Σπουδαία παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές αφήνει μια εκπαιδευτικός με μεράκι και πάθος για την επιστήμη της. Κατάφερε να συγκεντρώσει, ψάχνοντας κυρίως σε παλαιοπωλεία, σχεδόν όλα τα σχολικά εγχειρίδια Λογοτεχνίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από το 1884 έως το 1977!

Είναι κρίμα αυτό το κομμάτι να πάει χαμένο γιατί κανείς από την πλευρά της πολιτείας δεν σκέφτηκε να κρατήσει αρχείο, λέει η Χρυσάνθη Κουμπάρου-Χανιώτη. Μια σπουδαία ιστορική «προίκα» για τις επόμενες γενιές άφησε με το αρχείο των 129 βιβλίων η Χρυσάνθη Κουμπάρου-Χανιώτη

Τα βιβλία αυτά είχαν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου, αφού καμία δημόσια Αρχή δεν θεώρησε απαραίτητο να διατηρήσει κάποια αντίτυπα. Ετσι η κ. Χρυσάνθη Κουμπάρου-Χανιώτη, σχολική σύμβουλος στο επάγγελμα, αφού έλιωσε τις σόλες των… παπουτσιών της, κατάφερε και συγκέντρωσε 129 Νεοελληνικά Αναγνώσματα, 480 συγγραφέων, τα οποία σήμερα συγκροτούν ένα πολύτιμο αρχείο για τους μελετητές αλλά και για τους ανθρώπους που θα ήθελαν να χαρούν την Ιστορία της εκπαίδευσης μέσα από αυτά τα σπάνια εγχειρίδια.

Βέβαια, ο αγώνας της κ. Κουμπάρου δεν σταμάτησε στη συλλογή των βιβλίων αλλά και στη διάσωση τους, αφού πολλά ήταν έτοιμα να διαλυθούν ή να καταστραφούν από το «ψαράκι» (σ.σ.: το σαράκι των βιβλίων).

Εκεί επενέβη μια άλλη γυναίκα με μεράκι. H κυρία Αγγελική – Αικατερίνη Κουρτόγλου, μηχανικός Ηλεκτρονικών Υπολογιστικών Συστημάτων, η οποία με προσωπικό της αγώνα ψηφιοποίησε τα βιβλία δουλεύοντας για μήνες και φτιάχνοντας τελικά ένα αρχείο 30.372 σελίδων, το οποίο έχει εκδοθεί και ηλεκτρονικά και είναι στη διάθεση όσων ενδιαφέρονται να το μελετήσουν. Πώς ξεκινά όμως ένας άνθρωπος μια τόσο μεγάλη προσπάθεια;

Η προσπάθεια
«To 1997 έκανα τη διδακτορική διατριβή μου με θέμα τη σχολική λογοτεχνία. Στο πλαίσιο αυτό έπρεπε να έχω κάποια βιβλία, μόνο που δεν υπήρχαν πουθενά. Ετσι ξεκίνησα έναν αγώνα για να τα βρω. Σε βιβλιοπωλεία, σε παλαιοπωλεία, σε βιβλιοθήκες. Ηταν διάσπαρτα», τονίζει στο «Εθνος» η κ. Κουμπάρου και συνεχίζει: «Τα περισσότερα τα βρήκα σε παλαιοπωλεία και τα αγόρασα, και μάλιστα σε υψηλές τιμές. Τελικά συγκέντρωσα 129 βιβλία. Ηταν όμως σε πολύ κακή κατάσταση, τσακισμένα, μουντζουρωμένα, σκισμένα, με “ψαράκι”. Με ψεκασμούς καθάρισα τα έντομα και με τη βοήθεια του συζύγου μου τα έβαλα σε μια σειρά. Στη συνέχεια τα ανέλαβε η κυρία Κουρτόγλου για να τα ψηφιοποιήσει και τα κατάφερε κάνοντας εξαιρετική δουλειά».

Οπως υπογραμμίζει η κ. Κουμπάρου, έκανε όλο αυτόν τον αγώνα, καθώς «είναι κρίμα αυτό το κομμάτι της εκπαίδευσης να πάει χαμένο γιατί κανείς από την πλευρά της πολιτείας δεν σκέφτηκε να κρατήσει ένα αρχείο, ούτε καν ο Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων. Το ευχάριστο είναι ότι σήμερα το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής οργανώνει μια ψηφιακή βιβλιοθήκη και μου πρότειναν να τους διαθέσω το αρχείο μου για να το αναρτήσουν στη βιβλιοθήκη τους και ελπίζω τελικά να γίνει αυτό».

Από την πλευρά της, η κ. Αγγελική Κουρτόγλου, που ψηφιοποίησε το αρχείο, λέει χαρακτηριστικά: «Πρόκειται για μια τεράστια δουλειά που μου πήρε 7 μήνες να την ολοκληρώσω. Τα βιβλία ήταν πάρα πολύ παλιά, κατακίτρινα, με μουτζούρες και ζωγραφιές των μαθητών και έπρεπε να καθαριστούν. Σε κάποια τσάκιζαν οι σελίδες ή είχαν ?στεγνώσει? εντελώς. Κάναμε μεγάλο αγώνα για να τα σώσουμε κατ’ αρχήν και μετά να τα ψηφιοποιήσουμε. Ομως άξιζε τον κόπο. Τώρα θα τα παραλάβουν οι επόμενες γενιές. Αν δεν γινόταν αυτή η δουλειά, τα βιβλία αυτά κάποτε θα χάνονταν οριστικά.

Η διαδικασία
Πώς σώθηκε το πολύτιμο υλικό

Η διδασκαλία του μαθήματος των Νέων Ελληνικών, από το 1884 που εισάγεται στο ελληνικό σχολείο και για περίπου έναν αιώνα, βασίστηκε αποκλειστικά στα σχολικά εγχειρίδια που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο «Νεοελληνικά Αναγνώσματα», τονίζει η κ. Κουμπάρου.

Η καταστροφή του πολύτιμου αυτού πρωτογενούς υλικού για τη μελέτη της Ιστορίας της εκπαίδευσης και του μαθήματος της Λογοτεχνίας θα ήταν βέβαιη αν δεν αποφασιζόταν η ψηφιοποίησή του. Χάρη σε ειδικά λογισμικά, ηλεκτρονικά εργαλεία, τα βιβλία σαρώθηκαν, οι σελίδες τους καθαρίστηκαν και επιδιορθώθηκαν τμήματά τους που είχαν υποστεί πολλές φθορές. Τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα αναρτήθηκαν σε ψηφιακή μορφή στην ιστοσελίδα και έγιναν κτήμα ες αεί της φιλολογικής κοινότητας, καλύπτοντας ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό για το μάθημα της Λογοτεχνίας. Ετσι, ο ερευνητής μπορεί να μελετήσει την ιδεολογική κατεύθυνση και τη θεωρητική συγκρότηση του μαθήματος της Λογοτεχνίας. Επιπλέον, ο εκπαιδευτικός της πράξης έχει πρόσβαση σε ένα πλούσιο υποστηρικτικό υλικό για τη διδασκαλία του μαθήματος της Λογοτεχνίας.

Εως το 1978 τα βιβλια εξυπηρετουσαν πολιτικες σκοπιμοτητες
Εγκλωβισμένη η διδασκαλία

Οπως λέει στο «» η κ. Κουμπάρου, μέχρι το 1978 που άλλαξαν μορφή τα βιβλία της Λογοτεχνίας, οι πολιτικοί και διάφοροι ιθύνοντες χρησιμοποιούσαν το σχολικό βιβλίο για να προωθήσουν την ιδεολογία τους. Μόνο το 1931 ο Γ. Παπανδρέου είχε προτείνει να υπάρχουν ελεύθερα αναγνώσματα, αλλά αυτό τελικά δεν έγινε ποτέ πράξη. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει η δυνατότητα οι καθηγητές να διαλέγουν ελεύθερα τα κείμενα που θέλουν και να τα διδάσκουν ανάλογα. Ετσι η διδασκαλία του μαθήματος παραμένει εγκλωβισμένη σε εθνικές σκοπιμότητες.

Οπως αναφέρει η κ. Κουμπάρου στη διατριβή της, από τη μελέτη των συγκεκριμένων βιβλίων προκύπτουν τα εξής:

• Tα πρώτα Νεοελληνικά Αναγνώσματα (Ν.Α.) που χρονολογούνται μεταξύ 1884-1909 χαρακτηρίζονται από την πιο άκαμπτη μορφή της καθαρεύουσας. Οι ανθολόγοι της πρώτης σειράς Ν.Α. που εγκρίνονται είναι οι Γ. Δροσίνης, Γ. Κασδόνης, Κ. Κοφινιώτης, Χ. Πούλιος, Π. Σακελλάριος και Δ. Κολοκοτσάς. Ολες αυτές οι συλλογές δίνουν στο μάθημα των Ν.Ε. τη θέση βοηθήματος για τη διδασκαλία της Ιστορίας, εφόσον τα περισσότερα αναγνώσματα είναι ιστορικά. Επιπλέον, ανθολογούνται κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Με αυτού του είδους την ανθολόγηση εκφράζονται οι εθνικές επιδιώξεις που οδήγησαν στην εισαγωγή του μαθήματος των Νεοελληνικών στο δημόσιο σχολείο.

• Ομως, και τα επόμενα χρόνια, μετά τις τόσες πολιτικές περιπέτειες και ανατροπές μεταρρυθμιστικών προσπαθειών στη χώρα μας, στα περιεχόμενα των Ν.Α. αποτυπώνεται το ίδιο πνεύμα (έβδομη και όγδοη σειρά: 1950-1956 και 1956-1977). Οι αισθητικές αρχές και οι απαιτήσεις της λογοτεχνίας παραμένουν στο περιθώριο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ερμηνεύεται το γεγονός ότι στα Ν.Α. ανθολογούνται συγγραφείς οι οποίοι κάτω από άλλες συνθήκες θα είχαν λησμονηθεί. Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η απουσία από τα εγχειρίδια ή και η καθυστερημένη εμφάνιση άλλων λογοτεχνών, κορυφαίων, παρότι η κριτική τούς έχει από νωρίς επισημάνει (Ν. Βάρναλης, Ν. Βρεττάκος, Οδ. Ελύτης, Γ. Θεοτοκάς, Ν. Καζαντζάκης, Γ. Ρίτσος, Γ. Σεφέρης κ.ά.).

Αντιθέσεις
• Ολα αυτά τα χρόνια, στις ποικίλες επιλογές που εγγράφονται τελικά στις σελίδες των Ν.Α. (δηλαδή οι συγγραφείς που εμφανίζονται, το γραμματειακό είδος των κειμένων, η γλωσσική τους μορφή, η θεματολογία τους κ.ά.) συναιρούνται οι αντιθέσεις αυτών που οραματίστηκαν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που μεριμνά για το κύρος του μαθήματος των Νέων Ελληνικών και αυτών που επιδίωξαν να υποτάξουν το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο στις εθνικές, με τη στενή έννοια, επιδιώξεις. Οι παραπάνω επιλογές δίνουν τελικά προτεραιότητα σε Νεοελληνικά Αναγνώσματα που μπορούν να λειτουργήσουν ως ένας ακόμα κρίκος για την κατάδειξη της ενότητας του Ελληνισμού σε χώρο και χρόνο.

• Ετσι, η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών μένει εξαρχής εγκλωβισμένη και περιορίζεται στη διδασκαλία των «Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων», που υποτάσσονται στις ιδεολογικές συνιστώσες της εποχής τους. Θα πρέπει να φθάσουμε στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, δηλαδή περίπου εκατό χρόνια μετά την εισαγωγή του μαθήματος των Ν.Ε., για να διαπιστώσουμε μια άλλη αντιμετώπιση από την πολιτεία σε σχέση με αυτό το μάθημα.

ΝΙΚΟΛ. ΤΡΙΓΚΑ