«Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου του Υπ. Παιδείας & Θρησκευμάτων» ΣΚΛΕ για νομοσχέδιο Υπ. Παιδείας: Πρόταση για σύσταση και διεπιστημονική στελέχωση Κοινωνικών Υπηρεσιών στα Σχολεία

O Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος (Σ.Κ.Λ.Ε ν.π.δ.δ) εκπροσωπεί επιστημονικά και επαγγελματικά όλους τους κοινωνικούς λειτουργούς στη χώρα μας και με την παρούσα επιστολή μας θα θέλαμε να εκφράσουμε τη δυσαρέσκεια και τον έντονο προβληματισμό μας για τη χρονική συγκυρία που επέλεξε το Υπουργείο να καταθέσει το προς διαβούλευση Σχέδιο Νόμου «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις», το οποίο φέρνει αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα ενώ η σχολική πραγματικότητα έχει δεχτεί κλυδωνισμούς λόγω της πανδημίας του Covid-19 και ένας αριθμός μαθητών αντιμετωπίζει δυσκολίες πρόσβασης στην νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα (π.χ. πρόσβαση στο διαδίκτυο, έλλειψη εξοπλισμού, κ.α.)

Αυτές οι συνθήκες εκ των πραγμάτων δημιουργούν δυσκολίες στη διαβούλευση και στην ανταλλαγή απόψεων, περιορίζουν τις δυνατότητες έκφρασης των θεσμικά αναγνωρισμένων φορέων εκπροσώπησης που εμπλέκονται, με τους τρόπους που προβλέπει το Σύνταγμα και οι Νόμοι.

Συγκεκριμένα, ως προς το Άρθρο 38, για την πρόβλεψη ορισμού Εκπαιδευτικού Εμπιστοσύνης, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ο εν λόγω θεσμός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει την αναγκαιότητα θεσμικής σύστασης και διεπιστημονικής στελέχωσης Σχολικών Κοινωνικών Υπηρεσιών στη χώρα.

Σας γνωρίζουμε ότι η άσκηση της Κοινωνικής Εργασίας στο σχολείο έχει θεσμοθετηθεί ήδη με τα Ν.Δ. 195/1974, ΠΔ.891/1978 και ΠΔ. 5050/1985 και υποστηρίχθηκε θεσμικά περαιτέρω με την πρόβλεψη για σύσταση θέσεων Κοινωνικών Λειτουργών σε Συμβουλευτικούς Σταθμούς Νέων (ΠΔ 390/1988), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το ΠΔ 140/2003.

Οι Σχολικοί Κοινωνικοί Λειτουργοί, σε όλα τα προηγμένα κράτη και τα συστήματα εκπαίδευσης, αποτελούν τον σύνδεσμο μεταξύ της οικογένειας, του σχολείου και της κοινότητας, με σκοπό την παροχή άμεσων και έμμεσων υπηρεσιών σε μαθητές, οικογένειες και στο σχολικό προσωπικό για την ενίσχυση και υποστήριξη των αναγκών των μαθητών αλλά και της κοινωνικής τους ευημερίας.

Γενικότερα, οι Κοινωνικοί Λειτουργοί στην εκπαίδευση –μεταξύ άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων- συμβάλλουν στην ενίσχυση της λειτουργικότητας των μαθητών, παρέχοντας τους ψυχοκοινωνική υποστήριξη.
Ειδικότερα και ενδεικτικά σας αναφέρουμε αρμοδιότητες των Σχολικών Κοινωνικών Λειτουργών, σύμφωνα με τα διεθνή και τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά μοντέλα:

Συμμετέχουν σε συναντήσεις αξιολόγησης ειδικής εκπαίδευσης καθώς σε και μεμονωμένες συναντήσεις εκπαιδευτικού σχεδιασμού.
Εφαρμόζουν τις αρχές και τις αξίες της επιστήμης της κοινωνικής εργασίας για προβλήματα που αφορούν την συνθήκη διαβίωσης ενός παιδιού, που επηρεάζουν την προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο.
Προετοιμάζουν το κοινωνικό ιστορικό (στάδια ψυχοκοινωνικής εξέλιξης) για τα παιδιά. Παρέχουν συμβουλευτική (ομάδα, άτομο ή / και οικογένεια).
Αναζητούν πόρους και διασυνδέουν σχολείο, οικογένεια και κοινότητα παρέχοντας κοινωνική φροντίδα ώστε να μπορέσει το παιδί να ενισχυθεί όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα.
Αναπτύσσουν μοντέλα θετικών στρατηγικών παρέμβασης και τροποποίησης συμπεριφοράς.

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ :

Παρεμβαίνουν στην κρίση.
Παρέχουν εξατομικευμένο πλάνο παρέμβασης για κάθε παιδί.
Βοηθούν το παιδί ως προς την επίλυση συγκρούσεων και τη διαχείριση θυμού. Αναπτύσσουν προγράμματα δεξιοτήτων κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Βοηθούν το παιδί στην κατανόηση και αποδοχή του εαυτού και των άλλων.

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΓΙΑ ΓΟΝΕΙΣ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ:

Συνεργάζονται με τους γονείς με στόχο την υποστήριξή τους στην προσαρμογή των παιδιών τους στο σχολείο.
Παρέχουν συμβουλευτική στην οικογένεια με στόχο τη μείωση του οικογενειακού άγχους, ώστε να επιτραπεί στο παιδί να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά στο σχολείο και στην κοινότητα.
Δικτυώνουν τους γονείς με την κοινότητα και ευρύτερα για να έχουν πρόσβαση σε προγράμματα/παροχές.

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ:

Παρέχουν στο προσωπικό βασικές πληροφορίες για την καλύτερη κατανόηση παραγόντων (πολιτισμικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, υγείας κ.λπ.) που επηρεάζουν την απόδοση και τη συμπεριφορά ενός μαθητή, με σεβασμό στο απόρρητο και στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.
Παρέχουν ψυχοκοινωνική αξιολόγηση μαθητών.
Αναπτύσσουν, είτε αυτόνομα είτε με συνεργασία με άλλους φορείς και υπηρεσίες, προγράμματα κατάρτισης προσωπικού για θέματα π.χ. διαχείρισης συμπεριφοράς και σχολικού εκφοβισμού.

ΣΧΟΛΙΚΗ-ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ:

Συνδέουν με προγράμματα κοινοτικών πόρων για την κάλυψη των αναγκών των μαθητών και των οικογενειών τους.
Βοηθούν τη σχολική κοινότητα να λάβει επαρκή υποστήριξη από τις κοινωνικές υπηρεσίες τοπικής αυτοδιοίκησης και τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας παιδιών & εφήβων.
Υποστηρίζουν για νέες και βελτιωμένες υπηρεσίες κοινότητας / σχολείου

ΑΛΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ :

Αναπτύσσουν εναλλακτικά προγράμματα παρέμβασης για παιδιά με τυχόν παραπτωματική συμπεριφορά.
Προσδιορίζουν και αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές περιπτώσεις κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών.

ΣΚΛΕ για νομοσχέδιο

Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι Σχολικοί Κοινωνικοί Λειτουργοί μεσολαβούν στη σχέση μαθητή – οικογένειας – σχολείου – πολιτείας, ακολουθώντας ένα ολιστικό μοντέλο, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην πρόληψη και αντιμετώπιση των συναισθηματικών, κοινωνικών και οικογενειακών αναγκών των μαθητών ώστε να αξιοποιήσουν επαρκώς τα μέσα που διατίθενται για την πρόοδο τους και την ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο.

Οι τρέχουσες δε συνθήκες υγειονομικής κρίσης ανέδειξαν την ανάγκη λειτουργίας Οργανωμένων Κοινωνικών Υπηρεσιών στα Σχολεία της χώρας,

καθώς αυτές θα μπορούσαν πιο αποτελεσματικά να διασυνδέσουν τους μαθητές και τις οικογένειές τους, που έχουν πληγεί, με υφιστάμενες υπηρεσίες και πόρους και ταυτόχρονα, ενημερώνοντας την εκπαιδευτική κοινότητα για τις ανάγκες παιδιών και οικογενειών που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, να μειώσουν τον αντίκτυπο των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων αυτής της κρίσης.

Στην Ελλάδα, με την υπουργική απόφαση αρ. 142628/ΓΔ4 (ΦΕΚ 3032 – 4/9/2017 τεύχος Β΄) και τα σχετικά άρθρα 1 και 3, αποτυπώνονται με σαφήνεια τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του κλάδου ΠΕ30 Κοινωνικών Λειτουργών, όπου υπηρετούν στις Επιτροπές Διαγνωστικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης – ΕΔΕΑΥ στα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Γενικής και στα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Γενικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.

Η προσφορά των υποστηρικτικών αυτών υπηρεσιών στο σχολικό περιβάλλον έχει αξιολογηθεί ιδιαίτερα ουσιαστική τόσο από την εκπαιδευτική κοινότητα όσο και από τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων.

Η μη σταθερή όμως απασχόληση τους στα σχολεία της χώρας και η συνεχής εναλλαγή προσώπων στις εκπαιδευτικές κοινότητες δημιουργεί δυσχέρειες στην εφαρμογή των παρεχομένων υπηρεσιών τους.

Η θεσμοθέτηση του Εκπαιδευτικού Εμπιστοσύνης, ως αντίβαρο, δεν μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό μέτρο για την ενίσχυση των προαναφερθέντων υποστηρικτικών δομών του σχολείου, προσθέτει αρμοδιότητες και καθήκοντα πέραν του εκπαιδευτικού τους έργου, για τα οποία υπάρχουν εξειδικευμένοι επιστήμονες.

Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος η ανάθεση ανάλογων καθηκόντων σε εκπαιδευτικούς, τα οποία περιγράφονται με προεδρικά διατάγματα ως αρμοδιότητες άλλων κλάδων και ειδικοτήτων, να οδηγήσει σε αντιποίηση επαγγέλματος.

Σχετικά με το Άρθρο 39 και την πρόβλεψη μέτρων για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού, η εν λόγω αναφορά συνεπικουρεί με την πρόταση μας για Σύσταση Σχολικής Κοινωνικής Υπηρεσίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Σχετικά με το Άρθρο 43, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Όπως γνωρίζετε οι Κοινωνικοί Λειτουργοί ΠΕ/ΤΕ που ανήκουν στον Κλάδο ΠΕ 30 του ΕΕΠ αποτελούν βασική ειδικότητα στη λειτουργία των Ειδικών Σχολείων, των ΚΕΣΥ και των ΕΔΕΑΥ, είναι απόφοιτοι των τμημάτων ΑΤΕΙ Αθήνας, Πάτρας και Ηρακλείου Κρήτης, όπου πρόσφατα εντάχθηκαν σε Πανεπιστημιακά Τμήματα καθώς και του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Όλοι οι απόφοιτοι των ανωτέρω τμημάτων ΑΕΙ και ΑΤΕΙ έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα και αποκτούν την ίδια άδεια άσκησης επαγγέλματος Κοινωνικού Λειτουργού, σύμφωνα με το ΠΔ 23/1992.

Επιπλέον, τόσο από τα προγράμματα σπουδών των αποφοίτων όλων των σχολών Κοινωνικής Εργασίας αλλά και από το καθηκοντολόγιο των ΠΕ 30 Κοινωνικών Λειτουργών – όπως περιγράφονται – δεν προκύπτει καμία διαφορά (όπως άλλωστε είναι αυτονόητο) στην άσκηση του επαγγέλματος από ΠΕ και ΤΕ Κοινωνικούς Λειτουργούς.

Πάγιο αίτημα του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος είναι η εξάλειψη της επί σειράς ετών άνισης μεταχείρισης έναντι των αποφοίτων Κοινωνικών Λειτουργών ΑΤΕΙ,

καθώς δεν τους δίνεται η δυνατότητα ισότιμης πρόσβασης στις προκηρύξεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού.

Το Υπουργείο διαχωρίζει τους αποφοίτους ΠΕ και ΤΕ, έτσι ώστε οι μεν πρώτοι να μπορούν να συμμετέχουν στις προκηρύξεις για την ειδική αγωγή ενώ αντίθετα για τους απόφοιτους των ΑΤΕΙ να είναι προαπαιτούμενο η Παιδαγωγική Επάρκεια,

η οποία προκύπτει από παρακολούθηση (με οικονομική συμμετοχή) προγραμμάτων της ΑΣΠΑΙΤΕ και άλλων Πανεπιστημιακών Τμημάτων Παιδαγωγικής Κατεύθυνσης (Αθήνα, Κρήτη κ.α.).

Έτσι οι κοινωνικοί Λειτουργοί, απόφοιτοι των ΑΤΕΙ, αναγκάζονται, προκειμένου να εργαστούν στην εκπαίδευση, να καταβάλουν επιπλέον χρήματα για την απόκτηση της παιδαγωγικής επάρκειας, ενώ αυτονόητα έχουν πρόσβαση από την απόκτηση του πτυχίου τους και της άδειας άσκησης επαγγέλματος τους.
Για την αποκατάσταση ως προς το ορθό, προτείνουμε όπως προχωρήσετε στη ρύθμιση/τροπολογία, που θα περιλαμβάνει:

Α. Ένταξη όλων των Κοινωνικών Λειτουργών, πτυχιούχων ΑΕΙ και ΑΤΕΙ σε ένα ενιαίο κλάδο/κατηγορία με βασικό προσόν το Πτυχίο Κοινωνικής Εργασίας Ιδρύματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και κατά συνέπεια την κατάταξη όλων των υποψηφίων Κοινωνικών Λειτουργών σε έναν ενιαίο πίνακα

Β. Τροποποίηση της πρόβλεψης για επιπλέον τυπικό προσόν (του πτυχίου της ΑΣΠΑΙΤΕ ή άλλων Τμημάτων ΑΕΙ) για τους Κοινωνικούς Λειτουργούς πτυχιούχους ΑΤΕΙ

Συμπερίληψη στο υπό επεξεργασία Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων ρύθμισης για την ένταξη όλων των Κοινωνικών Λειτουργών, πτυχιούχων ΑΕΙ και ΤΕΙ σε έναν ενιαίο κλάδο / κατηγορία, με βασικό προσόν διορισμού το Πτυχίο Κοινωνικής Εργασίας Ιδρύματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Η προτεινόμενη ρύθμιση καθίσταται ιδιαιτέρως αναγκαία μετά:

(α) την ψήφιση του Νόμου 4521/2018, σχετικά με την ίδρυση του Πανεπιστήμιου Δυτικής Αττικής, όπου το Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του ΑΤΕΙ Αθήνας, εντάσσεται ως αυτόνομο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας στη Σχολή Διοικητικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών με συνέπεια και οι χορηγούμενοι τίτλοι σπουδών να μετατρέπονται στο εξής σε Πανεπιστημιακούς (ΠΕ) &

(β) την ψήφιση του Νόμου 4610/2019, «Συνέργειες Πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι., πρόσβαση στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, Πειραματικά σχολεία, Γενικά Αρχεία του Κράτους και λοιπές διατάξεις», σύμφωνα με τα οποία τα Τμήματα Κοινωνικής Εργασίας των ΤΕΙ Πάτρας και Ηρακλείου μετατρέπονται σε Πανεπιστημιακά Τμήματα και το Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης μετατρέπεται σε αυτόνομο Πανεπιστημιακό Τμήμα.

Η υιοθέτηση της προτεινόμενης ρύθμισης αποτελεί διαχρονικό αίτημα του κλάδου των Κοινωνικών Λειτουργών της χώρας και έχει κατατεθεί στα συναρμόδια Υπουργεία Εσωτερικών, Παιδείας & Θρησκευμάτων και Διοικητικής Μεταρρύθμισης.

Η ένταξή της ως διάταξη στο υπό επεξεργασία Σχέδιο Νόμου κρίνεται απολύτως αναγκαία για την επικαιροποίηση των διατάξεων που διέπουν τα προσόντα διορισμού σε θέσεις Κοινωνικών Λειτουργών και τις οργανικές θέσεις Κοινωνικών Λειτουργών με τα καινούργια δεδομένα που προκύπτουν από τη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης για την εξέλιξη των σπουδών της Κοινωνικής Εργασίας στη χώρα μας.

Σε διαφορετική περίπτωση θα εξακολουθήσει να υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των ισχυόντων διατάξεων για την εκπαίδευση στην Κοινωνική Εργασία, του θεσμικού πλαισίου για την άσκηση του επαγγέλματος του Κοινωνικού Λειτουργού, – όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4488/2017 – και των διατάξεων για τα προσόντα διορισμού προσωπικού στο Δημόσιο, με συνέπειες όπως, αδυναμία κάλυψης κενών οργανικών θέσεων, εισαγωγή αδικαιολόγητης διάκρισης μεταξύ των Κοινωνικών Λειτουργών και τελικά ελλείψεις/ αδυναμίες στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδα στα μέλη των πολλαπλών κατηγοριών ευπαθών κοινωνικών ομάδων.

Η κατάρτιση και η επεξεργασία της ρύθμισης και της αιτιολογικής έκθεσης που επισυνάπτεται, πραγματοποιήθηκε από τον Νομικό Σύμβουλο του ΝΠΔΔ ΣΚΛΕ – Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος

Σχετικά με το Άρθρο 5, για την αναγραφή της διαγωγής των μαθητών στα απολυτήρια των τίτλων σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επαναφέροντας ουσιαστικά σε ισχύ το Προεδρικό Διάταγμα 104/ 1979, όπου η διαγωγή ενός μαθητή, όταν παρέκκλινε «από την προσήκουσα» σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής, μπορούσε να χαρακτηρισθεί (αντί της «κοσμιωτάτης») «κοσμία» και (ακόμη χειρότερα) «επίμεμπτη», θεωρούμε ότι έρχεται σε αντίφαση με τα σύγχρονα παιδαγωγικά μοντέλα.

Αν και στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου αναγράφεται ότι ο σκοπός της αναγραφής «έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στον εντοπισμό των προβλημάτων συμπεριφοράς σε σχέση με την τήρηση των κανόνων της σχολικής ζωής και στην καλύτερη παιδαγωγική αντιμετώπισή τους», είναι απορίας άξιον, ποιά θα είναι τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας διαγωγής και σε ποιό επίπεδο οι παρεμβάσεις σε μαθητές με προβλήματα συμπεριφοράς θα εκλαμβάνονται ως παιδαγωγικές – θεραπευτικές ή τιμωρητέες.

Ο χαρακτηρισμός της διαγωγής στα πιστοποιητικά μπορεί να επιφέρει στιγματιστικές διεργασίες για το ψυχισμό, να αυξήσει τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση, οδηγώντας σε μειωτικούς χαρακτηρισμούς έναν/μια έφηβο και στην μετέπειτα ενήλικη ζωή του.

Ας σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καμία μελέτη που να αποδεικνύει τη χρησιμότητα αυτού του μέτρου, για την καλύτερη ένταξη και προσαρμογή των μαθητών στη σχολική ζωή.

Επιπλέον, η διαγνωστική εκτίμηση προβλημάτων της συμπεριφοράς αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης από τις θεσμοθετημένες δομές αξιολόγησης και υποστήριξης των μαθητών, όπου ακολουθείται επιστημονική και προτυποποιημένη διαδικασία, διασφαλίζει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του παιδιού και που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδέεται με τη σχολική επίδοση των παιδιών.

Για τους ανωτέρω λόγους ζητάμε την απόσυρση του άρθρου.

Σχετικά με τα Άρθρα 10 -20 Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία, σας θέτουμε υπόψη ότι η διάκριση των σχολείων δημιουργεί ανισότητες στην πρόσβαση στην εκπαίδευση ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση με την πρόβλεψη του συντάγματος για ισότιμη πρόσβαση όλων. Επιπλέον, δημιουργεί σύγχυση μεταξύ των γονέων και υποβάλλει τα παιδιά σε έναν πρόωρο ανταγωνισμό χωρίς ουσία.

Σχετικά με το Άρθρο 51, η θέσπιση ηλικιακού ορίου για τη φοίτηση στα ΕΠΑΛ επί της ουσίας καταργεί το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στην εκπαίδευση και περιορίζει τις επαγγελματικές επιλογές και ευκαιρίες, ενώ ενέχει τα χαρακτηριστικά του ηλικιακού ρατσισμού. Άλλωστε υπάρχουν πολλοί αντικειμενικοί λόγοι, οικογενειακοί, κοινωνικοί ή λόγοι υγείας που μπορεί να καθυστερήσουν την έγκαιρη εγγραφή στα ΕΠΑΛ.

Το επιχείρημα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, ότι η ρύθμιση αυτή έχει σκοπό «την αποτελεσματικότερη πρόληψη φαινόμενων ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού, τα οποία παρατηρούνται ιδίως μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων μαθητών» δεν υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα και την εμπειρική πρακτική.

Ευελπιστούμε ότι θα λάβετε υπόψη σας τις ανωτέρω παρατηρήσεις και προτάσεις και θα ανταποκριθείτε στα πάγια και διαχρονικά αιτήματα του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο

Η Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας

Τριανταφυλλιά Αθανασίου Γεώργιος Λουκάς