Εν Πειραιεί τη 15η Φεβρουαρίου 2106
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΑΡΘΡΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
Η μέλλουσα να συνέλθει «Αγία και Μεγάλη Συνόδος», η οποία ως γνωστόν θα πραγματοποιηθεί, «εκτός απροόπτου», τον ερχόμενο Ιούνιο στην Κρήτη την ημέρα της Πεντηκοστής, βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στο επίκεντρο της εκκλησιαστική ς επικαιρότητος και αποτελεί το αντικείμενο του ενδιαφέροντος όλων.
Σχόλια, κρίσεις, αναλύσεις, απόψεις, (πολλές φορές εκ διαμέτρου αντίθετες), γράφονται και ξαναγράφονται γύρω από την θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα που θα τεθούν προς συζήτηση, τον κανονισμό οργανώσεως και λειτουργίας της εν λόγω Συνόδου, τον τρόπο επιλογής των αρχιερέων-μελών της Συνόδου, κ.λ.π., από διάφορα πρόσωπα, κληρικούς όλων των βαθμίδων, μοναχούς, θεολόγους, ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, ακόμη και απλοϊκούς ανθρώπους, που αγωνιούν και ενδιαφέρονται για τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Πιστεύουμε, ότι εκείνο που έχει σημασία εν προκειμένω δεν είναι, το τι γράφει ο α, η ο β κληρικός η μοναχός, αλλά το τι είπαν και τι έγραψαν, πως είδαν και πως αξιολόγησαν την εν λόγω Σύνοδο άγιοι και θεοφόροι άνδρες της εποχής μας, που είχαν θείο φωτισμό και ομίλησαν εν Πνεύματι αγίω. Η κρίση η δική τους είναι εκείνη που μετράει και έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την εκκλησία, και αυτήν θα πρέπει να ακολουθούμε και να ενστερνιζόμεθα όλοι, πατριάρχες, αρχιερείς, θεολόγοι, μοναχοί, ακόμη και ασκητές και ο πιστός λαός του Θεού, αν θέλουμε βέβαια να βαδίσουμε «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι» και όχι επόμενοι οπίσω των ιδικών μας επισφαλών κρίσεων και απόψεων.
Πρόσφατα, (3.2.2016), κυκλοφορήθηκε στο διαδίκτυο άρθρο ενός λογιωτάτου ασκητού αγιορείτου, του Αρχιμανδρίτου και Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, π. Βασίλειου Γοντικάκη, με θέμα: «Εξ’ αφορμής της Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Μελετήσαμε με προσοχή το εμπνευσμένο κείμενο του π. Βασιλείου και διαπιστώσαμε ότι εκφράζει με ακρίβεια την ορθόδοξη θεολογία. Όλα όσα γράφει περί υπακοής στο θείο θέλημα, περί απαρνήσεως του ιδικού μας θελήματος, περί του τι είναι η Ορθοδοξία, η Θεολογία και η Θεία Λειτουργία, στην οποία βιώνεται από τώρα το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, περί του ότι πρέπει να «αφήσωμε να φανή η αέναος Σύνοδος των επουρανίων και των επιγείων, που λειτουργικά ζούμε ως θεολογική μυσταγωγία», όλα αυτά είναι πέρα για πέρα σύμφωνα με την ορθόδοξη Θεολογία μας. Επίσης τα περί των παραδόξων αντινομιών, που βιώνουν οι άγιοι, δηλαδή της πορείας «που φαίνεται στάση», του λόγου «που συμπτύσσεται στη σιωπή», της αγνοίας που είναι υπερτέρα πάσης γνώσεως, της παρουσίας του αναστημένου Χριστού εν τη απουσία του, της αποκαλύψεως των πάντων εν τη αποκαλύψει του Ενός, της κοσμικής αποτυχίας που οδηγεί στην εν Χριστώ επιτυχία και όσα άλλα παρόμοια αναφέρει, μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους και δεν έχουμε καμία αντίρρηση επ’ αυτών. Όλα τα παρά πάνω αποτελούν βιώματα, που τα έζησαν ως πραγματικότητες ήδη από την παρούσα ζωή οι άγιοι πατέρες της Εκκλησίας μας, διότι αυτοί ανέβηκαν με την Χάρη του Θεού σε ύψιστες πνευματικές καταστάσεις.
Ωστόσο οι άγιοι Πατέρες, ενώ είχαν φθάσει στη θέωση και ενώ είχαν την εμπειρία του ακτίστου φωτός, ήταν ταυτόχρονα και πολύ προσγειωμένοι στην πραγματικότητα της εποχής των. Δεν αγνοούσαν τις αιρέσεις, που μάστιζαν την Εκκλησία και πονούσαν γι’ αυτό, διότι έβλεπαν να χάνονται ψυχές εξ’ αιτίας της διαβρωτικής δράσεως αυτών μεταξύ των πιστών, περί ων «Χριστός απέθανεν» (Α Κορ.8,11). Άκουγαν μέσα τους την φωνή του Θεού, που τους έλεγε: «ει αγαπάς με… ποίμενε τα πρόβατά μου» (Ιω.21,16), που χειμάζονται και κινδυνεύουν να χαθούν στην απώλεια της αιρέσεως. Άφησε τώρα την ησυχία της ασκήσεως και κατέβα στον αγώνα να βοηθήσεις και να στηρίξεις τον λαό μου. Άφησε τις θαβώρειες αναβάσεις και τα υψηλά θεολογικά πετάγματα και πήγαινε να πρωτοστατήσεις με λόγους και ομιλίες, με συγγράματα και νουθεσίες, με την συγκρότηση Συνόδων, Τοπικών και Οικουμενικών, στην καταπολέμηση και εκρίζωση της αιρέσεως. Και οι άγιοι έκαναν υπακοή στο θείο θέλημα και κατέβαιναν στον αγώνα και υπέμεναν θλίψεις και διωγμούς και μερικές φορές θυσίαζαν και την ίδια την ζωή τους για την αλήθεια της Ορθοδοξίας, καθώς μαρτυρει η εκκλησιαστική ιστορία και τα συναξάριά των. Σε προηγούμενο άρθρο μας με τίτλο: «Η ομολογιακή διάσταση του Ορθοδόξου Μοναχισμού και η σύγχρονη πραγματικότητα», (25.1.2016), κάναμε ήδη λόγο και αναφερθήκαμε πολύ συνοπτικά στους αντιαιρετικούς αγώνες των αγίων Πατέρων.
Σήμερα η Εκκλησία μας χειμάζεται και πολεμείται από μια αίρεση πολύ χειρότερη από εκείνες που αντιμετώπισε μέχρι τώρα στο παρελθόν, την παναίρεση του Οικουμενισμού. Οι σύγχρονοι άγιοι της εποχής μας, όπως ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο άγιος Παΐσιος, ο άγιος Φιλόθεος ο Ζερβάκος και πολλές άλλες οσιακές μορφές και καταξιωμένες προσωπικότητες, όπως ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο π. Γεώργιος Καψάνης, ο π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ο π. Μάρκος ο Μανώλης, ο αείμνηστος καθηγητής Κωνσταντίνος Μουρατίδης κ.α. έπραξαν το καθήκον τους και καταπολέμησαν την αίρεση με όλες τους τις δυνάμεις, «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι» και μιμούμενοι το παράδειγμά τους. Δεν θα έπρεπε λοιπόν και ο π. Βασίλειος να μιμηθεί όλους αυτούς τους αγίους, τους παλαιοτέρους και τους νεωτέρους και βαδίζοντας πάνω στα χνάρια τους να κατέβει και αυτός στον αγώνα; Δεν θα έπρεπε να μιμηθεί κατά δύναμιν τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η τουλάχιστον τον άγιο γέροντά του, τον άγιο Παΐσιο, του οποίου υπήρξε υποτακτικός για ένα διάστημα; Άραγε τι έχει να μας πει γι’ αυτή την φοβερή αίρεση, πέρα από τις υψηλές του θεολογίες, αποφατικές, η καταφατικές; Γιατί σιωπά σαν να μην υφίσταται η αίρεση; Δεν αφουγκράζεται την αγωνία του πιστού λαού του Θεού; Δεν βλέπει ότι χάνονται ψυχές, παρασυρόμενες από αυτήν; Τι έχει να μας πει για τα προσυνοδικά κείμενα, που πρόκειται να εγκριθούν και να θεσμοθετηθούν από την μέλλουσα να συνέλθει «Αγία και μεγάλη Σύνοδο»; Τι έχει να μας πει για το απαράδεκτο από Ορθοδόξου απόψεως κείμενο με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», το οποίο ουσιαστικά είναι μια επανάληψη του κειμένου του Balamand; Γιατί δεν διαμαρτυρεται και γιατί δεν καυτηριάζει τις παραβάσεις των Ιερών Κανόνων, που απαγορεύουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, και τις κατά καιρούς απαράδεκτες και αντορθόδοξες δηλώσεις και ενέργειες του Παν. Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και άλλων Πατριαρχών;
Γράφει στο κείμενό του: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τη συνείδηση της μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».Πράγματι, μία είναι η Εκκλησία του Χριστού και Αυτή δεν είναι άλλη από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας. Η μεγάλη αυτή αλήθεια όμως νοθεύεται και παραποιείται στο προσυνοδικό κείμενο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για συζήτηση στη Μεγάλη Σύνοδο. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης: «το κείμενο αυτό εμφανίζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια η και αντίφαση», διότι «αν η Εκκλησία είναι ‘ΜΙΑ’, κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οι ετερόδοξες όμως ‘Εκκλησίες’ δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως ‘Εκκλησίες’ από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα ‘Εκκλησιών’, με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι ‘Εκκλησίες’ αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της ‘Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας’». Παρά κάτω επισημαίνει και άλλη ασυνέπεια: «Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: ‘Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή’. Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως ‘αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα’. Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των Δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας». Τι έχει να πει ο π. Βασίλειος στις παρά πάνω επισημάνσεις του κ. Τσελλεγγίδη; Είναι ορθές, η λανθασμένες; Δεν ανησυχεί από το γεγονός, ότι οι παρά πάνω θέσεις, που ουσιαστικά είναι αιρετικές θεωρίες, κινδυνεύουν να θεσμοθετηθούν επίσημα από την μέλλουσα Σύνοδο και να αποτελέσουν μια νέα αιρετική εκκλησιολογική διδασκαλία;
Παρά κάτω γράφει: «Το θέμα δεν είναι πως να δώσωμε λύσεις σε προβλήματα [“Καθώς ο κόσμος δίδωσι” (Ιω. 14, 27)], αλλά να αφήσωμε να φανή πως λύνει τα προβλήματα ο εν ημίν ζων Κύριος. Όταν αυτό συμβή, τότε βασιλεύει σε όλους η γαλήνη». Κατ’ αρχήν στην μέλλουσα Σύνοδο δεν θα συζητηθούν μόνο προβλήματα, όπως λόγου χάριν το πρόβλημα της διασποράς. Θα συζητηθούν και θέματα δογματικής φύσεως, (όπως η περί εκκλησίας δογματική διδασκαλία), τα οποία, αν τουλάχιστον κρίνουμε από τα προσυνοδικά κείμενα, πρόκειται να θεσμοθετηθούν ως επίσημη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Δεν είναι λοιπόν τόσο απλά τα πράγματα, όπως θέλει να τα βλέπει ο π. Βασίλειος. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με απλά προβλήματα, αλλά με κακόδοξες αιρετικές διδασκαλίες.
Γράφει επίσης: «Να αφήσωμε να φανή πως λύνει τα προβλήματα ο εν ημίν ζων Κύριος». Σύμφωνοι. Τα «προβλήματα» όμως δεν τα λύνει ο Κύριος με ένα αυτόματο και μαγικό τρόπο, αλλά δια μέσου των οργάνων του, δια μέσου των αγίων του, που έχουν θείο φωτισμό και Πνεύμα άγιο μέσα τους. Και στην προκειμένη περίπτωση της μελλούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τα «προβλήματα», δογματικά και μη, φιλοδοξούν να τα λύσουν, τα μέλη που θα συγκροτήσουν την εν λόγω Σύνοδο. Και όλοι γνωρίζουν σήμερα, ότι η μεγάλη πλειοψηφία, όσων θα συμμετάσχουν στη Σύνοδο, έχουν οικουμενιστικά και όχι ορθόδοξα φρονήματα. Διότι αν συνέβαινε το αντίθετο, τότε και τα προσυνοδικά κείμενα θα ήταν γνήσια ορθόδοξα και δεν θα περιείχαν κακοδοξίες. Τώρα όμως δεν είναι. Τι νομίζει ο π. Βασίλειος; Ότι κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου θα πνεύσει ως δια μαγείας το Πνεύμα το άγιο και οι νυν αιρετικά και οικουμενιστικά φρονούντες αρχιερείς, θα γίνουν ξαφνικά ορθόδοξοι και θα αρχίσουν «να φθέγγονται ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι»; Το άγιο Πνεύμα δεν ομιλεί δια των αιρετικών, αλλά δια των αγίων. Αν γνωρίζει κάποιο παράδειγμα αιρετικού, που ομίλησε εν Πνεύματι αγίω, ας μας το πει ο π. Βασίλειος. Δεν συγκλονίζεται και δεν αγωνιά μπροστά στο ενδεχόμενο η μέλλουσα αυτή Σύνοδος να αποδειχθεί μια ακόμη ψευδοσύνοδος, χειρότερη εκείνης της Φερράρας Φλωρεντίας, οπότε θα έχουμε νεά σχίσματα και διαιρέσεις;
Σε άλλο σημείο γράφει: «Αυτοί που λένε: κάποτε υπήρχαν μεγάλοι Πατέρες και θεολόγοι, σήμερα όχι, μιλούν ως αλειτούργητοι. Οι όντως αληθινοί εν Πνεύματι αν μία φορά υπάρξουν, δεν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στο συλλείτουργο της αειζωΐας. Είναι πάντοτε παρόντες. Όσο απομακρύνονται χρονικά, τόσο μας πλησιάζουν εναργέστερα». Καμιά αντίρρηση. Η Εκκλησία όμως δεν έπαυσε ποτέ να αναδεικνύει αγίους και θεοφόρους πατέρες μέχρι των ημερών μας. Οι σύγχρονοι αυτοί άγιοι, για τους οποίους ομιλήσαμε παρά πάνω, επεσήμαναν την αίρεση και την κατεπολέμησαν. Δεν φαίνεται όμως να τους λαμβάνουν υπ’ όψιν τους οι σημερινοί οικουμενιστές, οι μέλλοντες να συγκροτήσουν την Σύνοδο και αυτό αποδεικνύεται από τα προσυνοδικά κείμενα, τα οποία ετοιμάζονται να ψηφίσουν. Όσο για τους παλαιότερους (Μέγα Φώτιο, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, άγιο Μάρκο Ευγενικό, κ.α.), αυτοί χαρακτηρίστηκαν από τον παν. Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο ως «θύματα του αρχεκάκου όφεως και τώρα βρίσκονται εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού». Αγνοεί άραγε ο π. Βασίλειος ότι οι πρωτεργάτες της Αγίας Συνόδου, (Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης κ.α.), έχουν εκφράσει αντορθόδοξες, έως κακόδοξες διδασκαλίες, όπως λ.χ. η θεωρία της «βαπτισματικής θεολογίας», η θεωρία «των δύο πνευμόνων», «το πρωτείο του Θεού Πατέρα», κ.α.; Δεν θα έπρεπε λοιπόν να αναφερθεί σε αυτά τα σύγχρονα εκφυλιστικά θεολογικά φαινόμενα;
Ομιλεί επίσης ο π. Βασίλειος για την χριστιανική αγάπη, η οποία πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ μας. Αυτό είναι σωστό, αλλά δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση την υποχώρηση σε θέματα της σώζουσα αλήθειας της Εκκλησίας μας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, τους οποίους φαίνεται να ευλαβείται, ουδέποτε θυσίασαν την αλήθεια της Εκκλησίας στο βωμό μιας οποιασδήποτε αγάπης. Αλλά αγαπούσαν εν αληθεία και ορθοτομούσαν την αλήθεια εν αγάπη. Αν αυτή η αρχή διαταραχτεί, τότε το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όταν αγωνίζονταν για την περιφρούρηση της αλήθειας και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας φλέγονταν από αγάπη για τη σωτηρία των πιστών, αλλά και των αιρετικών. Ο,τι έκαναν το έκαναν από αγάπη! Ωστόσο πάγια αρχή των οικουμενιστών είναι να προτάσσουν την αγάπη, (όπως την εννοούν αυτοί), σε σχέση με την αλήθεια. Επ’ αυτού δεν θα έπρεπε κάτι να γράψει ο π. Βασίλειος;
Σε άλλο σημείο γράφει: «Το εάν θα ονομαστεί μια σύνοδος οικουμενική η όχι και το ποιά θέση θα πάρει στη ζωή της Εκκλησίας, δεν είναι θέμα ανθρωπίνης αποφάσεως, αλλά έργο της ζώσης εν Πνεύματι Εκκλησιαστικής συνειδήσεως, που κρίνει και κατατάσσει απλανώς κάθε Σύνοδο και κάθε Θεολόγο στη θέση που του ανήκει (παράδειγμα μέγα οι σύνοδοι του δεκάτου τετάρτου αιώνα με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά)». Σύμφωνοι. Ο τελικός κριτής της γνησιότητος, η μη, μιας Συνόδου είναι η «ζώσα εν Πνεύματι εκκλησιαστική συνειδήση, που κρίνει και κατατάσσει απλανώς κάθε Σύνοδο». Ωστόσο στο παρά πάνω αναφερθέν προσυνοδικό κείμενο, τίποτα δεν λέγεται γι’ αυτήν την «ζώσα εν Πνεύματι Εκκλησιαστική συνειδήση» του ορθοδόξου πληρώματος, (κλήρου και λαού).Αντίθετα μάλιστα,όπως πολύ ωραία επισημαίνει ο καθηγητής κ. Τσελεγγίδης: «δίδεται η εντύπωση, ότι η Μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεών της, επειδή θεωρεί, ότι ‘η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί των θεμάτων της πίστεως’. Στο άρθρο αυτό παραγνωρίζεται το ιστορικό γεγονός, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επικύρωσε η θεώρησε ληστρικές ακόμη και Οικουμενικές Συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, το Χριστό δηλαδή, οπότε ως συν-οδικοί είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι». Μήπως αγνοεί ο π. Βασίλειος τις προειδοποιήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου για «κυρώσεις» σε όσους δεν δεχτούν τις όποιες αποφάσεις της «Αγίας Συνόδου»;
Στη συνέχεια τονίζει: «Υπάρχουν άλλοι που, ενώ παριστάνουν τους θεολόγους η τους θαυματουργούς, είναι ταραγμένοι και σκοτισμένοι. Αυτή τη σκότιση της ταραχής δεν μπορούν να την συγκρατήσουν, αλλά την διαχέουν ως ατμόσφαιρα συγχύσεως, με μορφή θεολογίας που σου σφίγγει την καρδιά και σου δημιουργεί δυσφορία». Δεν κάνει τον κόπο να γίνει πιο συγκεκριμένος, δηλαδή ποιούς θεολόγους κατατάσσει σε αυτή την κατηγορία. Εκείνους που ακολουθούν τους θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας, η εκείνους που κηρύσσουν την «μεταπατερική θεολογία»; Αν θεωρεί τους πρώτους, ας γνωρίζει, ότι αυτοί με όσα γράφουν, δεν έχουν καμιά διάθεση να παραστήσουν, ούτε τους θεολόγους, ούτε τους θαυματουργούς. Προσπαθούν μόνο να φυλάξουν το θέλημα του Θεού, σύμφωνα με τον θεοφώτιστο λόγο του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου: «Είναι εντολή Κυρίου να μην σιωπούμε, όταν η πίστη κινδυνεύει από αιρέσεις. Διότι λέγει ‘να ομιλείς και να μην σιωπάς’ και ‘εάν υποστέλληται (υποχωρήσει), ουκ ευδοκεί, (δεν ευαρεστείται) σ’ αυτόν η ψυχή μου’ (Εβρ.10,38), και ‘εάν ούτοι σιωπήσωσι οι λίθοι κεκράξονται’, (Λουκ.19,40). Ώστε όταν ο λόγος είναι περί πίστεως, δεν μπορούμε να πούμε: Εγώ ποιος είμαι; Ιερεύς; Ουδέποτε. Άρχων; Ούτε και αυτό.Στρατιώτης; Από που; Γεωργός; Αλλά ούτε και αυτό. Πτωχός προμηθευόμενος μόνο την εφήμερη τροφή. Δεν μου πέφτει λόγος ούτε φροντίδα για το προκείμενο ζήτημα. Αλίμονο οι λίθοι θα κραυγάσουν και εσύ θα μείνης σιωπηλός και αμέριμνος;… Ώστε και αυτός ο πτωχός είναι εστερημένος από κάθε απολογία την ήμερα της κρίσεως επειδή τώρα δεν ομιλεί και άξιος κατακρίσεως και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο» (PG 99,1321A-C). Μήπως και ο άγιος Θεόδωρος ήταν ταραγμένος και σκοτισμένος όταν έγραφε τις γραμμές αυτές; Πάντως ο παρα πάνω λόγος του αγίου, εμάς τουλάχιστον, δεν μας «σφίγγει την καρδιά» ούτε μας «δημιουργεί δυσφορία». Αντίθετα το άρθρο του π. Βασιλείου, δεν το κρύβουμε, ήταν εκείνο, που πραγματικά μας έσφιξε την καρδιά.
Τέλος σε άλλο σημείο γράφει: «Δεν υπάρχει αντιπαράθεση που δημιουργεί νικητές και νικημένους· αυτά είναι πάθη του παρόντος αιώνος. Εδώ υπάρχει η αγάπη του Ενός που σώζει όλους». Σε λάθος βάση τοποθετεί το θέμα ο π. Βασίλειος. Εδώ δεν τίθεται θέμα νικητών και ητημένων, αλλά θέμα νίκης της αλήθειας –Χριστός, απέναντι στην αίρεση –ψεύδος. Εμείς δεν φιλοδοξούμε να νικήσουμε κανέναν, αλλά επιθυμούμε να νικήσει η αλήθεια –Χριστός, ο οποίος «εξήλθε νικών και ίνα νικήσει» (Αποκ.6,2). Είναι δε βέβαιο ότι η τελική νίκη ανήκει στην Ορθοδοξία μας σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο της Γραφής: «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (Α Ιω.5,4).
Περαίνοντας τον σχολιασμό μας, παρακαλούμε θερμά τον π. Βασίλειο, με όλο τον σεβασμό και την αγάπη προς το πρόσωπό του, να μιμηθεί τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, παλαιοτέρους και νεωτέρους και βαδίζοντας πάνω στα χνάρια τους, να πράξει το αυτονόητο καθήκον του. Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσει την στάση του απέναντι στην παναίρεση του Οικουμενισμού και να αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις στην καταπολέμισή της, μιμούμενος τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η τουλάχιστον τον άγιο Γέροντά του. Στη συνέχεια να καθήσει και να μελετήσει όλα τα προσυνοδικά κείμενα, που πρόκειται να τεθούν προς συζήτηση στην μέλλουσα να συνέλθη Σύνοδο και να τοποθετηθεί υπεύθυνα επ’ αυτών με βάση τη δογματική διδασκαλία της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και την Πατερική και Συνοδική Παράδοση της Εκκλησίας μας. Να αφήσει τα θεολογικά πετάγματα και τις υψηλές του θαβώρειες αναβάσεις και να προσγειωθεί στην τραγική πραγματικότητα που βιώνει σήμερα η Εκκλησία μας. Και αν δεν έχει τις δυνάμεις να μπει σε διωγμούς και θυσίες χάριν της πίστεως, τότε ας καθήσει στο κελί του και τουλάχιστον ας προσεύχεται για όλους εμάς, που με την Χάρη του Θεού, και παρά τις όποιες αδυναμίες μας, αγωνιζόμαστε κατά δύναμιν να πράξουμε το καθήκον μας. Ζητούμε συγνώμη, αν τον λυπήσαμε, με όσα γράψαμε. Πάντως η αγάπη και ο σεβασμός μας προς το πρόσωπό του παραμένει απαραμείωτος.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών