Σὲ συζήτηση στρογγυλῆς τραπέζης ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ Κισινάου, πρωτεύουσα τῆς Μολδαβίας, στὶς 29 Ἰουνίου (12 Ἰουλίου μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) τοῦ 2016, ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, μὲ ἀντικείμενο τὴν πρόσφατη Σύνοδο στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, προέκυψαν οἱ ἑξῆς βασικὲς θέσεις:
1. Ἡ συνελθοῦσα στὴν Κρήτη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» ἀπὸ 16 ἕως 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 2016 διέψευσε καὶτὸ ὄνομά της καὶ τὶς προσδοκίες τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
2. Διέψευσε τὸ ὄνομά της, διότι ἀποδείχθηκε, κρινόμενη θεολογικά, ὅτι δὲν εἶναι οὔτε σύνοδος οὔτε ἁγία οὔτε μεγάλη. Δὲν εἶναι ὀρθόδοξη σύνοδος, διότι δὲν ἀνταποκρίθηκε στὰ κριτήρια καὶ στὰ μέτρα τῶν ἀληθινῶν συνόδων, τῶν γνωστῶν ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· διακόπτει τὴν παράδοση τῶν ὀρθοδόξων συνόδων, δὲν ἀποτελεῖ συνέχειά τους, ἀποτελεῖ συνοδικὸ πραξικόπημα καὶ συνοδικὴ καινοτομία. Οἰκοδόμησε ἕνα «νέο εἶδος συνόδου», ὅπως καυχήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος. Εἶναι σύνοδος τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
3. Δὲν εἶναι ἁγία τυπικῶς, κανονικῶς καὶ οὐσιαστικῶς, διότι ἔλαβε ἀποφάσεις ἀντίθετες πρὸς τὶς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων, δὲν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Μολονότι ἡ σχέση τῆς Μιᾶς, τῆς Ὀρθοδόξου, Ἐκκλησίας μὲ τούς ἑτεροδόξους ἀναδείχθηκε ὡς κεντρικὸ θέμα τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐν προκειμένῳ ἀνάλωσε πολὺ χρόνο καὶ κόπο καὶ ὑπέστη μεγάλη ἔνταση, ὡστόσο γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Σύνοδος μέ τόσο μεγάλες φιλοδοξίες δὲν κατονόμασε καὶ δὲν καταδίκασε αἱρετικούς. Πουθενὰ μέσα στὰ κείμενα τῆς Συνόδου αὐτῆς δὲν ὑπάρχει ἡ λέξη «αἵρεση». Ἀντίθετα, ὀνομάζει τὶς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ «ἐκκλησίες»· ἀξιολογεῖ θετικὰ τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἐκκλησιολογικὲς αἱρέσεις, ὅπως τὰ κείμενα τοῦ Balamand (1993), τοῦ PortoAlegre(2006), τῆς Ραβέννας (2007) καὶ τοῦ Πουσάν (2013)· ἐπαινεῖ τὸ παναιρετικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (WCC) καὶ συνιστᾶ νὰ συνεχισθεῖ ὁ ἐξευτελισμὸς τῆς ἐκεῖ συμμετοχῆς μας καὶ τῆς ἐξίσωσής μας πρὸς τὶς δῆθεν ἐκκλησίες τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Νομιμοποιώντας, λοιπόν, τὴν μὲ κακὸ τρόπο διενεργούμενη συμμετοχή μας στούς Διαλόγους καὶ ἀποκρύποντας τὴν μειοδοσία ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων, ἀποκρύπτει παραλλήλως, καὶ τὸ ὅτι δὲν ἔχει σημειωθεῖ ἕως σήμερα καμμία θεολογικὴ πρόοδος πρὸς τὴν ἀλήθεια σὲ κανέναν ἀπολύτως θεολογικὸ διάλογο. Ἐπιπλέον, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, Σύνοδος ἐκάλεσε αἱρετικοὺς ὡς παρατηρητὲς στὶς ἐργασίες της, μὲ τοὺς ὁποίους ἔγιναν καὶ συμπροσευχές.
Ἀντίθετα μὲ αὐτά, ἠχεῖ σήμερα στὴν καρδιά μας, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου (†1994), ὁ ἐπίκαιρος λόγος του: «Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο, εἶναι νὰ βάζῃ τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ στερηθοῦν τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ»[1].
4. Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου οὔτε καὶ μεγάλη μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ, διότι δὲν ἐκλήθησαν νὰ λάβουν μέρος ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καὶ ἑπομένως δὲν ἐκπροσωπήθηκε μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἡ ἐπιλογὴ τῶν ὀλίγων κληθέντων δὲν ἔγινε μὲ κανονικὸ τρόπο ἐκλογῆς. Οἱ ἐπιλεγέντες μετεῖχαν χωρὶς δικαίωμα ψήφου καὶ μὲ δικαίωμα λόγου χρονικὰ περιορισμένου. Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 800 περίπου Ἐπισκόπων τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας δικαίωμα ψήφου εἶχαν μόνον οἱ 14 Προκαθήμενοι· καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτοὺς ἀπουσίαζαν οἱ 4, ἐψήφισαν τελικῶς μόνον οἱ 10, δηλαδὴ ἕνα ὀγδοηκοστὸ (1/80) τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ εἶναι παρόντες καὶ νὰ ψηφίσουν. Ἡ πράξη αὐτὴ εἶναι πρωτοφανὴς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας καὶ αὐθαίρετη, ἐπειδὴ παραβιάζει κατάφωρα τὴν ἐκκλησιολογία τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, οἱ ὁποῖες προϋποθέτουν τὴν ἰσότητα ὅλων τῶν Ἀρχιερέων, πρᾶγμα ποὺ ἐμφαίνεται στὴν ἰσότιμη ψῆφο τους. Οὐσιαστικῶς ἡ καταστρατήγηση αὐτὴ τῆς ἐπισκοπικῆς ἰσότητος καὶ ὁ ὡς ἄνω καινοφανὴς ἐλιτισμὸς εἰσηγεῖται τὴν καθιέρωση ἑνὸς «συλλογικοῦ Πάπα», Προκαθημένων οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πρῶτοι μεταξὺ ἴσων (“primiinterpares”), ἀλλὰ ἄνευ ἴσων (“primisineparibus”).
Σὲ ἀνώτατο ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο ἡ ἀπουσία τῶν τεσσάρων Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας (τῆς πρώτης ἐξ αὐτῶν πρεσβυγενοῦς), οἱ ὁποῖες ἐκπροσωποῦν περίπου τὸ 70% τῶν Ὀρθοδόξων Πιστῶν, καταδεικνύει πολὺ περισσότερο τὴν Σύνοδο ὡς ὄχι μεγάλη, ἀλλὰ μικρή, οὔτε βεβαίως πανορθόδοξη, ἀλλ’ ἀπλῶς διευρυμένη διορθόδοξη Συνέλευση.
5. Ἡ Σύνοδος διέψευσε ὄχι μόνον τὸ ὄνομά της, ἀλλὰ καὶ τὶς προσδοκίες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας· μεταξὺ τῶν προσδοκιῶν αὐτῶν δύο θέματα εἶχαν μεγίστη προτεραιότητα, γιὰ τὴν θεραπεία παλαιῶν σχισμάτων προκληθέντων ἀπὸ πρωτοβουλίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας καὶ γιὰ τὴν πρόληψη νέων διαιρέσεων καὶ ἐντάσεων: ἔπρεπε νὰ ἐπιλυθεῖ, μὲ ἐπαναφορὰ τοῦ παλαιοῦ, πατρίου, ἡμερολογίου, τὸ θέμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου, τὸ ὁποῖο μεταρρυθμίστηκε πραξικοπηματικά, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση καὶ διασπᾶ ἐπὶ ἑκατὸ περίπου χρόνια τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων. Καὶ τὸ σημαντικώτερο: αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει ἡ Σύνοδος ἦταν ἡ ἀπερίφραστη καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπὶ ἑκατὸ περίπου ἔτη διαβρώνει τοὺς Ἱεράρχες καὶ τοὺς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δυσφημώντας ὅσους ἀγωνίζονται γιὰ τὴν διατήρησή της ὡς ἀκραίους καὶ φανατικούς. Ἀντιθέτως, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου στὸ ἐπίμαχο καὶ ἀμφισβητούμενο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» προέβη σὲ μία «ἄμεικτη μείξη» τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς αἱρέσεις· διατύπωσε μέσα σὲ αὐτὸ κάποιες ὀρθόδοξες ἀλήθειες, τὶς ὁποῖες ὅμως ἀνέμειξε μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀκόμη καὶ οἱ διορθωτικὲς στὸ κείμενο προτάσεις ἐνισχύουν αὐτὸ τὸ μεῖγμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ συγκρητισμοῦ. Ἔτσι, ἀντὶ τῆς θεολογικῆς ἀκριβείας στὰ θέματα τῆς Πίστεως, εἰσάγονται – καὶ πάλι γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας – διατυπώσεις ἀντιφατικὲς καὶ θεολογικὰ αὐτοαναιρούμενες, σκόπιμη ἀσάφεια, ἡ ὁποία σήμερα ὡραιοποιεῖται ὡς «ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία», ἐνῷ ἀποτελεῖ πονηρὴ καὶ ἐσπιλωμένη ὑποκρισία.
Ἡ διατύπωση αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας, δηλαδὴ ἡ προσεκτικὴ ἀλλά καταφανὴς ἀποδοχὴ «ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν» στὸ ἐν λόγῳ κείμενο, καταργεῖ αὐτὴν ταύτην τὴν ἐπιδίωξη τῆς Συνόδου στὸ Κολυμπάρι, τὴν ἐπίδειξη τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διότι ἀρνεῖται τὴν ἑνιαία διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ συνοδικῶς διατυπωμένη ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «ὅταν ὅλοι πιστεύουμε μὲ ὅμοιο τρόπο, τότε ὑπάρχει ἑνότητα […] Αὐτὸ εἶναι ἑνότητα Πίστεως, ὅταν ὅλοι εἴμαστε ἕνα, ὅταν ὅλοι ἔχουμε μὲ ὅμοιο τρόπο ἐπίγνωση τοῦ συνδέσμου μας»[2]. Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο οἱ αἱρετικοὶ δὲν μποροῦν νὰ θεωροῦνται πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ· «Ποιά πίστη ὑπάρχει σὲ αὐτούς, κοντὰ στοὺς ὁποίους οὔτε λόγια, οὔτε κείμενα εἶναι βέβαια, ἀλλὰ ὅλα ἀλλοιώνονται καὶ μεταβάλλονται σὲ διάφορες χρονικὲς περιόδους;»[3]. Μιὰ ἐπίσημη καταδίκη τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου θὰ ἀποτελοῦσε, κατὰ συνέπεια, ὑπακοὴ καὶ ὑπηρεσία πρὸς τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κείμενα τῆς Συνόδου, βαμμένα μὲ θεολογικὸ σχετικισμό, παρουσιάζουν σοβαρὰ προβλήματα· εἶναι ἐπὶ τούτου χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τοῦ κειμένου «Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου καὶ τὰ κωλύματα αὐτοῦ», τὸ ὁποῖο πάσχει ἐξ ἐπόψεως τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιολογίας· ἡ πρόταση ἀποδοχῆς τῶν μεικτῶν γάμων ὡς «οἰκονομίας» εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη ἐκκλησιολογικῶς. Ὁ 72ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου συνιστᾷ αὐστηρῶς τὴν ἀκύρωση καὶ διάλυση ἑνός τέτοιου γάμου ὡς ἐκκλησιαστικῶς παράνομης συμβίωσης. Ἔτσι, ἡ λεγομένη «Σύνοδος» δὲν εἰσηγεῖται οἰκονομία, ἀλλὰ σοβαρότατη κανονικὴ παρανομία, μὲ σοβαρότατες ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες.
Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης δὲν ἔχουν δεσμευτικὸ χαρακτῆρα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι οὐσιαστικῶς ἄκυρες.
6. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης νὰ λάβει πειστικὲς καὶ σαφεῖς, ὄχι διφορούμενες καὶ ἀντιφατικὲς, καθὼς ἔλαβε, ἀποφάσεις, εἶναι νὰ ὑπάρξει συνεννόηση ἀνάμεσα ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὶς Ἐκκλησίες ἐκεῖνες ποὺ ἀπουσίασαν γιὰ σοβαροὺς δογματικοὺς καὶ ἐκκλησιολογικοὺς λόγους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στοὺς Ἐπισκόπους ποὺ εἴτε ἀρνήθηκαν νὰ λάβουν μέρος εἴτε ἔλαβαν καὶ δὲν ὑπέγραψαν τὸ ἐπίμαχο κείμενο, κατὰ τρίτον στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπίσης στὸ ὑγιὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀντιδρᾶ· ὥστε νά ἀπορριφθοῦν συνοδικῶς ὡς ἄκυρες οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἰδιαίτερα τὸ οἰκουμενιστικὸ αὐτὸ κείμενο, καὶ νὰ γίνει ἐπίσημη συνοδική καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς αἱρέσεως. Νὰ ἀναληφθεῖ ἐπίσης προσπάθεια ἐπανόδου στὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο, ὥστε νὰ θεραπευθοῦν τὰ τραύματα τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ προληφθοῦν νέες διαιρέσεις καὶ ἐντάσεις.
Ἡ ἀδιαμαρτύρητη ἀποδοχὴ τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ αὐτοῦ κειμένου τῆς Κρήτης, ἡ μὴ ἐπίσημη ἀπόρριψή του, ὁδηγεῖ στὴ μεταφορὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπ’ εὐθείας μέσα στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ στὴ συνύπαρξη δύο ἀντιθέτων δογματικῶν (ἐκκλησιολογικῶν) παραδόσεων: ἐκείνης ἡ ὁποία ὁμολογεῖται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως περὶ Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκείνης τῆς καινοτόμου, ἀλλοτρίας καὶ αἱρετικῆς, τῶν πολλῶν «ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν». Ἔτσι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία[4], παρουσιάζεται «σχιζοφρενής», ὄχι ἔχουσα «νοῦν Χριστοῦ»[5], ἀλλὰ «Χριστόν μεμερισμένον [=τεμαχισμένο] [6]», πολλὲς «δόξες», δογματικὲς δηλαδὴ πίστεις[7]. Καὶ ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου «ἔγινε γνωστὴ στὶς Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες στὰ ἐπουράνια μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ»[8]παρουσιάζεται τώρα στὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Κολυμπαρίου ὡς στερημένη ἀπὸ τὸ βασικὸ γνώρισμά Της τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν ΕΝΟΤΗΤΑ, κατὰ τὴν ὁποίαν «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον […] συνάρμοσε σὲ συμφωνία ἑνιαίας πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα Πίστεως τὶς διαφορετικὲς γλῶσσες τοῦ πλήθους τῶν ἐθνῶν»[9].
Ἡ ὑποχρέωση μιᾶς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γενικῶς, προκύπτει ἀβίαστα καὶ ἀπὸ τὴν διαπίστωση τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πρὸς τοὺς Μονοθελῆτες· σύμφωνα μὲ αὐτὴν δὲν ἀρκεῖ ἡ «ἐξαφάνιση» ἢ «παρασιώπηση» ἑνὸς κειμένου αἱρετικοῦ τὸ ὁποῖο ἐγκρίθηκε συνοδικά, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται ἡ συνοδικὴ καταδίκη του, ὥστε νὰ μὴ βλάπτει τὶς ψυχὲς ὅσων τὸ διαβάσουν: «Κατέβηκε ἀπὸ τοὺς πέτρινους τοίχους, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὶς νοερὲς ψυχές. Νὰ δεχθοῦν τὴν κατάκριση αὐτῶν, ἡ ὁποία ἔγινε στὴ Ρώμη καὶ ἐκτέθηκε συνοδικά, μὲ εὐσεβῆ δόγματα καὶ κανόνες, καὶ (τότε) ἔχει καταστραφεῖ τό διαχωριστικό τεῖχος καί δέν χρειαζόμαστε προτροπή»[10].
7. Πρέπει ἐδῶ, παρά ταῦτα, νὰ γίνει ἡ ὑπενθύμιση, σὲ συσχετισμὸ μὲ τὴν δογματικὴ συνείδηση ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν λαϊκῶν, ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν Ἐπισκόπων «ἐπ’ ἐκκλησίαις» δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη, ἀλλὰ συναρτᾶται πρὸς τὴν δογματική τους πίστη, καθὼς μνημονεύονται στὴν Θεία Λειτουργία – εἰλικρινῶς καὶ ὄχι ψευδῶς – ὡς «ὀρθοτομοῦντες [=διατυπώνοντας σωστὰ] τὸν λόγον τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας» ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, καὶ ὅπως προϋποθέτει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν μας»[11]. Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτὴ διαπότισε καὶ τὸ αὐτοκρατορικὸ («βυζαντινὸ») ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο, «Σκοπὸς τοῦ Πατριάρχη εἶναι: πρῶτα, ἐκείνους ποὺ παρέλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ τοὺς διαφυλάξει σὲ εὐσέβεια καὶ σεμνότητα βίου· ἔπειτα, καὶ ὅλους τοὺς αἱρετικούς, κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του, νὰ τοὺς ἐπιστρέψει πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας (αἱρετικοὶ δὲ ὀνομάζονται ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ τοὺς Κανόνες καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία)». Αὐτό, διότι «Πατριάρχης σημαίνει ζωντανὴ καὶ ἔμψυχη Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὴν ἀλήθεια μὲ ἔργα καὶ λόγια»[12]. Ὅπως, λοιπόν, δὲν προσκυνοῦμε τὴν ἁγιογραφημένη Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἂν αὐτὴ μὲ νεστοριανικὴ λογική, δὲν διασῴζει τὰ ἐπιγράμματα τῆς ὁμολογίας τῆς Θεότητός Του (Ὁ Ὢν, ΙCXC) ἢ τὰ λοιπὰ γνωστὰ ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ Παραδόσεως γνωρίσματα τῆς ἀνθρωπίνης Του φύσεως, ἔτσι δὲν ἀναγνωρίζεται καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας ἡ «ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ», ὅταν αὐτὸς δὲν διασῴζει τὴν δογματικὴ ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος καὶ τοῦ 15ουτῆς ἱερᾶς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου (ἔτους 861) περὶ τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας πρὸς τὸν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο.