Oι ρυθμίσεις και οι εξαγγελίες της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων στις πρώτες 100 ημέρες της Κυβέρνησης ΝΔ, βρίθει αυταρχικών και αντι-εκπαιδευτικών πολιτικών. Πιο συγκεκριμένα:
ΕΠΕΚΕ Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ
η κατάργηση του Πανεπιστημιακού Ασύλου,
η απόσπαση της Έρευνας από την Ανώτατη Εκπαίδευση,
η αναστολή των Διετών Προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στα ΑΕΙ για αποφοίτους ΕΠΑΛ,
η κατάργηση των Τμημάτων Ελεύθερης Πρόσβασης,
οι διαγραφές φοιτητών και η μείωση του αριθμού των εισακτέων,
η κατάργηση της Νομικής Σχολής στην Πάτρα,
η απρεπής συμπεριφορά και η επίθεση προς τους τομεάρχες Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ,
φανερώνουν μια προβληματική και α-λα-καρτ προσέγγιση της διαβουλευτικής δημοκρατίας και υπονομεύουν την ανάγκη διαλόγου και συνεννόησης που επικαλείται ρητορικά και επικοινωνιακά η Υπουργός Παιδείας & Θρησκευμάτων.
Η κα Κεραμέως συνεχίζει να θεσπίζει μια σειρά από προβληματικές διατάξεις για την Παιδεία σε νομοσχέδια άλλων Υπουργείων και χωρίς να συγκαλεί τη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Για μια ακόμη φορά, ζητούμε την άμεση σύγκληση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων και ενδελεχή συζήτηση. Ταυτόχρονα, προκειμένου να αφαιρεθεί κάθε πρόσχημα, δηλώνουμε πως θα προσέλθουμε στο διάλογο, έτοιμοι να υπερασπιστούμε τις αρχές μας και το σημαντικό έργο της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα. Είμαστε επίσης διατεθειμένοι να συζητήσουμε επί των θέσεων άλλων πολιτικών δυνάμεων, καθώς και επί των απόψεων που διατυπώνονται εντός της Ακαδημαϊκής Κοινότητας, με στόχο την εξεύρεση συναινέσεων.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει διαχρονικά στην περαιτέρω στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης ως κοινωνικού αγαθού, ενισχύοντάς τη σε όλα τα επίπεδα: ακαδημαϊκά, θεσμικά, οικονομικά. Στον αντίποδα, η ΝΔ ενισχύει την ιδιωτικοποίησή της, υποστηρίζει αποτυχημένους θεσμούς ετεροδιοίκησης, «κλείνει την πόρτα» σε χιλιάδες νέους, προτίθεται να διαγράψει φοιτητές και να συρρικνώσει τα ΑΕΙ και την Έρευνα.
Η συμμετοχή μας στον διάλογο συνεπάγεται και τη συζήτηση νέων θεμάτων που μπορεί να προκύψουν αλλά και την επανεκτίμηση ρυθμίσεων του παρελθόντος, υπό την αυστηρή προϋπόθεση, η όποια αποτίμηση να γίνει με αμιγώς ακαδημαϊκά κριτήρια, τα οποία θα ενισχύουν τη δημοκρατική λειτουργία του Δημόσιου Πανεπιστημίου, ενός από τους βασικότερους δημόσιους θεσμούς της χώρας μας.
1. Αποτελεσματικότεροι Θεσμοί Διοίκησης
Το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων εκπηγάζει από μια βαθιά και πλούσια ιστορική παράδοση, στη διαδρομή της οποίας έχει δοκιμαστεί και επιβεβαιωθεί ποικιλοτρόπως η αυταξία του. Παράλληλα, έχει περιβληθεί και με τη συνταγματική περιωπή που το αρμόζει. Σε ό,τι αφορά στις ακαδημαϊκές υποθέσεις, ο έλεγχος και η λογοδοσία γίνονται εντός των πανεπιστημιακών οργάνων, όπως επιβάλλει το αυτοδιοίκητο. Σε ό,τι αφορά ζητήματα οικονομικής διαχείρισης, διενεργείται περαιτέρω έλεγχος από το Υπουργείο, ως εποπτεύουσα αρχή και όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Η κα Κεραμέως, με επιστολή της στα Πανεπιστήμια προσπάθησε να νεκραναστήσει τα αποτυχημένα Συμβούλια Ιδρύματος στη προσπάθεια της να εγκαθιδρύσει δομές ετεροδιοίκησης. Η θέση αυτή αποσύρθηκε από την επιστολή προς τους τομεάρχες Παιδείας, ωστόσο, η αναζήτηση «αντίβαρων» είναι άκρως ανησυχητική και προβληματική.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η χρήση του όρου «αυτονομία των Ιδρυμάτων» είναι άκριτη και εξόφθαλμα εσφαλμένη· τα Πανεπιστήμια είναι αυτοδιοικούμενα και δε θα απεμπολήσουν την ιστορικά εδραιωμένη ιδιοπροσωπία τους χάριν μιας νοηματικά αόριστης, νομικά ανεδαφικής και πολιτικά ολισθηρής «αυτονομίας», η οποία προετοιμάζει το έδαφος για την απόσυρση του Κράτους από τις υποχρεώσεις του και τη μείωση της χρηματοδότησης.
Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για τα Όργανα Διοίκησης, που ψηφίστηκε το 2017, έχει ήδη αποδειχθεί λειτουργικό. Σε κάθε περίπτωση, πριν από την αμφισβήτηση του πλαισίου θα πρέπει να προηγηθεί η αποτίμησή του από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η εκλογή Αντιπρυτάνεων ξεχωριστά από τους Πρυτάνεις δυνάμωσε τον πλουραλισμό και τη συλλογικότητα, τα Πρυτανικά Συμβούλια δεν είναι πλέον ενός ανδρός αρχή και, αντίθετα με τις τότε Κασσάνδρες, λειτουργεί δημιουργικά και αποτελεσματικά. Οι προτάσεις της κα Κεραμέως μαρτυρούν το εμφανές: δεν εμπιστεύεται να ορίζουν οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι την πορεία των ΑΕΙ.
2. Οικονομική Διαχείριση & Προσέλκυση Επιπλέον Πόρων
Βασική μας θέση είναι η αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων. Ωστόσο, η σύνδεση της αξιολόγησης με την χρηματοδότηση, όπως εφαρμόστηκε σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, αποδείχτηκε αναποτελεσματική και ατόνησε. Ειδικότερα στην Ελλάδα, όπου τα Πανεπιστήμια δεν έχουν υψηλούς δείκτες στις αξιολογήσεις – κυρίως λόγω υποστελέχωσης και έλλειψης υποδομών – αντί να ενισχύονται, θα τιμωρούνται. Έτσι, καταστρατηγείται ο βασικός στόχος της αξιολόγησης που είναι ο εντοπισμός των αδυναμιών και η θεραπεία τους από την Πολιτεία και τα ιδρύματα.
Επιπρόσθετα, η δυνατότητα ίδρυσης ΝΠΙΔ, επιχειρήσεων έντασης γνώσης, αξιοποίησης ΣΔΙΤ και αναμόρφωσης του κανονιστικού πλαισίου για τις δωρεές, φαντάζουν δελεαστικές αλλά υποκρύπτουν την έμμεση ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ. Πιο συγκεκριμένα, η ίδρυση ΝΠΙΔ θα σημάνει την πολύπλευρη αποκοπή του πανεπιστημίου από τα ερευνητικά του αποτελέσματα, καθώς και τη διαχείριση της έρευνας με καθαρά οικονομικίστικη αντίληψη. Το όποιο άνοιγμα των Πανεπιστημίων σε τέτοιες δράσεις θα πρέπει να γίνεται με όρους ενίσχυσης της ελεύθερης έρευνας και σε συνθήκες πλήρους διαφάνειας, λογοδοσίας, χωρίς να διακυβεύονται η ακαδημαϊκότητα, ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας τους.
3. Αξιολόγηση και πιστοποίηση της ποιότητας
Η αξιολόγηση όπως πραγματοποιήθηκε μέσω της ΑΔΙΠ τα τελευταία χρόνια, σε επίπεδο ιδρύματος και σε επίπεδο προγραμμάτων σπουδών, αποτέλεσε μία προβληματική διαδικασία με υψηλό διοικητικό φόρτο και λίγα ανταποδοτικά οφέλη για τα ΑΕΙ. Χρειάζεται μελέτη των νέων τάσεων στην εμπέδωση κουλτούρας ποιότητας αντί της εφαρμογής ομοιόμορφων συνταγών που έχουν εγκαταλειφθεί διεθνώς.
4. Προγράμματα σπουδών και λοιπά θέματα
Η διαφημιζόμενη από τη ΝΔ «ευελιξία», «αυτονομία» και «απελευθέρωση» των ΑΕΙ συνιστά εγκατάλειψη της υποχρέωσης υποστήριξης τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εμμέσως προτεινόμενη «απελευθέρωση» του υπάρχοντος πλαισίου των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ). Η θεσμοθέτηση υποχρέωσης παροχής υποτροφίας στο 30% των φοιτητών για οικονομικούς λόγους, η θέσπιση ορίου στις αμοιβές μελών ΔΕΠ από ΠΜΣ, ώστε να υπάρχει ισορροπία μεταξύ διδασκαλίας σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, η ενίσχυση νέων επιστημόνων ώστε να διδάσκουν στα ΠΜΣ είναι κατακτήσεις εξορθολογισμού και χρειάζονται ενίσχυση, όπως και η κρατική χρηματοδότηση των ΠΜΣ χωρίς δίδακτρα. Το επιχείρημα που διακινούταν το 2017 ότι με το εισαγόμενο θεσμικό πλαίσιο τα ΠΜΣ θα «κατέρρεαν» διαψεύστηκε: ο αριθμός των ΠΜΣ αυξήθηκε!
Προφανώς χωρούν βελτιώσεις στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, όπως η ενίσχυση της πρακτικής άσκησης, ο εξορθολογισμός της κατανομής της χρηματοδότησης των ιδρυμάτων με βάση τις ανάγκες και τον προγραμματισμό τους, η ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών των Ιδρυμάτων, η βελτίωση της σίτισης και της στέγασης των φοιτητών. Για αυτά η Κυβέρνηση της ΝΔ σιωπά.
Εκεί όμως που η ταξική της στόχευση γίνεται ξεκάθαρη είναι η πρόταση θέσπισης ανώτατου ορίου φοίτησης (το περίφημο «ν+2», το οποίο δεν υπάρχει πλέον στην επιστολή της κας Κεραμέως), ο ορισμός κατώτατης βάσης εισαγωγής και ο δραστικός περιορισμός εισακτέων. Όλοι γνωρίζουν ότι οι φοιτητές που ξεπέρασαν ένα όριο ετών σπουδών ουδόλως επιβαρύνουν το δημόσιο. Δεν λαμβάνουν συγγράμματα, δεν έχουν φοιτητικό πάσο, δεν δικαιούνται σίτιση. Η διαγραφή όσων έχουν καθυστερήσει, συχνά για οικονομικούς λόγους, απλά στέλνει στον Καιάδα όσους «δεν μπορούν». Το δικαίωμα της φοίτησης μέχρι τη λήψη του πτυχίου δεν είναι μια ελληνική «κακή» παγκόσμια πρωτοτυπία, απαντάται σε χώρες με υψηλή ποιότητα στην ανώτατη εκπαίδευση όπως η Γερμανία και η Φινλανδία. Σε αυτό που πρέπει να εργαστούν η πολιτεία και τα ιδρύματα είναι η υποστήριξη των φοιτητών ώστε να ολοκληρώνουν τις σπουδές τους χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις.
Η θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής ή και ειδικής ανά Τμήμα βάσης, προφανώς δεν έχει στόχο να θεραπεύσει προβλήματα αλλά να αποδυναμώσει τα περιφερειακά ιδρύματα και τα Τμήματα χαμηλής ζήτησης και όχι «χαμηλού κύρους», όπως τα αποκαλεί η κα Κεραμέως. Η χαμηλή ζήτηση ενός Τμήματος μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους πέρα από την ποιότητά του (τόπος, αντικείμενο σπουδών, χρόνια λειτουργίας). Το ακαδημαϊκό αποτύπωμα ενός Τμήματος δεν κρίνεται μόνο από τη βάση εισαγωγής αλλά από την έρευνα που παράγει και τη γνώση που μεταδίδει. Η βάση εισαγωγής είναι η κορυφή του παγόβουνου, μια δήθεν λύση όταν δεν υπάρχουν σοβαρές προτάσεις για την αναβάθμιση του Λυκείου και την προσφορά σπουδών υψηλού επιπέδου στα ΑΕΙ.
Αυτές οι λύσεις απαιτούν συνεχή δέσμευση της πολιτείας στη χρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας, με μόνιμους διορισμούς σε όλες τις βαθμίδες αντίθετα με τις καθυστερήσεις και το πάγωμα διορισμών που υλοποιεί η παρούσα Κυβέρνηση. Αλλιώς, θα οδηγηθούμε, πέραν του ανταγωνισμού μεταξύ Τμημάτων ώστε να φανούν ότι είναι «υψηλότερου κύρους», στη βίαιη δημιουργία πελατείας για τα ιδιωτικά κολλέγια, των οποίων η ενίσχυση φαίνεται πως είναι από τα πρωταρχικά «καθήκοντα» της νέας Κυβέρνησης.