Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων σχετικά με την κατάργηση της κλήρωσης για τον ορισμό του σημαιοφόρου, μεταξύ όλων των μαθητών και των μαθητριών, αποτελεί μια αναχρονιστική και αντιπαιδαγωγική πρακτική. Ο ορισμός σημαιοφόρου μετατρέπεται σε μια διαδικασία αναζήτησης του «άριστου των αρίστων», ακόμη και αν αυτή η αριστεία αποτυπώνεται σε διαφορά 0.1 της μονάδας!
της ΕΠΕΚΕ Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ
Με τη συγκεκριμένη απόφαση, η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά και ακροδεξιά αντανακλαστικά μέρους της εκλογικής της βάσης, που έχουν ατονήσει μετά τις κυβιστήσεις της νέας Κυβέρνησης στο «Μακεδονικό» και τη «Συμφωνία των Πρεσπών», όπως επίσης και στο προσφυγικό ζήτημα.
Κεραμέως για σημαιοφόρους: Μήνυμα υπέρ της προσπάθειας η κατάργηση της κλήρωσης
Η «αγωνία» της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων για το συγκεκριμένο θέμα αποτυπώνεται και στον αντιθεσμικό τρόπο με τον οποίο προχώρησε η ρύθμιση.
Με εγκύκλιο (Φ.20/155435/Δ1) της Υφυπουργού Σοφίας Ζαχαράκη προς τα σχολεία της χώρας στις 7 Οκτωβρίου αναστάλθηκε η εφαρμογή ισχύοντος νόμου, εν όψει της ψήφισης νέας διάταξης, η οποία κατατέθηκε με τροπολογία μερικές ημέρες αργότερα σε άσχετο νομοσχέδιο.
Ένα ακόμα «δήγμα» της νέας διακυβέρνησης, με θύματα την «καλή νομοθέτηση» και την «κανονικότητα», χωρίς σύγκληση της αρμόδιας Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, χωρίς διαβούλευση με τους φορείς, με περιφρόνηση προς το σύνολο των βουλευτών, ιδίως της αντιπολίτευσης και με παντελή έλλειψη σεβασμού προς την κοινοβουλευτική τάξη.
Σε πρόσφατη και εκτενή ανακοίνωση του Τομεάρχη Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Φίλη αναλύονται διεξοδικά οι εκπαιδευτικοί και παιδαγωγικοί λόγοι που καθιστούν μια τέτοια ρύθμιση άκρως προβληματική. Είχαμε την ελπίδα ότι η νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θα λάμβανε σοβαρά υπόψη τις επισημάνσεις, όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας, ότι η σημαία δεν μπορεί να υποβαθμίζεται και να ευτελίζεται από σύμβολο ενότητας σε έπαθλο επιβράβευσης επιδόσεων, επιτείνοντας τις διακρίσεις και το διαχωρισμό μεταξύ των μαθητών και των μαθητριών.
Πιστεύαμε επίσης, πως η Υπουργός Παιδείας δεν θα αποτολμούσε να κατασκευάσει μία δικής της έμπνευσης «αριστεία», καθώς το νομικό της υπόβαθρο δεν θα την οδηγούσε να αγνοήσει την ισχύουσα νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία η αριστεία στην Ε’ και Στ’ τάξη είναι μια και μοναδική, περιλαμβάνοντας όλους τους μαθητές με βαθμούς 9 και 10 (μεταξύ άλλων: ΠΔ 8/1995, άρθρο 4, παρ. 3 και ΥΑ Φ.7Α/ΦΜ/212191/Δ1/04-12-2017, άρθρο 4).
Ακόμα νομίζαμε πως οι ιδεοληψίες και οι αυταρχικές παιδαγωγικές αντιλήψεις της δεκαετίας του 1950 θα υποχωρούσαν μπροστά στις αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας που δεν επιθυμεί των εξοντωτικό ανταγωνισμό και τις πιέσεις ορισμένων γονέων προς τους δασκάλους για το 0.1 ή το 0.2 της μονάδας, προκειμένου το παιδί τους να αναδειχθεί σημαιοφόρος.
Δυστυχώς, τα παραπάνω επιχειρήματα έπεσαν στο κενό ή μάλλον στη μαύρη τρύπα της νεοφιλελεύθερης-αυταρχικής αντίληψης της ΝΔ, η οποία αντιλαμβάνεται την εκπαίδευση, αλλά και γενικότερα την οργάνωση της κοινωνίας ως κυνομαχία, για την οποία τα παιδιά πρέπει να ακονίσουν τα δόντια τους εξ απαλών ονύχων.
Η Νομολογία του ΣτΕ
Επιπρόσθετα, περιμένουμε με αληθινό ενδιαφέρον τις εξηγήσεις της Υπουργού Παιδείας σχετικά με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία είτε αγνοεί είτε ηθελημένα παρακάμπτει. Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (Συνταγματική η διαδικασία ανάδειξης σημαιοφόρων μαθητικών παρελάσεων ανεξαρτήτως βαθμολογίας των συμμετεχόντων στην κλήρωση-2374/2018) απέρριψε την αίτηση γονέων εναντίον της κλήρωσης των σημαιοφόρων μεταξύ όλων των μαθητών, αποδεχόμενο έτσι το ΠΔ της Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια απόφαση με πλήρη τεκμηρίωση βασισμένη σε ενδελεχή μελέτη όλων των νόμων και ρυθμίσεων που διέπουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης στο δημοτικό σχολείο.
Η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ συνιστά κόλαφο για τη ρύθμιση που έχει κατατεθεί στη Βουλή προς ψήφιση από την Υπουργό Παιδείας, αναφέροντας ρητά:
«[…] συνάγεται ότι η επίδοση στα μαθήματα δεν είναι αποφασιστικής σημασίας κριτήριο για την επιλογή του σημαιοφόρου στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, η δε ενεργός σχέση των μαθητών του δημοτικού σχολείου με τα εθνικά σύμβολα δεν συνάπτεται προς τους βαθμούς τους, αφού η συμμετοχή στις παρελάσεις και η παράσταση στη σημαία συνδέεται πρωτίστως με την ίδια την ιδιότητα του μαθητή ως μέλους της σχολικής κοινότητας […], λαμβανομένων υπόψη και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εν λόγω εκπαιδευτικής βαθμίδας (νεαρή ηλικία των μαθητών, επιδίωξη εξάλειψης ανταγωνισμού και βαθμοθηρίας), ενώ απόκειται, κατά τα λοιπά, στο νομοθέτη να διαμορφώσει τα κριτήρια και τα μέσα επιβράβευσης των επιδόσεων των μαθητών […]».
Από την παραπάνω απόφαση του ΣτΕ τίθενται δύο ερωτήματα:
Τι περισσότερο ή λιγότερο λέει ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το ΣτΕ;
Μετά από αυτή την απόφαση, θα επιμείνει η ΝΔ και προσωπικά η κυρία Κεραμέως να ψηφίσουν μια ρύθμιση καταφανώς αντίθετη προς το πνεύμα και το γράμμα των αποφάσεων του ΣτΕ, τις αποφάσεις του οποίου για άλλα θέματα έχουν δηλώσει ότι θα σεβαστούν (πχ: αναγραφή θρησκεύματος στα απολυτήρια);
Συνακόλουθα, περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα επιχειρήματα και τις απαντήσεις της ΝΔ και της αρμόδιας Υπουργού στη Βουλή. Εκεί – εκτός απροόπτου – θα φανερωθεί πως η πραγματική σημαία που σηκώνει η Κυβέρνηση είναι αυτή του εξοντωτικού ανταγωνισμού και των διακρίσεων ακόμη και μεταξύ των μικρών μαθητών του δημοτικού σχολείου. Είναι η σημαία της νεοφιλελεύθερης-αυταρχικής ανακατασκευής του εκπαιδευτικού συστήματος, με την υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου και τη σταδιακή εκθεμελίωση πολλών θετικών κατακτήσεων της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Απέναντι σε αυτήν την πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ εργάζεται για την οικοδόμηση του ενιαίου μετώπου αγώνα και διεκδικήσεων μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών και γονέων, δίνοντας μάχης μέσα και έξω από τη Βουλή, με στόχο την προοδευτική διέξοδο και την υπεράσπιση του δημόσιου, δημοκρατικού σχολείου της ποιότητας, της ισότητας και της συμπερίληψης.