Τα σχολεία ΕΑΕΠ (Ενιαίου Αναλυτικού Εκπαιδευτικού Προγράμματος) έχουν μπει στο 5ο σχολικό έτος λειτουργίας τους. Αποτελούν τη σημαντικότερη μεταρρύθμιση στο δημοτικό σχολείο τα τελευταία χρόνια.
Στοχεύουν στη δημιουργία ενός σχολείου που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες αναβαθμίζοντας αντικείμενα, όπως η μουσική, η θεατρική αγωγή, τα εικαστικά, η πληροφορική. Ένα σύγχρονο σχολείο που μεριμνά για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού, την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και την εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες. Ένα σχολείο με υποχρεωτικό ωράριο μέχρι τις 14.00 για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας όπου οι γονείς εργάζονται, χωρίς να έχουν ένα δίκτυο υποστήριξης. Πέρα όμως από τις όποιες καλές προθέσεις, τα σχολεία ΕΑΕΠ είναι κατάλληλα για να επιτύχουν κάτι τέτοιο;
Τα προβλήματα είναι πολλά και γνωστά και σχετίζονται κυρίως με λειτουργικά θέματα στελέχωσης. Οι προσλήψεις γίνονται καθυστερημένα και τα κενά είναι πολλά μέχρι τα μέσα του σχολικού έτους. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί (ειδικοτήτων, αλλά και δάσκαλοι) εργάζονται μέσω ΕΣΠΑ και όλοι γνωρίζουμε τι απογίνονται τα εκπαιδευτικά πειράματα, όταν τελειώνει η χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ. Πέρα όμως από αυτά τα λειτουργικά ζητήματα, ποια είναι η άποψη μας για τα σχολεία ΕΑΕΠ; Πώς διαμορφώνεται η εμπειρία μας από αυτά τα πρώτα 4 χρόνια; Αν λυνόντουσαν τα λειτουργικά προβλήματα, το σχολείο ΕΑΕΠ θα ανταποκρίνονταν στις σύγχρονες εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών; Θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για ένα σύγχρονο σχολείο, που θα ικανοποιεί γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς;
Το πρώτο που παρατηρεί κανείς στα ΕΑΕΠ είναι η “γυμνασιοποίηση” του δημοτικού. Τα παιδιά έχουν 6-7 διαφορετικούς εκπαιδευτικούς που μπαίνουν στην τάξη τους. Το μάθημα κατά ανάγκη δομείται γύρω από το γνωστικό αντικείμενο. Είναι όμως κοινώς αποδεκτό πως στο δημοτικό, εξαιτίας της μικρής ηλικίας των μαθητών, η διαδικασία της μάθησης οικοδομείται πάνω στην παιδαγωγική σχέση. Και το σχολείο ΕΑΕΠ είναι μάλλον ένα εχθρικό περιβάλλον για την οικοδόμηση μίας θετικής, παιδαγωγικής σχέσης. Το ΕΑΕΠ είναι γενικότερα εχθρικό απέναντι στην παιδική ηλικία. Το καθημερινό πρόγραμμα από τις 8:15 έως τις 14:00 για όλα τα παιδιά από 6 έως 12 ετών είναι ιδιαιτέρως βαρύ για τους μαθητές. Οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν δύσκολα αντικείμενα, όπως η Ιστορία ή η Γεωγραφία στο τέλος της ημέρας ενώ είναι ήδη εξαντλημένοι. Οι “απαραίτητες” απογευματινές εργασίες στο σπίτι οδηγούν ουσιαστικά στην πλήρη σχολειοποίηση της ζωής του παιδιού, χωρίς να του αφήνουν χρόνο να παίξει ελεύθερα και να αποκτήσει εμπειρίες εκτός του σχολικού περιβάλλοντος.
Όποιος έχει διδάξει σε ΕΑΕΠ γνωρίζει πως η αναβάθμιση των αντικειμένων αυξάνει στην πράξη την διδακτέα ύλη. Είναι κοινό μυστικό πως η ύλη του Αναλυτικού Προγράμματος, ειδικά στις μεγαλύτερες τάξεις, δε βγαίνει αν δεν «κλέψεις» χρόνο από άλλα μαθήματα. Καλλιτεχνικά, θρησκευτικά, μουσική συχνά θυσιάζονται για τα μαθηματικά, τη γλώσσα και την ιστορία. Αυτή η δυνατότητα πια δεν υπάρχει, με αποτέλεσμα η πίεση του χρόνου για εκπαιδευτικούς και μαθητές να είναι εντονότερη. Η λύση βεβαίως δεν είναι να συνεχίσουμε να αγνοούμε τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών μας επικεντρώνοντας την προσοχή μας μόνο σε 4-5 βασικά αντικείμενα. Η πραγματική λύση θα ήταν η δραστική μείωση της ύλης, ώστε να μπορούν εκπαιδευτικοί και μαθητές να αναπνεύσουν και να έχουν το χρόνο να προσεγγίσουν τη μάθηση κριτικά και σε βάθος. Διαφορετικά η αναβάθμιση αντικειμένων ή η εισαγωγή νέων αποτελεί απλώς ένα πρόσθετο βάρος στις πλάτες εκπαιδευτικών και μαθητών.
Επιπλέον, ο τρόπος εισαγωγής των νέων αντικειμένων στα ΕΑΕΠ είναι προβληματικός. Η εισαγωγή των Αγγλικών στην Α’ και Β’ τάξη δεν προσθέτει ουσιαστικά τίποτα. Σημαντικότερο θα ήταν η αναβάθμιση του μαθήματος των Αγγλικών – με καλύτερα σχολικά εγχειρίδια, μικρότερες και πιο ομοιογενείς ομάδες – ώστε οι μαθητές να κατακτούν το βασικό επίπεδο της γλώσσας στο τέλος του δημοτικού σχολείου. Η μη κατάργηση των ιδιωτικών φροντιστηρίων ξένων γλωσσών αποτελεί απόδειξη πως τα σχολεία ΕΑΕΠ δε βοήθησαν σε αυτήν την κατεύθυνση. Η εισαγωγή επίσης της πληροφορικής ως ξεχωριστού αντικειμένου βρίσκεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες οδηγίες, οι οποίες προτείνουν την οργανική ένταξη των ΤΠΕ στη διαδικασία της μάθησης και όχι στη δημιουργία ξεχωριστών αντικειμένων.
Η Μουσική, η Θεατρική αγωγή, τα Εικαστικά μετατρέπονται σε ένα ακόμα αντικείμενο μάθησης, με συγκεκριμένες ώρες διδασκαλίας την εβδομάδα, στις ίδιες σχολικές αίθουσες, με τις ίδιες ανομοιογενείς, ως προς τα ενδιαφέροντα, ομάδες. Η οργανική ένταξη των τεχνών στην σχολική ζωή απαιτεί μία διαφορετική λογική. Απαιτεί τη δυνατότητα των μαθητών να επιλέξουν με το τι θα ασχοληθούν, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα τους. Δεν είναι ανάγκη να στριμώχνουμε τη μουσική μεταξύ μαθηματικών και ιστορίας κάνοντας 1 ώρα μάθημα σε κάθε τάξη (ή 2 ώρες στις μικρότερες). Μία διαφορετική οργάνωση, όπου τα παιδιά, μετά την ολοκλήρωση ενός πρώτου κύκλου υποχρεωτικών μαθημάτων, θα μπορούσαν να επιλέξουν με το τι θα ασχοληθούν θα ήταν πολύ πιο γόνιμη. Παράλληλα, η δουλειά ενός μουσικού ή ενός εικαστικού δεν πρέπει να σπάει στέλνοντας τον σε 2 ή 3 σχολεία. Για να έχει η δουλειά του αποτελέσματα πρέπει να είναι οργανικό κομμάτι της σχολικής κοινότητας. Μια διαφορετική λογική για τα ΕΑΕΠ οφείλει να δει την ένταξη των ειδικοτήτων της αισθητικής αγωγής (Εικαστικά, Θεατρική αγωγή, Μουσική) κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα. Επιπλέον, οι καθηγητές ειδικοτήτων μπορούν να αξιοποιηθούν για να υποστηρίξουν ενδοσχολικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ο θεατρολόγος να στήσει μια θεατρική ομάδα, ο εικαστικός ένα εικαστικό εργαστήριο, ο μουσικός να κάνει μια χορωδία. Η λειτουργία τέτοιων ομάδων μπορεί μάλιστα να αποτελέσει διέξοδο για παιδιά με δυσκολίες στο σπίτι ή στο σχολείο. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η κατάτμηση του προγράμματος σπουδών και αποφεύγεται η περαιτέρω γυμνασιοποίηση του δημοτικού σχολείου, ενώ δημιουργούνται δομές που τις έχουν ανάγκη τα σχολεία.
Την πρώτη χρονιά λειτουργίας των ΕΑΕΠ δοκιμάστηκε η λογική αυτή σε ένα δημοτικό σχολείο στη Ρόδο. Η εκπαιδευτικός της μουσικής σε συνεργασία με ορισμένους δασκάλους του σχολείου προσπάθησε να στήσει μια χορωδία. Η χορωδία αποτελούνταν κυρίως από τους μαθητές εκείνους που δυσκολεύονταν στην προσαρμογή τους στο σχολείο και επιχειρούσε να τους δώσει ρόλο. Η προσπάθεια πήγε αρκετά καλά. Πρότυπο για την προσπάθεια αυτή αποτέλεσε η ταινία “Τα παιδιά της χορωδίας” (2004). Στο τέλος της χρονιάς η πρόταση αυτή παρουσιάστηκε σε ημερίδα που οργάνωσαν οι σχολικοί σύμβουλοι για την αποτίμηση ενός χρόνου από τη λειτουργία των ΕΑΕΠ και είχε θετική ανταπόκριση. Θεωρούμε πως η πρόταση αυτή είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα που θα μπορούσε να δοκιμαστεί και αλλού. Αντίστοιχα θα μπορούσαμε να δούμε την επέκταση του και σε άλλες ειδικότητες (π.χ. θεατρική αγωγη ή πληροφορική). Η επέκταση και η καθιέρωση του όμως απαιτεί μία διαφορετική λογική που θα προτάσσει την οργανική ένταξη των καθηγητών ειδικοτήτων στην ζωή της σχολικής μονάδας.
Συνοπτικά, τα σχολεία ΕΑΕΠ παρά τις προθέσεις τους αδυνατούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες του παιδιού, διότι ακολουθούν τον ίδιο κατακερματισμό της γνώσης. Αυτό που είναι αναγκαίο, όσο ποτέ άλλοτε σήμερα, είναι να φανταστούμε και να σχεδιάσουμε ένα διαφορετικό σχολείο, όπου οι τέχνες, οι ξένες γλώσσες και πάνω από όλα η κριτική σκέψη θα έχουν τη θέση που τους αρμόζει.