Οι ανισότητες πρόσβασης στα ΑΕΙ «ζουν και βασιλεύουν». Στα περιζήτητα και υψηλόβαθμα τμήματα υπερέχουν οι νέοι των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, ενώ στα τμήματα χαμηλή ζήτησης και στα ΤΕΙ οι φοιτητές από τις επαγγελματικές κατηγορίες των αγροτών και των εργατών
ΕΡΕΥΝΑ Tου Χρήστου Κάτσικα
Είναι γνωστό, εμπειρικά και από έρευνες, ότι η κοινωνική προέλευση (εισόδημα, επάγγελμα, μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας) επηρεάζει σημαντικά τις κατευθύνσεις και τα καταληκτικά επίπεδα εκπαίδευσης των παιδιών. Για παράδειγμα, στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η κοινωνική σύνθεση των φοιτητών/τριών δίνει διαφορετική εικόνα από την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού. Αν μάλιστα μιλούσαμε με χρονικό ορίζοντα έως τις δεκαετίες του 1950-’70, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η εικόνα αυτή δεν είναι απλά διαφορετική, αλλά σαφέστατα αντεστραμμένη.
Βεβαίως από τότε μέχρι σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει και αυτό είναι πλέον ορατό «διά γυμνού οφθαλμού». Μια ματιά μόνο στη σημερινή «αριθμητική» του φοιτητικού πληθυσμού της χώρας μας αναδεικνύει την εντυπωσιακή αύξησή του. Μέσα στην τελευταία 20ετία είχαμε διπλασιασμό του αριθμού των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (από 39 χιλιάδες το 1992 σε 79 χιλιάδες το 2012), ενώ την ίδια περίοδο είχαμε υπερδιπλασιασμό εγγεγραμμένων φοιτητών/τριών στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας μας.
Ανισότητα στην πρόσβαση
Πόσο η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνέβαλε στη δικαιότερη κατανομή των εκπαιδευτικών αγαθών και στην άμβλυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες;
Ποια είναι η κοινωνική σύνθεση των φοιτητών/τριών στις πανεπιστημιακές σχολές υψηλής και χαμηλής ζήτησης;
Με βάση, λοιπόν, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι ανισότητες πρόσβασης στα ΑΕΙ «ζουν και βασιλεύουν». Είναι φανερό ότι το «άνοιγμα» των πανεπιστημίων, με την αύξηση του αριθμού των εισακτέων, δεν μετρίασε τις ανισότητες πρόσβασης για εκείνους τους υποψήφιους οι οποίοι προέρχονται από τα αγροτικά και εργατικά στρώματα.
Ομως το επάγγελμα του πατέρα δεν αναδεικνύεται μόνο σε σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης των σχετικών πιθανοτήτων πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά επηρεάζει σημαντικά και την κατανομή στις διάφορες σχολές των φοιτητών από διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες, καθώς η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι σπουδές που οδηγούν σε επαγγέλματα υψηλού κοινωνικού κύρους και μεγάλων εσόδων, όπως π.χ. ιατρικές σπουδές, πολυτεχνικές, Η/Υ κ.λπ., εμφανίζουν σχεδόν ακραίες κοινωνικές διαφορές στη σύνθεση των φοιτητών.
Στον πίνακα βλέπουμε τη συμμετοχή στις διάφορες σχολές των φοιτητών από διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες. Φαίνεται καθαρά ότι ενώ στα περιζήτητα και υψηλόβαθμα τμήματα των Μηχανικών Η/Υ, των Πολιτικών Μηχανικών, των Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, στην Ιατρική, στη Νομική και στην Επιχειρησιακή Ερευνα και Μάρκετινγκ υπερέχουν οι νέοι των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, στη Θεολογική, στα τμήματα Ιστορίας κ.λπ. και στα ΤΕΙ, στη σύνθεση του φοιτητικού σώματος «βάζουν τη σφραγίδα τους» οι φοιτητές από τις επαγγελματικές κατηγορίες των αγροτών και των εργατών που συμμετέχουν με ποσοστά που δεν υπολείπονται πάρα πολύ από τα ποσοστά συμμετοχής των επαγγελματικών τους κατηγοριών στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού.
Για παράδειγμα, ενώ οι φοιτητές αγροτικής καταγωγής δεν ξεπερνούν το 1-6% του συνόλου των φοιτητών της Ιατρικής ή του Πολυτεχνείου, φτάνουν και ξεπερνούν το 10% στο σύνολο των φοιτητών των ΤΕΙ ή διαφόρων τμημάτων ΑΕΙ χαμηλής επαγγελματικής προοπτικής. Επίσης, οι φοιτητές εργατικής καταγωγής, ενώ αποτελούν μόλις το 10-12% κατά μέσο όρο των περιζήτητων σχολών, στις σχολές χαμηλής ζήτησης ξεπερνούν το 25%. Αντίθετα, οι φοιτητές με πατέρα στα «επιστημονικά-ελεύθερα επαγγέλματα» αποτελούν το 40-50% των σχολών πρώτης ζήτησης και μόλις το 1/10 των φοιτητών των ΤΕΙ.
Το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι «χάρτινο», διότι η δημιουργία εκατοντάδων τριτοβάθμιων τμημάτων, σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, έγινε με την ανυπαρξία επαγγελματικών δικαιωμάτων των συγκεκριμένων πτυχίων και στη λογική πρώιμων επιστημονικών ειδικεύσεων, οι οποίες με κανένα τρόπο δεν στοιχειοθετούν τη σπουδή κάποιας συγκεκριμένης επιστήμης.
Ετσι, αυτό που έχει συμβεί στην πραγματικότητα είναι η «φοιτητοποίηση» ενός μεγάλου αριθμού νέων χωρίς όμως να έχει ληφθεί καμία πρόνοια, ούτε για την ποιότητα του σπουδών που παρακολουθούν ούτε για το ποιο θα είναι το επαγγελματικό αντίκρισμα των πτυχίων που θα πάρουν. Εχουμε να κάνουμε με μια αντιφατική κατάσταση «αποκλεισμού μέσα από την ένταξη», καθώς περισσότεροι νέοι άνθρωποι μπαίνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προκειμένου να πάρουν πτυχία που στην πλειονότητά τους παραπέμπουν σε επαγγελματικά δικαιώματα απολυτηρίου λυκείου.
Δυο κατηγορίες
Η πραγματικότητα αυτή έχει επιπτώσεις. Οι πανεπιστημιακές σχολές διαφοροποιούνται ανεπίσημα σε δύο κατηγορίες: σε έναν σκληρό και δύσκολα προσβάσιμο πυρήνα σχολών που στη συγκεκριμένη συγκυρία έχουν καλύτερο αντίκρισμα στην αγορά εργασίας (Ιατρική, Πολιτικοί Μηχανικοί, Πληροφορική, Παιδαγωγικά, Νομικά) και σε μια «θάλασσα με θολά νερά» από εκατοντάδες τμήματα, μερικά από τα οποία ψαρεύουν οι υποψήφιοι «τυχαία» με τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού τους στη λογική τού «ας περάσω κάπου και μετά βλέπω τι θα κάνω».
Αν κάποιος προσπαθήσει να ανιχνεύσει την κοινωνική προέλευση των μαθητών που επιτυγχάνουν στις υψηλόβαθμες σχολές σε σύγκριση με αυτών που επιτυγχάνουν στις υπόλοιπες, θα διαπιστώσει αμέσως ότι η ταξική ανισότητα αναπαράγεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το επίπεδο.