Qui jure suo utitur neminem laedit – Σκέψεις για τη διδασκαλία των γαλλογερμανικών στα σχολεία (μέρος Α΄)
Κωνσταντίνος Μυταλούλης Δρ Διδακτικής Παν/μίου Σορβόννης
Eν όψει της επερχόμενης σχολικής χρονιάς θα προσπαθήσω να κάνω έναν απολογισμό ή καλύτερα μία παρουσίαση της υπάρχουσας κατάστασης σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διδασκαλίας της Β΄ξένης γλώσσας κυρίως στον Δημόσιο τομέα της εκπαίδευσης.
Επίσης, θα προσπαθήσω να φωτίσω διάφορες πτυχές και να υποβάλω προτάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών διδασκαλίας/εκμάθησης της με απλά λόγια, για να καταλαβαινόμαστε δηλαδή. Άλλωστε έχει περάσει καιρός από τότε που χρησιμοποιούσα επιστημονική γλώσσα θεωρώντας ότι οι άνθρωποι σέβονται μερικές φορές περισσότερο αυτό που καταλαβαίνουν λίγο ή καθόλου, μιας και νομίζουν ότι αυτοί φταίνε που δεν το καταλαβαίνουν και όχι οι ομιλητές ή οι συγγραφείς που μιλάνε τεχνηέντως εκλεπτυσμένα.
Η τάση αυτή ξέφυγε από τις πανεπιστημιακές αίθουσες (λ.χ. σχολών Πολιτικών Επιστημών) και πέρασε στη γλώσσα των πολιτικών οι οποίοι, ορισμένοι, μιλώντας εσκεμμένα ακαταλαβίστικα αρέσκονταν στο να ακούν εμβρόντητους δημοσιογράφους να τους λένε: «Μιλάτε πολύ καλά ελληνικά κύριε… αλλά πείτε μας για να καταλάβει και ο απλός κόσμος…».
Θα ήθελα, λοιπόν, να εκφραστώ απλά και να παρακαλέσω εκ των προτέρων, να μη ληφθούν υπόψη οι ενδεχόμενες λεκτικές υπερβολές τούτου του μη δομημένου άρθρου (και ποιος ορίζει αλήθεια πώς πρέπει να γράφεται ένα άρθρο;) αλλά να επικεντρωθεί η κριτική του αναγνώστη στην ουσία των γραφόμενων μου. Θα αποφύγω να αναφερθώ σε πρόσωπα, δεν υπάρχει λόγος.
Στο παρόν θα εξετάσουμε την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και θα υπάρξει και Β’ μέρος για όλες τις άλλες βαθμίδες και τον ιδιωτικό τομέα.
Στα Δημοτικά παλαιότερα ο δάσκαλος μας έβαζε συχνά έκθεση με θέμα ένα επαναλαμβανόμενο γεγονός, για παράδειγμα μια εθνική ή θρησκευτική γιορτή και μας ζητούσε να γράψουμε κάτι για αυτό. Μην έχοντας άλλη εισαγωγή πολλά παιδιά ξεκινούσαν με τη φράση: «Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος γιορτάζουμε ή γιορτάσαμε την 25η Μαρτίου.». Έτσι λοιπόν θα ξεκινήσω και εγώ…
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος η διδασκαλία της Β΄ ξένης γλώσσας στη Δημόσια Εκπαίδευση δέχτηκε πλήθος αλλαγών ή κάποιες σοβαρές αλλαγές. Δεν έχει υπάρξει χρονιά τα τελευταία 20 χρόνια που να μην την έχουν «πειράξει».
Κατάργηση της υποχρεωτικής διδασκαλίας στο Λύκειο, μείωση του ωραρίου διδασκαλίας από 3 ώρες σε 2, κατάργηση ελεύθερης επιλογής εγχειριδίου από εγκεκριμένη λίστα (η λελογισμένη λίστα ίσχυε τον 19ο αιώνα αλλά κακώς δεν ισχύει τον 21ο αιώνα για την Δ/θμια εκπαίδευση). Πραγματικά είναι τόση η σπουδή για αλλαγή στα όσα σχετίζονται με την Β΄ ξένη γλώσσα που αισθανόμαστε οι καθηγητές της πάρα πολύ σπουδαίοι. Για να ξεκινούν οι αλλαγές από εμάς ε, κάποιος λόγος θα υπάρχει. Σημαίνει ότι είμαστε σημαντικοί , ότι μπροστά μας ωχριούν τα άλλα μαθήματα… Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική.
Θετικό γεγονός ήταν η εισαγωγή της διδασκαλίας Γαλλικών, Γερμανικών στην Π/θμια εκπαίδευση στις Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεις ή οποία έγινε με χαρά αποδεκτή από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Ως γλώσσα επιλογής όμως. Μία από τις δύο!
Προσωπικά ήμουν, είμαι και θα είμαι υπέρ της δυνατότητας διδασκαλίας και των δύο γλωσσών. Και εξηγούμαι. Εφόσον υπάρχουν ως γνωστικά αντικείμενα έχοντας δηλαδή υποστεί τον απαραίτητο διδακτικό μετασχηματισμό (disciplinarisation) γιατί να αφαιρείται η δυνατότητα από τους μαθητές να σπουδάσουν και τα δύο; Αντ’ αυτού επινοήθηκε η ιδέα του μαθήματος επιλογής.
Μπορώ να το καταλάβω έστω για το Λύκειο αλλά για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο γιατί; Γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να μάθω ή έστω να αγγίξω, να γευτώ και τις δύο γλώσσες; Είμαι πολύ εναντίον της έννοιας της υποχρεωτικής επιλογής- απαγόρευσης εκμάθησης ενός γνωστικού αντικειμένου. Μα πόσες ώρες θα κάνουν μάθημα τα παιδιά; Όσες θέλουν, απαντώ (φαινομενικά απλοϊκά), εφόσον το έχουν επιλέξει. Εκεί βέβαια μπορεί να επέμβει η Πολιτεία και να ρυθμίσει το ελάχιστο υποχρεωτικό των επιλογών των γλωσσών αλλά όχι το μέγιστο
. Δηλαδή να υποχρεώνει τουλάχιστον την επιλογή της μίας εκ των 2 γλωσσών αλλά να δίνει και την δυνατότητα για όποιον θέλει να κάνει και την δεύτερη (δεν θα αναφερθώ εδώ στις άλλες γλώσσες γιατί υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη για αυτές , όχι όμως επειδή τις απαξιώνω).
Πάμε λοιπόν στην ουσία της συζήτησης και ας προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Δημοτικά Σχολεία. Η εισαγωγή της διδασκαλίας της Β΄ ξένης γλώσσας που αγκαλιάστηκε ως κάτι θετικό συναντά σήμερα ανυπέρβλητα εμπόδια κυρίως και μετά την τελευταία εξέλιξη που απαγορεύει την εκμάθηση της Β’ ξένης γλώσσας που επιλέγει ο μαθητής , αν αυτή δεν είναι η πλειοψηφούσα γλώσσα επιλογής. Θα μπορούσαν βέβαια οι μαθητές όχι μόνο να διδάσκονται την Β ξένη γλώσσα που επιθυμούν αλλά και τις 2 ξένες γλώσσες. Ας κάνουμε έναν φανταστικό διάλογο πάνω σε αυτό το θέμα.
-Να κάνουν και τις δύο γλώσσες; Ωραία μας τα λέτε φίλε. Και πού θα βρεθούν τα λεφτά για όλα αυτά;
-Ας γίνει εκεί όπου υπάρχει η δυνατότητα. Στα σχολεία όπου είναι δυνατόν. Είναι καλύτερα να γίνεται κάπου το σωστό και το ωραίο με ταυτόχρονη προσπάθεια γενίκευσης παρά να μη γίνεται πουθενά για να μην αδικηθούν κάποιες περιοχές.
-Μα έτσι θα επωφεληθούν τα αστικά κέντρα όπου υπάρχουν στα σχολεία και οι δύο καθηγητές, γαλλικών και γερμανικών. Τι θα γίνει με την επαρχία; Θα υπάρξει πρόβλημα!
-Είστε σίγουρος για αυτό; Όλοι οι νέοι ξενόγλωσσοι φιλόλογοι βρίσκονται στην επαρχία. Έχετε μήπως παρατηρήσει από πότε έχει να γίνει απτός αριθμός μεταθέσεων ΠΕ05 και ΠΕ07 σε μεγάλα αστικά κέντρα. Στην Αττική π.χ. ο μέσος όρος ηλικίας πλέον των «Γαλλικούδων» ξεπερνά τα 52 έτη. Και η θέση όσων φεύγουν στη σύνταξη δεν αναπληρώνεται με διορισμούς .
-Δεν έχετε δίκιο! Διορισμοί γίνονται και έγιναν φέτος από τον πίνακα ΑΣΕΠ 2008! Θα γίνουν και άλλοι.
-Το ίδιο πράγμα λέμε, γίνονται αλλά όλοι στην επαρχία.
Αυτό επιβεβαιώνει το αρχικό μου επιχείρημα, ότι δηλαδή πιο εύκολα ή τουλάχιστον το ίδιο εύκολα ή δύσκολα μπορούν να υπάρχουν καθηγητές και των δύο ειδικοτήτων στην επαρχία.
Ας συνεχίσουμε λοιπόν την κουβέντα μας για τα Δημοτικά. Κάναμε πριν μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή. Η Β’ ξένη γλώσσα διδάσκεται από μόνιμους πλέον εκπαιδευτικούς κυρίως μεταταγμένους από το 2013 στην Π/θμια ή και αποσπασμένους. Οι άνθρωποι αυτοί δεν δουλεύουν σε ένα ή έστω δύο σχολεία αλλά σε 5, 6 πολλές φορές (τα πρώτα χρόνια) και σε 7. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Οι καθηγητές είναι αναγκασμένοι να μετακινούνται σε αυτά τα σχολεία ιδίοις εξόδοις αντιμετωπίζοντας πολλούς κινδύνους στους δρόμους.
Από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους, δεν υπάρχει πιο μεγάλη μαζική οικονομική προσφορά από εκπαιδευτικούς του Δημοσίου από την οικονομική συνεισφορά των εκπαιδευτικών αυτών!
Η προσφορά δεν έγκειται στο να προσφέρουν γνώση χωρίς να πληρώνονται (σε αυτό η Ελλάδα κατέχει τα σκήπτρα) αλλά στο να βάζουν λεφτά από την τσέπη τους. Εισιτήρια, βενζίνες, συντήρηση αυτοκινήτων είναι μερικά από αυτά . Τρέχουν πανικόβλητες (επιτρέψτε μου το θηλυκό γένος, είναι κατά 95% γυναίκες) από σχολείο σε σχολείο όπου τις περιμένουν τα παιδάκια συχνά με « άγριες διαθέσεις» από την άποψη ότι θα κάνουν μάθημα 1 ώρα και τέλος. Έχει αντιμετωπίσει κανείς 9χρονα και 10χρονα που να γνωρίζουν ότι μάθημα θα ξανακάνουν με την εν λόγω καθηγήτρια ξανά σε 3 μέρες ή σε 15 αν συμπέσει το μάθημα με αργίες;
Και να ήταν μόνο αυτό… Αρκετοί διευθυντές «βγάζουν» όλο το διευθυντιλίκι τους πάνω στις ταλαίπωρες καθηγήτριες Γερμανογαλλικών και έχουν συμπεριφορά αφ’ υψηλού και όχι συνεργατική. Οι τελευταίες κρίσεις βελτίωσαν κάπως τα πράγματα ως προς τα μοριοδοτούμενα προσόντα που συνεπάγονται με θέληση και αυταπάρνηση όσο και αν θέλουν να τα υποτιμήσουν κάποιοι.
Δεν έλειψαν όμως και πολλές περιπτώσεις όπου με απλή αναμονή (σπεύδε βραδέως) έγιναν κάποιοι Διευθυντές. Ανοίγοντας μια παρένθεση για το θέμα στελεχών , κρίνω ως απαράδεκτη τη μη δυνατότητα να διεκδικήσουν τη διεύθυνση Δημοτικών σχολείων οι εκπαιδευτικοί ορισμένων «ειδικοτήτων» (όπως αποκαλούν οι δάσκαλοι δηλ. οι εκπαιδευτικοί «γενικοτήτων» όλους τους άλλους, λες και οι ίδιοι δεν είναι ειδικοί, εξειδικευμένοι). Σύμφωνα με το νόμο θα πρέπει οι εκπαιδευτικοί πλην των ΠΕ70 να έχουν συμπληρώσει 10ετία στη βαθμίδα, για να κάνουν αίτηση για διευθυντές, πράγμα αδύνατο για πολλούς εκπαιδευτικούς «ειδικοτήτων» οι οποίοι αν και πάνω από 15 ή 20 χρόνια στην εκπαίδευση, μόλις τα τελευταία 3-4 χρόνια ενεμφανίσθησαν στην Π/θμια. Και να είχαν και οργανική; Φευ!
Κλείνω την παρένθεση αυτή και επανέρχομαι στο κυρίως θέμα μου για να τονίσω ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να δίνεται η δυνατότητα, τουλάχιστον σε όσους ξενόγλωσσους εκπαιδευτικούς εργάζονται σε επαρχιακά σχολεία να κάνουν δίωρο μάθημα, ούτως ώστε να μην αναγκάζονται να ταξιδεύουν 2 φορές μέσα στη βδομάδα. Οι συνθήκες μετακίνησης όπως προείπα επιφέρουν δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος στους/στις εκατοντάδες μετακινούμενων εκπαιδευτικών.
Το ζήτημα θα έπρεπε να είχε ήδη λυθεί από ΟΛΜΕ και ΔΟΕ με αίτημα για μείωση ωραρίου για όποιον εργάζεται σε πάνω από 2 ή 3 σχολεία. Ο νομοθέτης που όρισε 24, 23, 22 ή 21 ώρες διδασκαλίας των δασκάλων στα Δημοτικά δεν είχε στο νου τους μετακινούμενους εκπαιδευτικούς. Τι πράγμα είναι και αυτό με τη μετακίνηση; Αν αυτή η τακτική είναι σωστή θα έπρεπε και ένας στρατιώτης (όπως θεωρώ τους εκπαιδευτικούς) να υπηρετεί ταυτόχρονα σε πολλά στρατόπεδα, ένας αστυνομικός να ανήκει σε πολλά τμήματα, ένας γιατρός να προσφέρει υπηρεσίες σε πολλά νοσοκομεία και ένας υπουργός να εργάζεται σε 4 υπουργεία…
Και τι θα γίνει αν υπάρξει αυτοκινητικό ατύχημα; Και τι θα κάνει ο εκπαιδευτικός που δεν έχει αυτοκίνητο ή δίπλωμα οδήγησης. Θα πάει με κάποιο όχημα της Υπηρεσίας ή του Δήμου;
Και τι γίνεται με αυτούς που δεν υπηρετούν στον τόπο συμφερόντων τους; Μεταθέσεις δεν γίνονται! Γνωρίζω μητέρες 2 ή 3 παιδιών οι οποίες είναι αναγκασμένες να εργάζονται σε όμορους νομούς και να διανύουν αποστάσεις που απαιτούν μέχρι και 300 ευρώ βενζίνη μηνιαίως.
Παλαιότερα υπήρχε ένα μότο του Υπουργείου Παιδείας που έλεγε: «Πρώτα ο μαθητής».
Ε, μήπως θα έπρεπε από τότε να είχε αλλάξει σε : « Πρώτα ο άνθρωπος»; Και για τον άνθρωπο καθηγητή που θα ασκεί το λειτούργημά με τον προσήκοντα τρόπο αλλά και για τον άνθρωπο μαθητή ο οποίος θα έχει τη δυνατότητα παιδαγωγικής επικοινωνίας μέσα στο σχολείο του με τον καθηγητή ξένης γλώσσας ,σε καθημερινή βάση. Η αυστηρή ενασχόληση με τα ωράρια δεν έχει σχέση με το σχολείο. Ας καθίσουν οι «επαΐοντες» να κάνουν μια ετυμολογική ανάλυση της λέξης σχολείο για να καταλάβουν τι εννοώ…
Αυτές είναι οι λίγες σκέψεις και προβληματισμοί που θα ήθελα να σας παρουσιάσω. Δεν αναφέρθηκα σε επιμέρους ζητήματα όπως ποιότητα εγχειριδίων, μη συμμετοχή των καθηγητών σε σχολικές δραστηριότητες, απουσία τους από συνελεύσεις συλλόγων διδασκόντων κ.ο.κ. Θα επανέλθω με άλλη έκθεση συλλογισμών και επιχειρημάτων για το Γυμνάσιο, το Λύκειο , τη διδασκαλία στον ιδιωτικό τομέα και τις δράσεις που πρέπει να αναλάβουν οι ερχόμενοι σε επαφή με την πολιτική ηγεσία, όσοι σχεδιάζουν ή «πειράζουν» κατά καιρούς τη ξενόγλωσση εκπαίδευση. Είναι δικαίωμα των ξενόγλωσσων καθηγητών Γαλλικής και Γερμανικής Φιλολογίας να εργαστούν σε ορθό και δίκαιο παιδαγωγικό περιβάλλον.
Qui jure suo utitur neminem laedit (Όποιος ασκεί το δικαίωμά του δεν βλάπτει κανένα).