Ο πόλεμος στη Συρία και οι συνεχείς ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας και της Αφρικής, η φτώχεια και οι εντεινόμενες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εξαναγκάζουν εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να γίνουν πρόσφυγες και μετανάστες, αναζητώντας ασφάλεια και καλύτερους όρους ζωής στην Ευρώπη.
ΣΥΝΕΚ
Στην Ελλάδα, που αποτελεί χώρα διέλευσης, το προσφυγικό ζήτημα, κορυφώθηκε την περίοδο 2015-2016 με τη δραματική αύξηση των μεικτών ροών (προσφύγων και μεταναστών), δημιουργώντας σοβαρές ανθρωπιστικές συνέπειες. Το κλείσιμο του βαλκανικού δρόμου το 2016 και η υπογραφή της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας απαγόρευσε την είσοδο των προσφύγων στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, εγκλωβίζοντας στην Ελλάδα 60.000 από αυτούς. Καθώς οι μεικτές ροές συνεχίζονται, το 1/3 περίπου του αριθμού τους είναι παιδιά, ηλικίας 0-18 ετών, 2.100 περίπου από τα οποία είναι ασυνόδευτα (στην πλειοψηφία τους αγόρια άνω των 14 ετών).
Τα προβλήματα των παιδιών προσφύγων συνδέονται όχι μόνο με κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τους πρόσφυγες στο σύνολό τους (στέγαση σε αξιοπρεπείς συνθήκες, πρόσβαση σε δομές υγείας, αντιμετώπιση τραυματικών βιωμάτων, επανένωση με την οικογένεια) ή με ζητήματα που άπτονται των ιδιαιτεροτήτων και αναγκών της ηλικίας τους, αλλά και με φαινόμενα ρατσιστικής βίας και στιγματισμού που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας και είναι αλληλένδετα με το ζήτημα της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση εκτός από δικαίωμα και αγαθό όλων των παιδιών που προστατεύεται από τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Συμβάσεις και το Ελληνικό Σύνταγμα, πρέπει να αποτελεί και κορυφαία προτεραιότητα της Πολιτείας, της εκπαιδευτικής κοινότητας και της κοινωνίας στο σύνολό της.
Η προσφυγική εκπαίδευση έχει πολλές ιδιαιτερότητες, οι σημαντικότερες εκ των οποίων είναι: Η ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης, η διαχείριση των ιδιαίτερων προβλημάτων που δημιουργεί η αποσχολειοποίησή τους (παιδιά που δεν έχουν φοιτήσει ποτέ σε σχολείο ή που διέκοψαν τη φοίτησή τους), η απουσία του γονιού-κηδεμόνα, η άγνοια της γλώσσας της χώρας υποδοχής, η ρευστότητα των σχεδίων τόπου εγκατάστασης, η ανομοιογένεια του προσφυγικού μαθητικού πληθυσμού, ο ρατσισμός και κοινωνικός αποκλεισμός. Ο σχεδιασμός, λοιπόν, της εκπαίδευσης των παιδιών προσφύγων πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες αυτές, με απώτερο στόχο την ένταξη των παιδιών στο σχολείο, την ολοκλήρωσή της φοίτησής τους και την κοινωνική τους ένταξη με όρους σεβασμού της διαφορετικότητας και αρμονικής συνύπαρξης.
Τον Οκτώβριο του 2016 ξεκινάει η λειτουργία των Δομών Υποδοχής και Εκπαίδευσης Προσφύγων (ΔΥΕΠ) (ΚΥΑ ΦΕΚ 3049/ Β’/ 23-9-2016 και Νόμος 4547/2018) οι οποίες αποτελούν προενταξιακό στάδιο, διάρκειας φοίτησης μίας σχολικής χρονιάς, σε απογευματινά τμήματα (14:00-18:00). Παράλληλα, μαθητές πρόσφυγες φοιτούν σε Τάξεις Υποδοχής, εγγεγραμμένοι σε κανονικά τμήματα γυμνασίων και λυκείων ή σε σχολεία χωρίς Τ.Υ.
Οι μαθητές πρόσφυγες που φοίτησαν κατά το σχολικό έτος 2017-2018 σε κάποια από τις προβλεπόμενες εκπαιδευτικές δομές Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης (ΔΥΕΠ, Τάξεις Υποδοχής, σχολικές μονάδες χωρίς Τ.Υ.) ήταν 8.017, από το συνολικό εκτιμώμενο αριθμό 10.000-12.000 ανήλικων προσφύγων σχολικής ηλικίας, και αποτελούν ένα ποσοστό μικρότερο από το 1% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού στη χώρα μας.
Οι εκπαιδευτικοί που ανέλαβαν να στελεχώσουν τις δομές προσφυγικής εκπαίδευσης τόσο σε επίπεδο συντονισμού (Συντονιστές/τριες Εκπαίδευσης Προσφύγων) όσο και διδασκαλίας, έκαναν πράξη τις αξίες της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, παρά τις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν (εργασιακές, παιδαγωγικές, κοινωνικές). Με ευθύνη της Πολιτείας, ωστόσο, υπάρχουν πολλά ζητήματα προς επίλυση. Προκειμένου να βελτιωθεί η παρεχόμενη εκπαίδευση με όρους διαπολιτισμικής δημοκρατίας και λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή εμπειρία και τις υπάρχουσες επιστημονικές μελέτες προτείνουμε τα εξής:
• Οι ΔΥΕΠ ικανοποιούν, από τη μια, συγκεκριμένες ανάγκες καθώς υπάρχουν πολλές αφίξεις παιδιών στη μέση της σχολικής χρονιάς ή πλήρως αποσχολειοποιημένα παιδιά, που πρέπει να προετοιμάζονται σε όλα τα επίπεδα (γλωσσικό, κοινωνικό, παιδαγωγικό) για την εγγραφή τους στα σχολεία. Από την άλλη ωστόσο, προκειμένου να μη δυσχεραίνεται η πλήρης ένταξη, η λειτουργία τους πρέπει να ενισχυθεί και να πλαισιωθεί με οργανωμένες διαδικασίες και δράσεις, που θα φέρνουν σε επαφή και επικοινωνία τους μαθητές των ΔΥΕΠ με τους συμμαθητές τους αλλά και τους εκπαιδευτικούς των πρωινών τμημάτων.
• Οι Τάξεις Υποδοχής (ΖΕΠ) πρέπει να αυξηθούν, ώστε να καλυφθούν όλες οι ανάγκες φοίτησης σε όλες τις βαθμιδες της 12χρονης εκπαίδευσης. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να υπάρξει για τη φοίτηση και σε ΕΠΑΛ και ΣΜΕΑΕ με αύξηση των Τ.Υ σε αυτά τα σχολεία. Πρέπει επίσης το πρόγραμμα ΙΙ ΖΕΠ που ακολουθεί την πρώτη χρονιά φοίτησης σε Τ.Υ. I ΖΕΠ, να ενεργοποιηθεί και στη Β/θμια εκπαίδευση (προς το παρόν εφαρμόζεται μόνο στην Α/θμια) ώστε να διευκολύνει τη διαδικασία ένταξης του μαθητή πρόσφυγα σε όλα τα επίπεδα. Να λειτουργήσουν άμεσα (το επόμενο σχολικό έτος 2019-20) και ΤΥ ΙΙ ΖΕΠ .
• Είναι εξαιρετικά σημαντικό οι εκπαιδευτικοί των Τ.Υ. αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου να μπορούν να αναβαθμιστούν σε πλήρους, παραμένοντας σε Τ.Υ. ώστε να υπάρχει σταθερότητα στην παρουσία των εκπαιδευτικών και να μην αλλάζουν κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Οι ώρες στις ΤΥ ΙΙ ΖΕΠ (μπορούν να είναι 8 ώρες) και να καλύπτονται από τους εκπαιδευτικούς της ΤΥ Ι ΖΕΠ.
• Απαραίτητη είναι η συστηματική και έγκαιρη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών των ΔΥΕΠ και των Τ.Υ., όχι μόνο των φιλολόγων που αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, αλλά και όλων των ειδικοτήτων, ακόμα και αυτών που δεν διδάσκουν σε Τ.Υ. ή ΔΥΕΠ, αλλά βρίσκονται σε σχολεία στα οποία φοιτούν μαθητές πρόσφυγες ή μαθητές άλλων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων με πολιτισμικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες (Ρομά, παλιννοστούντες , μετανάστες).
• Προϋπόθεση είναι η έγκαιρη ίδρυση των Τ.Υ. και των ΔΥΕΠ στην αρχή της χρονιάς ή μόλις διαπιστωθεί η σχετική ανάγκη, η έγκαιρη στελέχωσή τους και η έγκαιρη χορήγηση των σχολικών εγχειριδίων για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας. Επίσης, είναι απαραίτητη η στελέχωση με ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και διαπολιτισμικούς μεσολαβητές (διερμηνείς και μεταφραστές) και η δημιουργία σταθερών διαύλων επικοινωνίας με τις οικογένειες των παιδιών.
• Προκειμένου να επιτευχθεί η ουσιαστική ένταξη στη σχολική κοινότητα, σημαντικό είναι να ενθαρρυνθεί και να σχεδιασθεί πιο συστηματικά (όπως άλλωστε προβλέπεται από το θεσμικό πλαίσιο) η ενεργός συμμετοχή των παιδιών προσφύγων ιδιαίτερα στα μαθήματα εικαστικών, μουσικής και φυσικής αγωγής, τα οποία από τη φύση τους προσφέρουν πολλές δυνατότητες ανάπτυξης του διαπολιτισμικού σεβασμού και της επικοινωνίας
• Απαραίτητη είναι η εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης των οικογενειών, ώστε να διασφαλιστεί η ένταξη και των παιδιών τους στην ελληνική κοινωνία, όπως και τα μορφωτικά τους δικαιώματα, καθώς και η διδασκαλία μητρικής γλώσσας στα παιδιά με αξιοποίηση προσφύγων/μεταναστών εκπαιδευτικών –όχι με όρους εθελοντισμού- και ελληνικών στους πρόσφυγες γονείς.
• Στόχος των εκπαιδευτικών πολιτικών που σχετίζονται με τους πρόσφυγες, αλλά και οποιοσδήποτε άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, πρέπει να είναι η ένταξη με όρους αποδοχής και σεβασμού και όχι η γκετοποίηση ή η ισοπεδωτική αφομοίωση.
Το σχολείο της συμπερίληψης μπορεί να δείξει το δρόμο του διαπολιτισμικού σεβασμού, της ανεκτικότητας σε κάθε είδους διαφορετικότητα και του ανθρωπισμού σε ολόκληρη την κοινωνία και να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό των αξιών της. Με τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό της εκπαίδευσης προσφύγων, την προστασία και διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, καθώς και την κάλυψη των μορφωτικών αναγκών όλων των μαθητών/τριών, μπορεί να γίνει ένα τεράστιο βήμα προς την αποδοχή και την αλληλεγγύη ώστε να επηρεασθεί θετικά ολόκληρη η κοινωνία.