Εν Πειραιεί τη 4η Iανουαρίου2015
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Τα δραματικά γεγονότα στον χώρο του Διαχριστιανικού Οικουμενισμού είναι καταιγιστικά και έρχονται δυστυχώς να επιβεβαιώσουν τους φόβους και τις ανησυχίες μας,
ότι όντως κινδυνεύει η γνησιότητα της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας μας. Έρχονται οι πλέον επίσημοι εκπρόσωποί του να κηρύξουν μια άλλη «Ορθοδοξία», όχι αυτή των αγίων και θεοφόρων Πατέρων, αλλά του διαχριστιανικού συγκρητισμού, η οποία θα στηρίζεται στις ποικίλες αιρετικές θεωρίες του, δηλαδή θα είναι κράμα αλήθειας και ψεύδους. Έρχονται να προσαρμόσουν και εναρμονίσουν την σώζουσα διδασκαλία της με τις πλάνες των αιρετικών, για να γίνει η πολυπόθητη «ένωση των εκκλησιών» !
Αφορμή για το παρόν σχόλιό μας πήραμε από μια εκτενή βιβλιοκριτική σε ένα, κατά τη γνώμη μας, κακόδοξο βιβλίο, του γνωστού καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Κολλέγιο του Τίμιου Σταυρού στο Γούστερ (Worcester) των Η.Π.Α, π. Παντελεήμονος Μανουσάκη, με τίτλο: «Υπέρ της των Πάντων Ενώσεως». Τη βιβλιοκριτική έκανε ο κ. Νικόλαος Ασπρούλης, Μάστερ θεολογίας, υπ. Δρ. Φιλοσοφίας ΕΑΠ, Επιστημονικός Συνεργάτης Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και περιοδικού «Θεολογία», η οποία δημοσιεύτηκε στο Ιστολόγιο «Άμεν». Με βάση την βιβλιοκριτική αυτή και παίρνοντας ως δεδομένο, ότι αυτή αποδίδει με τρόπο αξιόπιστο και γνήσιο το περιεχόμενο του βιβλίου, θα προχωρήσουμε στις γραμμές που ακολουθούν σε ορισμένα σχόλια προκειμένου να καταδειχθεί,πόσο επικίνδυνο είναι και σε ποιές πλάνες μπορεί να πέσει ένας άνθρωπος, όταν προσπαθεί να θεολογήσει έχοντας ως εφόδιο και εργαλείο την φιλοσοφία της «κενής απάτης κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν» (Κολ.2,8) και μη έχοντας την εμπειρία της θεώσεως. Μια εμπειρία η οποία αποκτάται δια της ασκητικής θεραπευτικής αγωγής της Εκκλησίας, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην κάθαρση από τα πάθη, στον φωτισμό και στην θέωση.
Όπως αναφέρει ο κ. Ν. Ασπρούλης στη βιβλιοκρισία του, ο συγγραφέας στο πρώτο μέρος του βιβλίου του καταπιάνεται με τέσσερα θεολογικά ζητήματα, τα εξής: «το ζήτημα της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου, η εκπόρευση του αγίου Πνεύματος, το πρωτείο του Πέτρου και το Διάταγμα της Β’ Βατικανής Συνόδου Unitatis Redintegratio», που και τα τέσσερα αποτελούν αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού, ξένες προς την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση. Το δεύτερο μέρος «αποτελείται από δυο μελέτες όπου εξετάζονται οι διαφορές στο θεολογικό ύφος μεταξύ των δυο παραδόσεων, σε σχέση με τον κτιστό και άκτιστο χαρακτήρα του θείου φωτός, τη σχέση μεταξύ θελήσεως και χάριτος, με επίκεντρο τη σκέψη του ιερού Αυγουστίνου και του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή και Γρηγορίου Παλαμά». Στη συνέχεια δίνει το «στίγμα» των προθέσεων του συγγραφέα: «ο Μανουσάκης ξεκαθαρίζει εξ αρχής τη θέση του, η οποία δεν είναι η υπεράσπιση ορισμένης ομολογιακής ταυτότητας, αλλά η διακονία της ενότητας. Στην προοπτική αυτή ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι υιοθετεί ένα είδος «οικουμενικής θεολογίας», (υιοθετώντας το σχετικό ορισμό του κορυφαίου λειτουργιολόγου R. Taft), η οποία δίνει έμφαση και προτεραιότητα σε ό, τι ενώνει και όχι σε αυτά που χωρίζουν»! Είναι ξεκάθαρος ο προσανατολισμός του: Παρ’ ότι ορθόδοξος κληρικός, ο οποίος οφείλει, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του κατά τη χειροτονία του, να διαφυλάττει ακαινοτόμητη την Παρακαταθήκη, την Ορθόδοξη πίστη, προτιμά να μην είναι «υπερασπιστής ορισμένης ομολογιακής ταυτότητας, αλλά της διακονίας της ενότητας». Να υιοθετεί μια «οικουμενική θεολογία», η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κακόδοξη «θεολογία», και να προβάλλει όσα είναι κοινά σε όλες τις «εκκλησίες»! Από κήρυκας της σώζουσας Ορθοδόξου πίστεως, να γίνει κήρυκας του συγκερασμού μεταξύ αλήθειας και πλάνης, «μεταξύ Χριστού και Βελίαλ» (Β΄ Κορ.6,15)!
Κατ’ αρχήν τα θέματα της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου, της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, και του πρωτείου του Πέτρου αποτελούν αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού τις οποίες έχει ανατρέψει και καταδικάσει η Εκκλησία μας διά των αγίων Πατέρων μας οι οποίοι με τους θεοφώτιστους λόγους τους έχουν δώσει αυθεντικές απαντήσεις ώστε τα θέματα αυτά να είναι λελυμένα άπαξ διά παντός. Πιο συγκεκριμένα το δόγμα περί της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου έχει καταδικασθεί από την εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο του 1895. Το δόγμα της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, από την επί μεγάλου Φωτίου Σύνοδο του 879/80, (Η΄ Οικουμενική). Το δόγμα του παπικού πρωτείου από την όλη λειτουργία του Συνοδικού πολιτεύματοςτης Εκκλησίας καθ’ όλη την περίοδο της πρώτης χιλιετίας, το οποίο (Συνοδικό πολίτευμα), αναγνωρίσθηκε στην εν λόγω περίοδο, και από αυτούς ακόμη τους Δυτικούς, (έστω και παρά την θέλησή τους), ως η ανωτάτη εν τη Εκκλησία εκκλησιαστική αυθεντία. Επίσης από ειδικούς Κανόνες των επτά Οικουμενικών Συνόδων, που αναφέρονται στον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας, και τέλος από τις εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους των ετών 869-870 και 879-880 εκ των οποίων η δευτέρα, συγκληθείσα επί μεγάλου Φωτίου θεωρείται ως η Η΄ Οικουμενική.
Ωστόσο ο κ. Μανουσάκης δεν φαίνεται να είναι ικανοποιημένος και «αναπαυμένος» με τις θεοφώτιστες αυτές απαντήσεις και επιθυμεί, υπερβαίνοντας τους αγίους Πατέρες, και βασιζόμενος στις φιλοσοφικές του γνώσεις να δώσει και αυτός τις δικές του απαντήσεις. Μη έχοντας δε τον θείο φωτισμό των αγίων Πατέρων, επιχειρεί να εισχωρήσει στα μυστήρια της θεολογίας, με αποτέλεσμα τελικά να πέφτει σε πλάνες και αιρέσεις, που μας θυμίζουν τις πλάνες του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος και αυτός επιχειρούσε να θεολογήσει με ανάλογο τρόπο, δηλαδή με εφόδιο τα φιλοσοφικά αξιώματα του Αριστοτέλους και την επιστημονική γνώση της εποχής του. Πιο συγκεκριμένα προσπαθεί, τηρώντας ίσες αποστάσεις ανάμεσα στην αλήθεια της Ορθοδοξίας και στην πλάνη της αιρέσεως του Παπισμού, (ως δήθεν αντικειμενικός και αμερόληπτος κριτής και των δύο), να συγκεράσει, ή καλύτερα να «ορθοδοξοποιήσει» τις παπικές πλάνες με απίστευτους πραγματικά θεολογικούς ακροβατισμούς.
Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να ανατρέψουμε και πάλι τις παραπάνω αιρέσεις του Παπισμού, διότι το έχουμε ήδη πράξει σε παλιότερες δημοσιεύσεις μας. Για όσους επιθυμούν περισσότερα γύρω από τις παρά πάνω αιρετικές διδασκαλίες, παραπέμπουμε τους αναγνώστες στα περισπούδαστα συγγράμματα του αειμνήστου αρχ. κυρού Σπυρίδωνος Μπιλάλη με τίτλο «Ορθοδοξία και Παπισμός» (Τομ. Β΄), ως και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. κ. Σεραφείμ με τίτλο «Αι αιρέσεις του Παπισμού». Έχουμε επίσης αναφερθεί και στο περιβόητο διάταγμα περί Οικουμενισμού(Unitatis Redintegratio) της Β’ Βατικανής Συνόδουμε το οποίο η εν λόγω αιρετική Σύνοδος υιοθετεί και νομοθετεί μια καινοφανή, οικουμενιστικών προδιαγραφών, δογματική διδασκαλία περί Εκκλησίας, πέρα για πέρα ξένη προς την δογματική περί Εκκλησίας διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του ο συγγραφέας προσπαθεί με τον ίδιο τρόπο να «ορθοδοξοποιήσει» τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού, περί «κτιστού Θείου Φωτός» και περί «κτιστής Χάριτος»! Πιο συγκεκριμένα προσπαθεί να επιτύχει μια «συνθετική θεώρηση της αυγουστίνειας και παλαμικής προσέγγισης της φύσεως και του χαρακτήρα του θείου φωτός, με άλλα λόγια της φύσης και του χαρακτήρα των θεοφανειών της Παλαιάς Διαθήκης». Μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του ιερού Αυγουστίνου βλέπει μια φαινομενική αντίθεση, την οποία προσπαθεί να υπερβεί έχοντας «ως οδηγό ένα σημαντικό ρωμαιοκαθολικό θεολόγο τον Hansursvon Balthasar». Αντί δηλαδή να καταφύγει στην κρυστάλλινη περί θεώσεως και περί της φύσεως του θείου φωτός διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ενός αποδεδειγμένα κορυφαίου Πατρός της Εκκλησίας μας, ο οποίος αξιώθηκε να φθάσει σε υψηλότατα μέτρα αρετής και θεώσεως και είχε αξιωθεί της εμπειρίας του ακτίστου φωτός, αυτός καταφεύγει σ’ έναν αιρετικό ρωμαιοκαθολικό θεολόγο. Το αποτέλεσμα είναι ότι φθάνεισε ένααυθαίρετο «θεολογικό» συμπέρασμα, ότι δήθεν «οι δυο παραδόσεις συμφωνούν» επειδή, αυτός που κρύβεται πίσω από τις «Θεοφάνειες» είναι ο Θεός, ανεξάρτητα αν φανερώνεται με κτιστά ή άκτιστα μέσα! Έτσι, κατ’ ουσίαν, απορρίπτει την Θεολογία των Ησυχαστών Πατέρων και τις αποφάσεις των Αγίων Συνόδων 1341, 1347, 1351, εκ των οποίων η τελευταία θεωρείται, στη συνείδηση της Εκκλησίας μας, ως η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος!
Δεν είναι του παρόντος και μέσα στα πλαίσια ενός άρθρου να αναπτύξουμε και να παραθέσουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας και ιδιαιτέρως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, σχετικά με το μεγάλο αυτό θέμα, για το οποίο έχουν γραφεί τόμοι ολόκληροι. Περιοριζόμαστε απλώς να παραθέσουμε, (και με αυτή την παράθεση κλείνουμε), ένα απόσπασμα από την πραγματεία του εν λόγω θεοφόρου Πατέρα, με τίτλο «Ότι Βαρλαάμ και Ακίνδυνος εισίν οι διχοτομούντες», στο οποίο γίνεται λόγος για το άκτιστον, τόσον της φύσεως όσον και των ενεργειών του Θεού, αλλά και η θεοπρεπής διάκρισις μεταξύ αυτών: «Αλλά τις αν απαριθμήσαι το πάσας τας των αγίων φωνάς, δι’ ων και τη του Θεού ουσία και ταις του Θεού δυνάμεσι και ενεργείαις το άκτιστον προσμαρτυρείται και το διαφέρειν προς αλλήλας δείκνυται, και μίαν είναι ταύτα πάντα, θεότητα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος παρίσταται, συνιόντα εις εν ως άκτιστα, μάλλον δε συνειλημμένως τε και ενιαίως εξ’ αϊδίου όντα και περί εκάστην επίσης των αγίων υποστάσεων, ως ο μέγας Αθανάσιος εδίδαξε, θεωρούμενά τε και θεολογούμενα και μίαν και ίσην και την αυτήν και τελείαν την του Θεού θεότητα δεικνύναι;» (ΕΠΕ, 3,462). Μεταφράζουμε: «Αλλά ποιος θα μπορούσε να απαριθμήσει όλα τα χωρία των αγίων, τα οποία μαρτυρούν, ότι το άκτιστο αναφέρεται τόσο στην ουσία του Θεού, όσο και στις δυνάμεις και ενέργειες του Θεού, και φαίνεται η διαφορά μεταξύ τους και γίνεται φανερό, ότι όλα αυτά είναι μία θεότης του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, συνερχόμενα εις ένα, ως άκτιστο, μάλλον δε συνημμένα και ενωμένα αϊδίως και εξ’ ίσου με κάθε μια από τις άγιες υποστάσεις, όπως εδίδαξε ο μέγας Αθανάσιος, θεωρούμενα και θεολογούμενα και που δείχνουν μία και ίση και τέλεια την θεότητα του Θεού;».
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών