συντεχνιασμού που στις μέρες μας λειτουργεί παραλυτικά σε πολλές πρωτοβουλίες προωθητικού χαρακτήρα. Δεν αναφέρομαι στην διεκδίκηση ολοένα και καλύτερων όρων εργασίας από τους εργαζόμενους πουπρέπει να ενταθεί. Αναφέρομαι σε μία αλλοίωση της έννοιας του ερευνητή και του εκπαιδευτικού ως προσώπων που ασκούν κοινωνικό λειτούργημα όπου ένα πλέγμα αξιών θα έπρεπε να είναι εκείνο που καθοδηγεί την καθημερινή λειτουργία τους. Ο συντεχνιασμός, λοιπόν, ορισμένων που διεκδικούν την περαιτέρω εδραίωση μιαςγραφειοκρατικοποιημένης καθημερινότητας έρχεται σε αντίθεση με το κοινωνικό τους λειτούργημα. Η συχνή διαπίστωση της γραφειοκρατικοποίησης πολλών ερευνητών και εκπαιδευτικών, αρχίζει και επηρεάζει τον λόγο των συλλογικών φορέων. Εδώ πρέπει και εμείς ως αριστερά να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα που μπορεί να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.
Αυτές είναι ορισμένες από τις διαπιστώσεις σε αυτήν την πρώτη φάση του Διαλόγου. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η διαμόρφωση ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου, ενός σχεδίου που θα μπορεί με έναν πειστικό τρόπο να ολοκληρωθεί σε 6 χρόνια. Ένας τέτοιος σχεδιασμός θα απαιτήσει ικανότητες και μία πολιτική κουλτούρα συνθέσεων τόσο «εντός» μας όσο και, ως ένα βαθμό, και «εκτός» μας. Είναι ένα δύσκολο όχι, όμως, ακατόρθωτο εγχείρημα.