Εν Πειραιεί τη 10η Δεκεμβρίου 2015
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗ AΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΠΡΟΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΠΑΠΙΚΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΑΡΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ»
Με αισθήματα πικρίας, οδύνης και απογοητεύσεως παρακολούθησε ο πιστός λαός του Θεού από τα ΜΜΕ τα όσα κακόδοξα ελέχθησαν, αλλά και τα όσα απαράδεκτα και κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων επράχθησαν για μια ακόμη φορά κατά την φετινή «θρονική εορτή» του Φαναρίου στις 30 Νοεμβρίου ε.ε.
Δυστυχώς κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται σχεδόν το ίδιο σκηνικό, οι ίδιες φιέστες, οι ίδιες κακοδοξίες, με πρωταγωνιστή τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο.
Για πολλοστή ήδη φορά ο κ. Βαρθολομαίος στη προσφώνησή του προς τον επικεφαλής της παπικής αντιπροσωπίας καρδινάλιο κ. Kurt Koch, επαναλαμβάνει την ίδια οικουμενιστική ιδεολογία και γλώσσα, όπως άλλως τε συνηθίζει να το πράττει κάθε φορά, που απευθύνεται προς ετεροδόξους αιρετικούς, Παπικούς, Προτεστάντες, ή Μονοφυσίτες, προφανώς για να επιβεβαιώσει για μία ακόμη φορά στον κλήρο και στον πιστό λαό του Θεού την αμετακίνητη προσήλωση στις αιρετίζουσες θεωρίες του.
Θεωρήσαμε ότι δεν έχει πλέον κανένα νόημα να μπούμε και πάλι στον κόπο να ανατρέψουμε τις ίδιες κακοδοξίες και να ελέγξουμε τις ίδιες παραβάσεις των Ιερών Κανόνων, διότι το έχουμε πράξει πολλές φορές στο παρελθόν σε παλαιότερα άρθρα μας. Είναι υπερβέβαιο, ότι όσα άρθρα και αν γράψουμε, δεν πρόκειται να έχουν την παραμικρή απήχηση, διότι δεν υπάρχει δυστυχώς καμία διάθεση για διάλογο, όσο και αν προσπαθεί ο Παναγιώτατος να πείσει περί του αντιθέτου ότι δήθεν «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον επιθυμεί και επιδιώκει τον διάλογον μετά πάντων, ομοδόξων και ετεροδόξων χριστιανών, ομοπίστων και αλλοπίστων συνανθρώπων…».
Κατόπιν αυτών ο παρά κάτω σύντομος σχολιασμός μας δεν απευθύνεται προς Οικουμενιστάς, αμετανοήτως εμμένοντας στην αίρεση και την πλάνη των, αλλά προς τον πιστό λαό του Θεού, με σκοπό την ενημέρωσή του, τον επιστηριγμό του στην αλήθεια της Ορθοδοξίας και την προφύλαξή του από την αίρεση και από αυτούς που την εκφράζουν και την προωθούν. Στις γραμμές που ακολουθούν θα περιοριστούμε να αναφερθούμε στο θέμα της άρσεως των αναθεμάτων, διότι φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τότε που έλαβε χώρα το φρικτό αυτό γεγονός, στο οποίο άλλωστε αναφέρεται και ο κ. Βαρθολομαίος στην φετινή προσφώνησή του: «Εκ των διαλόγων τούτων, ο διάλογος της αγάπης ήρξατο δια μιας εξόχως συμβολικής Πράξεως αμφοτέρων των Εκκλησιών, της εν έτει 1965 άρσεως των εκατέρωθεν αναθεμάτων, δια των οποίων, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, αι Εκκλησίαι Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως απεσχίσθησαν αλλήλων κατά το Σχίσμα του 1054 μ.Χ., την απαρχήν ταύτην των θλιβερών γεγονότων, τα οποία επηκολούθησαν εις τας σχέσεις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως επί χίλια περίπου έτη».
Το όραμα του Πατριάρχου Αθηναγόρα και ο διακαής πόθος του για την ένωση στο κοινό Ποτήριο επιχειρήθηκε με την άρση των αναθεμάτων μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1965. Άραγε το γεγονός αυτό εσήμαινε και για τις δύο πλευρές την άρση του σχίσματος; Προφανώς ναι, διότι τούτο φαίνεται ξεκάθαρα από όσα ο Πατριάρχης Αθηναγόρας απεκάλυψε τον Αύγουστο του 1971: «το ’65 εσηκώσαμεν το σχίσμα, εις την Ρώμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ…», αλλά και από την διαβεβαίωση του Πάπα Παύλου του ΣΤ΄, ο οποίος το 1972 εδήλωσε, ότι «μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας ευρισκόμεθα σχεδόν εις τελείαν κοινωνίαν», εννοώντας προφανώς ότι η ληστρική, ή ψευδοοικουμενική Σύνοδος, Φεράρας-Φλωρεντίας, (1438/9), θα γίνει αποδεκτή από Ορθοδόξου πλευράς.
Το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο της συμφωνίας του 1965 αναφέρει, ότι ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας αίρουν την «ακοινωνησία» μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Συγκεκριμένα η σωστή μετάφραση της παραγράφου 4, εδάφιο β, της συμφωνίας, λέγει τα εξής: «αποδοκιμάζουσιν ωσαύτως και αίρουσιν από της μνήμης και εκ μέσου της Εκκλησίας τας αποφάσεις ακοινωνησίας (=les sentences d’ excommunication), ών η ανάμνησις επενεργεί μέχρι σήμερον ως κώλυμα εις την εν αγάπη προσέγγισιν, παραδίδουσι δε αυτάς τη λήθη»! Ο αείμνηστος καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης επισημαίνει ότι «οι New York Times μετέδωσαν την από κοινού αγγελίαν του Βατικανού και του Φαναρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1965 δια την άρσιν του excommunicatio (της ακοινωνησίας του Λατινικού κειμένου) εις την πρώτην σελίδα, ως το τέλος του σχίσματος του 1054 και ως την επανέναρξιν της μυστηριακής κοινωνίας, που είχε τότε δήθεν διακοπεί. Φαίνεται πλέον σαφώς, ότι το ελληνικόν κείμενον, που αναγγέλει την ‘άρσιν των αναθεμάτων’, ήτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται είχε σκοπόν να αμβλύνη ενδεχομένας αρνητικάς αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών». Από τα παρά πάνω συμπεραίνουμε ότι, τουλάχιστον για το Φανάρι, (από Ορθοδόξου πλευράς), όπως και για το Βατικανό, «ακοινωνησία», «σχίσμα», πλέον δεν υφίσταται και η ένωση των Εκκλησιών ήδη έγινε, αλλά δεν είναι ακόμη «τελεία». Αυτό θα γίνει όταν Πάπας και Πατριάρχης «κοινωνήσουν» από το «κοινό Ποτήριο», όπως ήδη κοινωνούν μετά το 1965, σε πολλές περιπτώσεις κληρικοί και λαϊκοί από τις δύο «Εκκλησίες» τους. Με αυτά τα δεδομένα οι λατινόφρονες Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και λοιποί ποιμένες, παρουσιάζουν σταδιακά την ένωση, που αποφασίσθηκε το 1965. Πιστεύουν, ότι έτσι θα αποφευχθούν ανεπιθύμητες σε βάρος τους αντιδράσεις, για την προδοσία τους αυτή από τον πιστό λαό του Θεού.
Την ψευδοένωση αυτή, που απεφασίσθη και υπεγράφη μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου με την άρση των αναθεμάτων, αποκαλύπτουν και σχολιάζουν εκκλησιαστικές προσωπικότητες και ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι, που ασχολήθηκαν και ερεύνησαν εις βάθος τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα, ή έλαβαν μέρος στους μετά ταύτα γενομένους θεολογικούς διαλόγους. Ένας εξ’ αυτών, ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί: «Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ και οι περί αυτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι εξεπόνησαν εν καλώς μελετηθέν ευρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικού Οικουμενισμού, σύμφωνον προς την Λατινικήν Εκκλησιολογίαν». Ο ομ. καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης επιβεβαιώνει την ίδια πραγματικότητα: «Εκείνοι, (οι Λατινόφρονες), εσχεδίασαν και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση, χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται σήμερα ο πιστός λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό, ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλείτουργα και αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό Ποτήριο, όταν έλθη επισήμως να αποτελεί απλώς μία επισφράγιση και επικύρωση της γενομένης ήδη ενώσεως». Ο αγωνιστής και μαχητικός ιεράρχης, αείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αυγουστίνος Καντιώτης επισημαίνει: «Η ένωσις, η ψευδοένωσις, έχει αποφασισθή. Έχει αποφασισθή εις μυστικά διαβούλια Ανατολής και Δύσεως, δια-βούλια πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής φύσεως, ων εγκέφαλος ο Πάπας!. Το σχέδιον προς πραγματοποίησιν του σκοπού εξελίσσεται κατά φύσεις και στάδια εν αγνοία του Ορθοδόξου λαού, ο οποίος έκπληκτος μίαν πρωΐαν θα ακούση, ότι η ένωσις επετεύχθη! Δεν είναι υπερβολή εάν είπωμεν, ότι ευρισκόμεθα εις το κύκλωμα φοβερών ημερών διά την Ορθόδοξον πίστιν. Συντελείται εις βάθος και έκταση προδοσία, την οποίαν δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν!».Ο μακαριστός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους αρχ. Γεώργιος Καψάνης παρατήρησε: «Πάντα τα ανωτέρω δηλούν, ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν θεωρεί πλέον τον Πάπαν και την Ρωμαιοκαθολικήν Καθολικήν Εκκλησίαν ως αιρετικούς, σχισματικούς και πλανωμένους, εφ’ όσον δέχεται την Παπικήν Εκκλησίαν ως ‘αγίαν’, τον δε επί κεφαλής αυτής ως ‘άγιον’, ‘μακαριστόν’, υπέρ ού τελεί και επιμνημόσυνον δέησιν. Σημαίνουν επίσης, ότι η ένωσις σχεδόν έχει γίνει και απομένει η μεθόδευσις της τελείας μυστηριακής κοινωνίας, προς την οποίαν βαίνομεν ολοταχώς…». Το γεγονός εξ’ άλλου, ότι ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εμνημόνευε τον Πάπα στην αγία Πρόθεση και στη Θεία Λειτουργία, επιβεβαιώνει την επιχειρηθείσα με την άρση των αναθεματων ψευδοένωση. Σε επιστολή του προς τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ τον Δεκέμβριο του 1968, έγραφε: «Εν τη κοινωνία ταύτη ιερουργούντες μετά της χορείας των περί ημάς ιερωτάτων Μητροπολιτών και υπερτίμων, μνησθησόμεθα από των διπτύχων της καρδίας ημών του τιμίου ονόματός Σου αδελφέ, Αγιώτατε της Πρεσβυτέρας Ρώμης Επίσκοπε, ενώπιον της αγίας αναφοράς αυτού τούτου του τιμίου Σώματος και αυτού τούτου του τιμίου Αίματος του Σωτήρος εν τη θεία του αγιωτάτου προκατόχου ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Και ερούμεν τη αγία ημέρα των Χριστουγέννων ενώπιον του αγίου θυσιαστηρίου και λέγομέν σοι: της Αρχιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ο Θεός, πάντοτε νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».
Περιττό βέβαια να τονιστεί, ότι η ενέργεια αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν αντικανονική και παράνομη, διότι αποτελεί μονομερή ενέργεια ενός μόνον Πατριαρχείου, χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος και ομόφωνη απόφαση όλων των Πατριαρχείων και των λοιπών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως βέβαια θα έπρεπε για ένα τόσο μεγάλης σημασίας θέμα. Στην αυθαιρεσία αυτή του Οικουμενικού Θρόνου άμεση υπήρξε η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία «με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία», καθώς εδήλωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος ο Β΄. Σε άλλη δήλωση του Αθηνών Χρυσοστόμου του Β΄, που έχει καταχωρηθεί στα «Πεπραγμένα» του, (τομ. Β΄, Αθήναι 1967, σελ.197), αναφερόμενος στον κ. Αθηναγόρα λέγει: «Ο Αθηναγόρας ο Α΄ ουδέν πρεσβεύει, εις ουδέν πιστεύει, ει μη μόνον εαυτώ δουλεύει και την απαθανάτισιν του ονόματός του επιδιώκει, έστω κατά Ηρόστρατον, διά της καταστροφής της Εκκλησίας».
Περαίνοντας τον μικρό αυτό σχολιασμό μας, εκφράζουμε και πάλι την έντονη ανησυχία μας για τα τεκταινόμενα. Το περιεχόμενο της φετινής προσφώνησης του κ. Βαρθολομαίου, εν όψει μάλιστα της προετοιμαζόμενης Πανορθόξου Συνόδου του 2016 και σε συνδυασμό με την πρόσφατη είδηση, ότι ο Πάπας Φραγκίσκος, κατά την τέλεση «Θείας Λειτουργίας» στην Ουγκάντα, «εμνημόνευσε» τον Οικουμενικό Πατριάρχη στα δίπτυχα, ωσάν να υφίσταται ήδη μυστηριακή κοινωνία μεταξύ τους, (και χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αντίδραση από πλευράς του Φαναρίου), μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι δυστυχώς δρομολογείται, μια «ένωση» ανόσια, δαιμονική και φρικτή, τύπου Φεράρας – Φλωρεντίας (1438/9), χωρίς την επιστροφή των παπικών στην Ορθοδοξία, την μοναδική και αληθινή Εκκλησία του Χριστού! Κατόπιν αυτών θερμές είναι οι προσευχές όλων μας, κλήρου και λαού ενώπιον του Θεού: «Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ’ ουρανού και ίδε» σε ποία αξιοθρήνητη και ελεεινή κατάσταση έχει φθάσει η πρωτόθρονη εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και γενικότερα. Διά τας αμαρτίας μας και διά την αμέλειά μας παρεχώρησες να επικρατήσει και να κυριαρχήσει η φοβερή αυτή παναίρεση του Οικουμενισμού, έτσι ώστε να είμαστε αναπολόγητοι ενώπιόν Σου. Κλήρος και λαός εγκαταλείψαμε την οδόν των αγίων Πατέρων μας και «επορεύθημεν εν τοις θελήμασιν των καρδιών ημών». Έπαυσαν οι άγιοι Πατέρες μας να αποτελούν για μας παραδείγματα και πρότυπα προς μίμηση στους μέχρι θανάτου αγώνες των για την διαφύλαξη της αμωμήτου ημών πίστεως. Πατούμε ανερυθριάστως επάνω στα αίματα των Αγίων και Ηρώων της Αμωμήτου Ορθοδόξου Πίστεώς μας, οι οποίοι υπέρ Αυτής, διά πυρός και σιδήρου και ύδατος ετελειώθησαν. «Αλλ’ ικετεύομε την σην ανείκαστον αγαθότητα. Φείσαι ημών Κύριε κατά το πλήθος του ελέους Σου και σώσον ημάς» από την φοβερή αυτή λύμη της παναιρέσεως και ανάδειξε στους εσχάτους αυτούς χρόνους της γενικής αποστασίας, στους οποίους ζούμε, αγίους και αξίους ιεράρχες, αληθινούς μιμητές των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας…
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών