Όπως αναφέρει η  Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών και Εθνική Συντονίστρια του , Χρύσα Σοφιανοπούλου, «τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα».

Και συνεχίζει λέγοντας «Ειδικά στον , η πτώση, που σημείωσαν σχεδόν όλες οι χώρες, αποδίδεται στην πανδημία. Ωστόσο, η χώρα μας βρίσκεται διαχρονικά σε χαμηλές θέσεις, από τότε που ξεκίνησε ο διαγωνισμός, το 2000. Απ’την άλλη, διαφωνώ με τίτλους, που διαβάζω σε δημοσιεύματα, του τύπου ‘Εθνική Ήττα’ – τα δεν είναι ούτε για κλάματα, ούτε για πανηγυρισμούς. Πρόκειται για μία έρευνα, από την οποία αντλούμε κάποια στοιχεία για μελέτη και προβληματισμό».

Διαχρονικά χαμηλές οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών

Σχετικά με το πού αποδίδονται οι σταθερά χαμηλές επιδόσεις των μαθητών μας, αν και από το 2000 όταν ξεκίνησε ο διαγωνισμός που διοργανώνει κάθε τρία χρόνια ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξης) έχουν ολοκληρωθεί σχεδόν δύο εκπαιδευτικοί κύκλοι, η κυρία Σοφιανοπούλου υπογραμμίζει: «τα θέματα, που δίνει το PISA στους μαθητές, απαιτούν από αυτούς να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τις γνώσεις και δεξιότητες που έχουν αποκτήσει στο σχολείο για να λύσουν προβλήματα καθημερινής ζωής. Το δεύτερο σκέλος – εκείνο της πρακτικής εφαρμογής – δεν συμπεριλαμβάνεται στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ουσιαστικά, το PISA εξετάζει δύο πράγματα: να έχεις τις γνώσεις αλλά κυρίως, να ξέρεις να τις χρησιμοποιείς. Για παράδειγμα, δεν αρκεί να γνωρίζεις ένα μαθηματικό τύπο αλλά πρέπει να ξέρεις και πώς αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Η εικόνα των Ελλήνων μαθητών θα ήταν οπωσδήποτε διαφορετική και θα εμφάνιζαν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας, εάν το PISA έδινε ένα θέμα καθαρά θεωρητικό, όπως ένα τύπο στα Μαθηματικά ή στη Φυσική. Ζητώντας, δηλαδή, από ένα μαθητή να βρει “αν ένα σφαιρίδιο βάλλεται από ένα σημείο Α προς ένα σημείο Β με τόση ταχύτητα, ποια είναι η ορμή” μπορεί να τη βρει. Αν του πεις “ο Γιάννης πετάει τη μπάλα στη Μαρία με τόση ταχύτητα”, εκεί δεν μπορεί να τη βρει».

Στο σημείο αυτό, αξίζει να τονιστεί πως τη συνολική εικόνα των μαθητικών επιδόσεων δεν φαίνεται να επηρεάζει η σταδιακή αλλαγή στην πληθυσμιακή σύνθεση μέσα από την εισροή μεταναστών και προσφύγων τα τελευταία χρόνια. «Πάντα παρατηρείται σε όλες τις χώρες μία διαφορά επίδοσης ανάμεσα στους γηγενείς μαθητές και τους μαθητές με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Παρά τη διαφορά αυτή, δεν φαίνεται να συμπαρασύρει το μέσο όρο. Το ίδιο προέκυψε και την προηγούμενη φορά, το 2018».

Ένα άλλο στοιχείο διαφοροποίησης σχετικά με τις επιδόσεις των μαθητών, εντοπίζεται μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων. «Ίσως αυτό οφείλεται στο υψηλότερο κοινωνικό-πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο της οικογένειας, γεγονός που αναδεικνύεται συνολικά σε ισχυρό παράγοντα στο PISA», θα πει η ίδια.

Τα «πυρά» κατά του PISA

Ο διαγωνισμός PISA γίνεται συχνά αντικείμενο σκληρής κριτικής, κυρίως σε ό,τι αφορά τα κριτήρια σύγκρισης μεταξύ των παιδιών. Κάθε χώρα, όμως, έχει ενεργό συμμετοχή κατά την προετοιμασία. Όπως σχολιάζει σχετικά η Εθνική Συντονίστρια, «σίγουρα δεν θεωρώ τον PISA … “ευαγγέλιο” αλλά δεν παύει να είναι η μεγαλύτερη διεθνής εκπαιδευτική έρευνα, μας προσφέρει πολλά χρήσιμα στοιχεία. Επιπλέον, υπάρχει κοινή αφετηρία για τους μαθητές. Κάθε συμμετέχουσα χώρα μέλος εισηγείται μία σειρά θεμάτων. Αφού δημιουργηθεί μία “δεξαμενή” με τις προτάσεις, ο ΟΟΣΑ διαμορφώνει τα θέματα και τα θέτει ξανά υπόψη των χωρών μελών, προκειμένου να ελέγξουν κατά πόσο αυτά είναι συμβατά με τα εθνικά προγράμματα σπουδών. Το τελικό εργαλείο για τα γνωστικά αντικείμενα θα βγει, μόνο αφού ολοκληρωθεί και η συγκεκριμένη διαδικασία».

Ούτε στις Εθνικές Διαγνωστικές Εξετάσεις παίρνουν χρυσά μετάλλια τα ελληνόπουλα

Οι αδυναμίες των Ελλήνων μαθητών δεν εντοπίζονται μόνο από τη συμμετοχή τους στο διεθνή εκπαιδευτικό διαγωνισμό. Ήδη, εδώ και δύο χρόνια, έχει ξεκινήσει να τρέχει ο θεσμός των Εθνικών Διαγνωστικών Εξετάσεων, όπου συμμετέχουν μαθητές της έκτης δημοτικού και της τρίτης γυμνασίου. Τα αποτελέσματα κι εκεί, αν όχι εξίσου, είναι πάντως σίγουρα απογοητευτικά. «Στο συγκεκριμένο διαγωνισμό, τα παιδιά ερωτώνται με βάση την ύλη των βιβλίων τους – δεν προκύπτουν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά στοιχεία», σημειώνει η κυρία Σοφιανοπούλου, επισημαίνοντας παράλληλα πως «πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς διαγωνισμούς».

Μήπως η Ελλάδα βρίσκεται σε άλλο… μήκος κύματος;

Παίρνοντας απόσταση από τις ασιατικές χώρες, οι οποίες καταλαμβάνουν τις υψηλότερες θέσεις της διεθνούς κατάταξης μαθητικών επιδόσεων, καθώς υπεισέρχονται κι άλλοι παράγοντες όπως η διαφορετική κουλτούρα, τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας ή τα διαφορετικά κοινωνικά και εκπαιδευτικά συστήματα συνολικά, τα σημεία, στα οποία «χωλαίνει» το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα συγκεντρώνονται περισσότερο στον «υδροκεφαλισμό» που το χαρακτηρίζει. «Στην Ελλάδα, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι πολύ συγκεντρωτικό. Αντίθετα, στις χώρες, που φαίνεται να τα πηγαίνουν καλύτερα, τα σχολεία έχουν μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας, όπως για παράδειγμα, στις αρμοδιότητες των διευθυντών. Επίσης, οι δραστηριότητες εκτός σχολικού προγράμματος – ανεξαρτήτως αντικειμένου – φαίνεται να σχετίζονται θετικά με την επίδοση, όταν διοργανώνονται από το σχολείο», αναφέρει η κ.Σοφιανοπούλου.

Ο Andreas Schleicher, Διευθυντής Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων του ΟΟΣΑ, ο οποίος ηγείται του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), στο πλαίσιο των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων για την Ελλάδα, έχει αναφέρει ως παράδειγμα τη δυνατότητα να επιλέγει το ίδιο το σχολείο τους εκπαιδευτικούς που θα υπηρετήσουν σε αυτό, ορμώμενος από το γεγονός ότι στην Ελλάδα μόλις «το 1% των μαθητών φοιτά σε σχολείο, όπου οι διευθυντές έχουν την κύρια ευθύνη για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που είναι 60%» (Capital).

Εσθονία και Πολωνία: Δύο παραδείγματα εκπαίδευσης προς μίμηση

«Από το 2015, η Εσθονία έχει αναδειχθεί σε εκπαιδευτική δύναμη. Μετά την ανεξαρτητοποίησή της και προβάλλοντας μία ταυτότητα περισσότερο “σκανδιναβική”, σημείωσε εντυπωσιακή πρόοδο. Αποφάσισαν να επενδύσουν στην ψηφιακή αναβάθμιση της χώρας και στην εκπαίδευση. Το πέτυχαν σε ένα μεγάλο βαθμό», τονίζει η κυρία Σοφιανοπούλου, δίνοντας άλλο ένα παράδειγμα χώρας μέλους του ΟΟΣΑ, που αποφάσισε να επενδύσει στην εκπαίδευση: «Η Πολωνία, αφού διαπίστωσε πως σημείωναν χαμηλές επιδόσεις οι μαθητές της, άλλαξε όλη την εκπαιδευτική της φιλοσοφία, προσαρμόζοντάς την στο διαγωνισμό PISA – όχι επειδή κυνηγούσαν “την πρωτιά” αλλά επιθυμούσαν να κάνουν στροφή επί τα βελτίω στην εκπαίδευση. Οι αλλαγές φάνηκαν. Ένα αντίστροφο παράδειγμα, είναι το “PISA shock” της Γερμανίας πριν το 2010, όπου οι σχολικές επιδόσεις είχαν μεγάλη πτώση. Οι αρμόδιοι προβληματίστηκαν, προχώρησαν σε διαφορετικές αποφάσεις επάνω στην εκπαιδευτική πολιτική και πλέον έχουν βελτιωθεί». Ωστόσο, όπως διευκρινίζει, «Δεν είναι πανάκεια το PISA. Η γενική ιδέα είναι αν μπορούμε να κρατήσουμε κάτι καλό από το διαγωνισμό, ας το κάνουμε».

Πώς διαγράφεται το εκπαιδευτικό μέλλον στην Ελλάδα;

Η χαμηλή κατάταξη στο διεθνή διαγωνισμό PISA θεωρείται «αναμενόμενη». Αφενός, επειδή τα θέματα του διαγωνισμού δεν εναρμονίζονται απόλυτα με το πνεύμα του ελληνικού προγράμματος σπουδών. Αφετέρου, «λαμβάνοντας υπόψη ότι έχουν γίνει κάποιες αλλαγές στην εκπαιδευτική διαδικασία τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα έχουν μπει τα Εργαστήρια Δεξιοτήτων, που είναι προς αυτή την κατεύθυνση και έχουν διαμορφωθεί τα νέα Προγράμματα Σπουδών σε αρκετά – όχι σε όλα – τα γνωστικά αντικείμενα, δεν έχουν ακόμη αρχίσει να αποτυπώνονται. Θα αργήσουμε να έχουμε μετρήσιμα αποτελέσματα, όπως συμβαίνει πάντα με όλες τις αλλαγές στην εκπαίδευση. Δεν θα περίμενα σημαντικές αλλαγές ούτε στον PISA του 2025, μάλλον μετά τον PISA του 2029, δεδομένου ότι τα καινούρια βιβλία θα είναι στα σχολεία το 2025. Προσωπικά, θα πρότεινα – μεταξύ άλλων -να υιοθετήσουμε λιγότερη ακαδημαϊκή γνώση».

Σε κάθε περίπτωση, έχει καταγραφεί η πρόθεση του υπουργού Παιδείας, Κυριάκου Πιερρακάκη, ύστερα από σχετική συνεννόηση με τον ΟΟΣΑ, να δρομολογηθεί ένας «οδικός χάρτης», που θα περιλαμβάνει όλες τις αλλαγές, που απαιτούνται στην ελληνική εκπαίδευση, υιοθετώντας όχι μόνο τις προτάσεις του ΟΟΣΑ αλλά και τις προσδοκίες ελληνικής κοινωνίας «ώστε να δούμε τι έχουμε ήδη κάνει και προς τα πού χρειάζεται να πάμε για να συμπορευτούμε με τον υπόλοιπο κόσμο», όπως δήλωσε ο ίδιος πρόσφατα.

Από την πλευρά της, η υφυπουργός Παιδείας, Δόμνα Μιχαηλίδου ανέφερε στο protothema ότι «στο υπουργείο Παιδείας, λόγω κλίμακας κυρίως, αλλά και λόγω φύσης και αντικειμένου, δεν μπορούμε να φέρουμε τα πάνω κάτω από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε να γίνει το μαύρο άσπρο – έχει πάρα πολλές αποχρώσεις το γκρι για να ασπρίσει. Έγιναν αρκετά πράγματα από την προκάτοχό μας, την κ.Κεραμέως, η οποία προσπάθησε πραγματικά να κάνει πιο δημιουργική τη σκέψη. Αυτά δεν μπορούν να έχουν ακόμη αποτύπωμα. Επιπλέον, με την Τράπεζα Θεμάτων, το Πολλαπλό Βιβλίο, το Ψηφιακό Φροντιστήριο, τα καινούρια βιβλία αλλά και τα Εργαστήρια Δεξιοτήτων, που είναι ο μόνος ευέλικτος τρόπος διδασκαλίας που υπάρχει αυτή τη στιγμή στο ελληνικό σχολείο, η αρχή έχει γίνει. Το θέμα είναι, αυτή η αρχή να ενισχυθεί. Είναι δική μας ευθύνη τώρα να ενισχύουμε την εκπαιδευτική διαδικασία όσο περισσότερο μπορούμε».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025